– Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων (ΚΕΠΕΑ), , ωστόσο τουλάχιστον οι μισοί από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.

Αναλυτικότερα, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Επίσης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν ο μισθωτός δεν την έχει ζητήσει.

Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη.

Πόσες μέρες άδειας δικαιούστε

Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσελήφθη ο εργαζόμενος ο εργοδότης υποχρεούται να του χορηγήσει μέχρι 31 Δεκεμβρίου αναλογία των ημερών αδείας που δικαιούται, σύμφωνα με τον χρόνο απασχόλησης.

Αν πρόκειται για πενθήμερη εργασία, τον πρώτο χρόνο σε μία νέα δουλειά κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται 20 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Τον δεύτερο χρόνο εργασίας, κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται 21 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Για τον τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται 22 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Αν πρόκειται για εξαήμερη εργασία, τον πρώτο χρόνο σε μία νέα δουλειά κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται 24 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Τον δεύτερο χρόνο εργασίας, κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται 25 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Για τον τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται 26 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας.

Σημειώνεται πως μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργασίμων ημερών, αν απασχολείται 5 ημέρες την εβδομάδα και 30 εργασίμων ημερών, αν απασχολείται 6 μέρες την εβδομάδα.

Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα αδείας, δηλαδή 26 ημέρες για πενθήμερη εργασία και 31 μέρες για εξαήμερη εργασία.

Στις ημέρες της ετήσιας άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται οι Κυριακές, οι επίσημες αργίες, οι κατ’ έθιμον αργίες, οι ημέρες ασθένειας και οι ειδικές άδειες που προβλέπονται από άλλες διατάξεις εάν συμπέσουν με αυτήν (πχ άδεια γάμου, άδεια γέννησης τέκνου, άδεια μητρότητας).

Τι γίνεται εάν ο εργοδότης δεν χορηγήσει άδεια

Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που ζήτησε ο εργαζόμενος, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του χρόνου αδείας με προσαύξηση 100%.

Οι κυρώσεις για τη μη καταβολή του επιδόματος άδειας διακρίνονται σε:

Διοικητικές,
Ποινικές και
Αστικές

Ο διαφορετικός χαρακτήρας τους σημαίνει ότι η επιβολή της μίας δεν αποκλείει την επιβολή της άλλης και, άρα, μπορούν να επιβληθούν ταυτόχρονα.
Τι θα γίνει εάν ο εργαζόμενος δεν πάρει άδεια και αποχωρήσει από την εργασία

Εάν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει την άδεια που δικαιούται και προκύψει λήξη της σύμβασης εργασίας (με απόλυση, παραίτηση, θάνατο εργαζομένου ή λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), οφείλονται αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας, ανάλογα με τον χρόνο που παρέχονταν υπηρεσίες από τον εργαζόμενο στον εργοδότη.

Για το 1ο και το 2ο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψη του εργαζομένου οφείλονται 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, καθώς και 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).

Από το 3ο ημερολογιακό έτος μετά την πρόσληψη οφείλονται οι αποδοχές πλήρους αδείας και το επίδομα αδείας το οποίο θα λάμβανε ο εργαζόμενος εάν λάμβανε την άδειά του το χρονικό διάστημα που λύθηκε η σχέση εργασίας.

Τι ισχύει για το επίδομα αδείας

Ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις συνήθεις αποδοχές που θα λάμβανε αν απασχολούνταν πραγματικά στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε τακτικό και μόνιμο αντάλλαγμα που λαμβάνει για την εργασία του (μισθός ή ημερομίσθιο, αλλά και πρόσθετες παροχές, όπως τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κ.λπ.).

Πέραν των συνήθων αποδοχών ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, χωρίς όμως και να μπορεί να ξεπερνάει σε κάθε περίπτωση τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με άλλον τρόπο (άρθρο 3, παρ. 6, Ν. 4504/1996).

Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την έναρξη αυτής και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.