Με μια πρόχειρη επισκόπηση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, θα διαπιστώσουμε ότι βασικοί συντελεστές για την ευόδωσή τους είναι:

Του

«Το σχολείο πρέπει να ετοιμάσει το άτομο για μια πολύπλευρη αυθυπαρξία, σωματική, οικονομική, πνευματική και ηθική».

(Al. Fisher)

1) Η διαμόρφωση μιας κοινωνικής δυναμικής, που συνήθως εκδηλώνεται από μια ομόρροπη προς τους στόχους της μεταρρύθμισης τάση των οργανωμένων θεσμικών συλλογικών φορέων. Τέτοιες περιπτώσεις ευρύτερα αποδεκτές μεταρρυθμίσεις εμφανίστηκαν με την ψήφιση του Ν. 1556 (αφορά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) και του Ν. 1268 (αφορά την αντίστοιχη τριτοβάθμια) κατά τη δεκαετία του ’80.

2) Η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου που θα αφορά το πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, το οποίο πάντα στην εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, αφού δεν αρκούν οι διοικητικού τύπου παρεμβάσεις.

3) Η διασφάλιση των ανάλογων αναγκαίων οικονομικών πόρων.

Αν δεν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι, τότε, κατά τη γνώμη μου, η σχεδιαζόμενη εκπαιδευτική πολιτική θα πρέπει να έχει ήπια χαρακτηριστικά. Δηλαδή α) να μη φορτώνεται με όλα τα ζητήματα του συγκεκριμένου πεδίου και β) να μην σχεδιάζεται για εφάπαξ εφαρμογή. Σε αντίθετη περίπτωση και με δεδομένη την αντίσταση των φορέων που είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι, συνήθως οι όποιες αλλαγές εκπνέουν γρήγορα ή ακόμα δεν αποκτούν καν πεδίο πρόσβασης.

Τέτοια παραδείγματα έχουμε άφθονα ιδίως από την κυβερνητική θητεία της συντηρητικής παράταξης. Επομένως, δεν αρκεί να νομίζεις ότι έχεις δίκιο και να πηγαίνεις για σαρωτικές αλλαγές με μετωπικό χαρακτήρα. Γιατί οι αυταρχικές πολιτικές θα ξεθεμελιωθούν, καταπώς δείχνει η ιστορία του εκπαιδευτικού μας συστήματος.  Στην πολιτική, εκείνο που μετρά είναι αφενός μεν η ορθότητα των επιλογών σου και αφετέρου η εφαρμοσιμότητα αυτών.

Στο ζήτημα, πως οι πολιτικές πρέπει να είναι ολοκληρωμένες και να παίρνουν τη μορφή «νόμων – πλαισίων», θεωρώ πως είναι παλιού τύπου δίλημμα, αφού στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, η λογική της πολιτικής παρέμβασης είναι η σταδιακότητα, στη λογική της «διαρκών ήπιων μεταρρυθμίσεων». Συχνά ο εξορθολογισμός πτυχών του εκπαιδευτικού συστήματος είναι απλόςˑ αρκεί να αντιστοιχεί στις ανάγκες και στις προκλήσεις των καιρών.

Η όλη κρίση στο πολιτικό μας σύστημα αλλά και στις δομές της κοινωνίας και της οικονομίας δίνει μια δυνατότητα να διακρίνουμε πιο εύκολα τις ορθολογικές επιλογές. Μόνο που ο ορθολογισμός απαιτεί σωστή πολιτική διαχείριση και επιστημονική αντίληψη και πρακτική. Πολύ ορθά επισημαίνει ο Πόπερ, «η αφετηρία μας είναι ο κοινός νους και το σημαντικότερο εργαλείο για πρόοδο η κριτική».

Ωστόσο, συγκρούονται αντιτιθέμενες εκπαιδευτικές πολιτικές με κύρια γραμμή αντιπαράθεσης αφενός μεν τον οικονομικό νεο-φιλελευθερισμό, αφού «η εκπαίδευση όλο και περισσότερο θεωρείται ένας υπο-τομέας της οικονομικής πολιτικής και λιγότερο τμήμα της κοινωνικής πολιτικής» (Neave) και αφετέρου τον εκδημοκρατισμό και την κοινωνική πρόοδο, αφού «πάνω απ’ όλα, σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι το να δώσει στους ανθρώπους την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης των αισθημάτων και της φαντασίας, για να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους και τη δυνατότητα να ελέγχουν, όσο εξαρτάται απ’ αυτούς, τη ζωή τους» (UNESCO, Learning: the treasure within, Paris).

Και επ’ αυτής της αντιπαράθεσης κρίνονται και οι τρέχοντες εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί.