Σαν με πήγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά, μαθητής ων του Δημοτικού, στην κοντινή πόλη μας, στην Αμαλιάδα, στον οδοντίατρο – έτσι κι αλλιώς μόνο για τον γιατρό θα μπορούσα να πάω -, κάπου έπεσε το μάτι μου και είδα ένα μαγαζί που είχε στη βιτρίνα του βιβλία.

Του

Δεν ήξερα ότι υπάρχουν μαγαζιά που πουλάνε μόνο βιβλία, τετράδια και μολύβια, γιατί στο χωριό μου αγοράζαμε τα τετράδια από το μπακάλικο και τα σχολικά βιβλία – μόνο αυτά ξέραμε – μας τα έφερναν στο σχολείο. Αργότερα έμαθα ότι τα λένε βιβλιοπωλεία…

«Μα πόσο όμορφο είναι να υπάρχουν μαγαζιά γεμάτα με βιβλία», έπιανα τον εαυτό μου να λέει κάθε τόσο και λιγάκι, «και αυτοί που είναι εκεί μέσα τα έχουν διαβάσει όλα; Προλαβαίνουν να τα διαβάζουν; Είναι πολύ μορφωμένοι; Πουλάνε και βιβλία που δεν τα έχουν διαβάσει»;
Και σαν πήγα μαθητής μεγάλος πια στην Δ΄ Γυμνασίου (Α΄ Λυκείου) στην Αμαλιάδα, για να συνεχίσω τη φοίτηση, αφού το επαρχιακό γυμνάσιο της περιοχής μου είχε μόνο τις τρεις τάξεις, ξεχώρισα και συμπάθησα τα τρία βιβλιοπωλεία που υπήρχαν και περνούσα από εκεί και κοίταζα ξανά και ξανά τις γεμάτες με βιβλία βιτρίνες.

Δεν τολμούσα να μπω μέσα, γιατί δεν περίσσευαν λεφτά για βιβλία και δεν ήξερα ότι μπορεί να χαζέψεις μπαίνοντας μέσα τα τόσα και τόσα βιβλία που υπήρχαν στα ράφια αλλά και να το ήξερα ότι επιτρεπόταν, δεν θα έμπαινα από ντροπή, που περίσσευε και με το παραπάνω τότε σε εμάς τα παιδιά του χωριού. Κοιτούσα και ονειρευόμουνα. «Να είχα τα βιβλία Φυσικής του Μάζη και τα βιβλία Χημείας του Μανωλκίδη…».

Όσοι μαθητές είχαμε σκοπό για να σπουδάσουμε στο πανεπιστήμιο έπρεπε να διαβάσουμε και βιβλία βοηθητικά, αφού τα σχολικά ήταν πολύ φτωχά και η εξεταστέα ύλη για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο δεν ήταν προσδιορισμένη, όπως γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια.
Ήταν όλη η ύλη του Λυκείου και μάλιστα ανάλογα με το τι σπουδές θα έκανες ήταν η ύλη του πρακτικού ή του θεωρητικού τμήματος. Εμείς στην Αμαλιάδα δεν είχαμε πρακτικό τμήμα και έτσι κάποιοι θα πήγαιναν φροντιστήριο, που είχαν δυνατότητες οι γονείς τους, και οι άλλοι θα στηριζόμαστε στα βοηθητικά βιβλία. Αλλά έλα που και αυτά δεν τα εξασφάλιζα…

Μάλιστα, τα βιβλία Χημείας του Μανωλκίδη – που ήταν και τα καλύτερα εκείνη την εποχή – τα αγόρασα και τα χρησιμοποίησα όταν ως καθηγητής πλέον δίδαξα σε λύκειο του Περιστερίου! Και έτσι εκδικήθηκα τη φτώχεια εκείνων των παλιών χρόνων και τα κρατάω ακόμα και τώρα σε εκείνο τον γαλαξία των αγαπημένων βιβλίων, που ό,τι και να συμβεί τα κρατάς να συνταξιδεύουν μαζί σου, σαν ένα σημάδι αφθαρσίας του χρόνου και της δικής σου νιότης…

Τώρα μου χαρίζουν πολλά βιβλία αλλά και αγοράζω, ακόμα και αν ξέρω ότι μπορεί και να μην τα διαβάσω. Τα χρήματά μου περισσεύουν μόνο για βιβλία. Καταναλωτισμός υπάρχει μόνο στα υλικά αγαθά. Τα βιβλία μπορεί να αποτελούνται από ύλη αλλά είναι πνευματικά αγαθά!
Και έγιναν από τότε τα βιβλιοπωλεία αγαπημένα μου «στέκια». Στην Αθήνα σχεδόν κάθε ημέρα θα περάσω από κάποιο. Τώρα όχι μόνο δεν έχω συστολή αλλά μπαίνω και με αέρα μέσα, γιατί έχω τη βεβαιότητα του βιβλιοφάγου και νιώθω μια παράξενη υπεροχή σε σχέση με τους βιβλιοπώλες, γιατί έχω ερωτική σχέση με τα βιβλία, γιατί διαβάζω πάρα πολύ – όσο λίγοι Έλληνες. Γιατί με τα βιβλία συνταξιδεύω στο όμορφο ταξίδι της ζωής…