Για την επί της παιδείας συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων – Του Νίκου Τσούλια  Γραμματέα του Τομέα Παιδείας  του Κινήματος Αλλαγής

Επιδερμική και εν πολλοίς ανούσια ήταν η συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων για το Νομοσχέδιο του . Και φυσικά ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη, αφού η πρόταση της κυβέρνησης της Ν.Δ. δεν είχε κανέναν ουσιαστικό σχεδιασμό για την εκπαίδευση, καμιά βασική ιδέα – παρά μόνο αποσπασματικές ρυθμίσεις και πρακτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Το ΥΠΑΙΘ δεν εισηγήθηκε καμιά εθνικού τύπου στρατηγική για την παιδεία, κανέναν μετασχηματισμό της θεσμικής εκπαίδευσής μας με βάση τις ανατρεπτικές εξελίξεις στο διεθνή και στον ευρωπαϊκό χώρο, καμιά μεταρρυθμιστική πνοή. Το πλαίσιο που έθεσε περιόρισε τελικά τη συζήτηση σε επιμέρους ζητήματα – και μάλιστα με μια πολύ ετεροβαρή και ανορθολογική για την ουσία τους αντιμετώπιση.
Η ηγεσία του επέλεξε να κάνει την πολιτική αντιπαράθεση σε ζητήματα, που έπρεπε να είναι λυμένα. Τα Πρότυπα και τα Πειραματικά σχολεία, η αριστεία, η αναγραφή διαγωγής στα απολυτήρια, το διπολικό …μείζον ιδεολογικό πρόταγμα: κοινωνιολογία ή λατινικά, οι διορισμοί εκπαιδευτικών κλπ.
Εξαφανίστηκαν τα θεμελιώδη ερωτήματα, που εκ των πραγμάτων τίθεται σε μια ιστορική συγκυρία βαθιών αλλαγών και γεωστρατηγικών ανατροπών.

Τι σχολείο θέλουμε; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της δημόσιας εκπαίδευσής μας στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση; Ποιο είναι το «παιδαγωγικό παράδειγμα» και ποιο το αξιακό φορτίο του σχολείου; Ποια είναι τα πεδία της θεσμικής γνώσης; Πώς θα εισαχθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα στις ψηφιακές τεχνολογίες; Ποιος είναι ο νέος ρόλος των εκπαιδευτικών;
Και για το επόμενο αξιολογικά πολιτικό πεδίο… Πού είναι οι επενδυτικές δαπάνες της εκπαίδευσης και σε ποιους τομείς; Τι γίνεται με τη διόγκωση των ανισοτήτων και του λειτουργικού αναλφαβητισμού στο σχολείο – το ότι δεν ασχολείται το ΥΠΑΙΘ με αυτά τα ζητήματα σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή ότι δεν έχουν σημασία; Και ακόμα, ποια είναι η ιεράρχηση των εκπαιδευτικών θεμάτων και ποιες είναι οι προτεραιότητες, όταν απουσιάζουν από τη συζήτηση η επαγγελματική εκπαίδευση, η ειδική αγωγή, η στήριξη των εκπαιδευτικών; Τέλος, υπάρχει έστω ένα γενικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των βασικών λειτουργικών προβλημάτων των σχολείων (έγκαιροι διορισμοί, επιμόρφωση, χρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, συνθήκες υγιεινής, τεχνολογικές υποδομές κλπ);
Η πλήρης απομόνωση της πρότασης του Υπουργείου Παιδείας από όλα τα κόμματα και σχεδόν από όλους τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς είναι θετική εξέλιξη. Αλλά δεν αρκεί σε καμιά περίπτωση. Η εκπαίδευση παραμένει γυμνή στις προκλήσεις των απαιτητικών εποχών μας. Χάνει μια θεσμική ευκαιρία για να θέσει την ουσιαστική ατζέντα μιας εκσυγχρονιστικής εξέλιξης, ενός προοδευτικού προσανατολισμού.
Όταν στη Βουλή δεν τίθενται οι βασικές προκλήσεις, οι κρίσιμες επιλογές, τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης και η όλη συζήτηση γίνεται στα επιμέρους, υπάρχει μείζον πολιτικό, κοινωνικό, εθνικό πρόβλημα. Όταν γίνεται μείζων αντιπαράθεση και όξυνση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς στο θέμα των διορισμών των εκπαιδευτικών, επί του οποίου και τα δύο κόμματα είχαν και έχουν μηδενικό κυβερνητικό έργο, υπάρχει πρόβλημα ακόμα και στον κομματικό διάλογο, στο αν έχει κανένα νόημα…
Δυστυχώς, ζούμε στην εποχή των άκρων, σε εποχές παρακμής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτά που συμβαίνουν στην εκπαίδευση. Η Ν.Δ. ασχολείται με την αναγραφή της διαγωγής στα απολυτήρια του λυκείου και το κάνει μείζον ιδεολογικό θέμα (!) και ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται την ισοπεδωτική εκπαιδευτική, κυβερνητική πολιτική του και εκφράζει πολιτικό μίσος για τους άριστους μαθητές!!
Το Κίνημα Αλλαγής έθεσε ένα διαφορετικό πλαίσιο συζήτησης, παρά το γεγονός των δεσμευτικών νομοθετικών προτάσεων. Επιδιώκει το διάλογο και την εθνική συνεννόηση για την εκπαίδευση. Είναι το μόνο κόμμα που έχει δημιουργικές, μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Γι’ όλα αυτά θα επιμείνουμε και θα επιμένουμε για να συζητήσουμε ως κοινωνία το τι θέλουμε, το τι εκπαίδευση χρειαζόμαστε.