Η κυβέρνηση της Ν.Δ. και η ηγεσία του έχουν εγκαταλείψει συνειδητά το δημόσιο σχολείο. Αφού διευθέτησαν με σπουδή και με επιμέλεια τις στενά κομματικές της επιλογές και τις απαιτήσεις των κάθε λογής χορηγών τους, έδωσαν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο το ιδεολογικό άκρως νεοφιλελεύθερο στίγμα τους σε πολλά πεδία του εκπαιδευτικού χάρτη.
Του Νίκου Τσούλια Γραμματέα του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής

Ας μείνουμε σε ένα πεδίο. Έχουμε ενάμιση χρόνο που τα σχολεία είναι ή κλειστά ή υπολειτουργούν ή λειτουργούν με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ή μπορεί ούτε και εξ αποστάσεως εκπαίδευση να κάνουν. Κι όμως. Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, προχωράει στο “έργο της”. Συνεχώς εξαγγέλλει καινοτομίες, δραστηριότητες, μεγαλεπήβολες πρωτοβουλίες και καθετί που φαντάζεται.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Απολύτως τίποτα. Θεωρίες και φαντάσματα, για να χορτάσουν τα πάντα πρόθυμα ΜΜΕ και το κομματικό ακροατήριο. Σε ποιο ωράριο σχολείου θα γίνουν όλα αυτά (θα αυξηθεί;), με ποιους εκπαιδευτικούς (θα διοριστούν 5.250 έναντι χιλιάδων συνταξιοδοτήσεων και 52.000 😉 και με ποια χρηματοδότηση (υπογράφονται τίποτα σχετικές οικονομικές ρυθμίσεις;” Όχι, φυσικά και δεν χρειάζονται. Γιατί είναι βερμπολογίες, θεωρητικολογίες, αοριστολογίες, επικοινωνιακά τεχνάσματα. Είναι ρητορική, συμβολική και εικονική εκπαιδευτική πολιτική!

Όσον αφορά το πεδίο της εφαρμοσμένης εκπαιδευτικής πολιτικής και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, αρκεί να αναφερθεί το σημερινό, το μείζον, το ιστορικό εκπαιδευτικό πρόβλημα της εποχής μας. Το μεγάλο μαθησιακό κενό των μαθητών μας όλο το προηγούμενο διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα. Για την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και για την κυβέρνηση της δεξιάς δεν υπάρχει πρόβλημα. “Προχωράμε κανονικά”.

Είναι τόσο κυνική και προκλητική η στάση της κυβέρνησης και του Υπουργείου, που δεν έκαναν το στοιχειώδες, το ελάχιστο καθήκον. Δεν ζήτησαν ποτέ από τις Διευθύνσεις της Εκπαίδευσης να συλλέξουν στοιχεία λειτουργίας των σχολείων, για να έχουν (και για να έχουμε) μια πανελλαδική εικόνα όλης αυτής της προβληματικής περιόδου. Και οι Διευθυντές εκπαίδευσης, για να μην ταράξουν την ησυχία και την ωραιοποιημένη πρόσληψη της εκπαιδευτικής εικόνας εκ μέρους της ηγεσία τους, ούτε και αυτοί θεώρησαν σωστό να το πράξουν – αν και προβλέπεται από την πάγια νομοθεσία. (Να και ένα σημείο νομικής προσφυγής, που αφορά την ουσία της σχολικής λειτουργίας). Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.

Τι εκπληκτική εικόνα παράγει η κυβέρνηση της Ν.Δ. στην εκπαίδευση! Θα έχουμε μια παρατεταμένη “θεσμική υποεκπαίδευση” και ούτε ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα έχει επίσημα στατιστικά στοιχεία για την υπολειτουργία των σχολείων, λες και είμαστε χώρα εκτός νεωτερικού βηματισμού. Βέβαια, υπάρχει και μια δικαιολογία. “Γιατί να δούμε τι συνέβη, αφού δεν πρόκειται να πάρουμε κανένα μέτρο; Ή, αν συνέβησαν και κάποιες …μικροελλείψεις, θα διορθωθούν από μόνες τους”.

Όταν οι πολιτικά υπεύθυνοι κάνουν ότι δεν βλέπουν την εγκατάλειψη, άραγε αισθάνονται καλύτερα ή ελπίζουν ότι δεν τη βλέπουν και δεν την βιώνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί; Αλλά στην εγκατάλειψη δεν μπορείς να είσαι παρατηρητής!

Μια υποσημείωση

Αν στην περιοχή του Φενεού, για παράδειγμα, οι μαθητές δεν έκαναν καθόλου εξ αποστάσεως εκπαίδευση, γιατί δεν υπήρξε ποτέ δίκτυο και τα σχολεία ήταν κλειστά, δεν νομίζω ότι πρέπει να “ανησυχήσει” το Υπουργείο. Και επειδή είναι κι άλλες περιοχές σε αυτή την κατηγορία, έκαναν πολύ καλά οι Υπουργοί που δεν ζήτησαν να μάθουν τι “συνέβη στα σχολεία”. Πώς θα συνεχίσουν την επόμενη χρονιά αυτοί οι μαθητές και πώς θα δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις; Είναι απλό. “Είναι δική τους ευθύνη”! Αυτό δεν είναι το μείζον ιδεολογικό πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού;

Και μια απορία με δύο ερωτήματα

Αν βιώσαμε και βιώνουμε τη χειρότερη εκπαιδευτική δίχρονη περίοδο στα μεταπολιτευτικά χρονικά και αν είναι κοινός τόπος ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει εγκαταλείψει το δημόσιο σχολείο: α) αυτό δεν συνιστά πεδίο ευρείας πολιτικής μομφής στο μεγαλύτερο εκπαιδευτικό και μορφωτικό πρόβλημα αυτής της μαθητικής γενιάς; και β) δεν θα πρέπει το σύνολο των κοινωνικών φορέων, να βρει κοινό βηματισμό δράσης;