Από την πρώτη μελέτη στην χώρα μας που ανέλυσε τη, προέκυψε πως η ύπαρξη οργανικών χημικών ρύπων που έχουν συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα υγείας, όμως ο κίνδυνος για τα παιδιά φαίνεται να παραμένει χαμηλός.

Κάθε μέρα τα παιδιά στο σχολείο εκτός από γνώση «ρουφούν» αναπόφευκτα και τη σκόνη που υπάρχει στην τάξη τους, η οποία είναι «εμπλουτισμένη» με πλήθος εν δυνάμει επικίνδυνων για την υγεία τους οργανικών χημικών.

Πρόκειται για χημικά του εσωτερικού περιβάλλοντος τα οποία μπορεί να προέρχονται από τα δομικά υλικά των κτιρίων, από τον εξοπλισμό αλλά και από πλήθος αντικειμένων που υπάρχουν μέσα στις τάξεις. Χημικά, η μακροχρόνια έκθεση στα οποία προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία εξαιτίας των επιπτώσεών τους στην υγεία αφού πολλά από αυτά είναι άκρως τοξικά, ακόμη και εν δυνάμει καρκινογόνα.

Τώρα, για πρώτη φορά στη χώρα μας, μια μελέτη «ακτινογραφεί» τη σκόνη σε ελληνικά νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία αποδεικνύοντας ότι είναι πλούσια σε τέτοια επικίνδυνα χημικά, τα οποία μοιραία καταλήγουν στον οργανισμό των μικρών παιδιών που τα εισπνέουν ή τα καταπίνουν.

Η μελέτη αυτή που μόλις δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Chemosphere» και την οποία παρουσιάζει αποκλειστικά το ΒΗΜΑ-Science, διεξήχθη από ερευνητές του Εργαστηρίου Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με επικεφαλής την καθηγήτρια Κωνσταντινή Σαμαρά (συμμετείχαν επίσης η καθηγήτρια Δήμητρα Βουτσά, οι υποψήφιες διδάκτορες Αννα Αυγενικού και Ιωάννα Παντελάκη, οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες Ελένη Σεραφείμ και Ελένη Γεωργιάδου, ενώ ο πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης ήταν ο μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του ΑΠΘ και ακαδημαϊκός υπότροφος στο Τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Αθανάσιος Μπέσης).

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές συνέλεξαν είκοσι δείγματα σκόνης από επτά δημόσια δημοτικά σχολεία και 13 νηπιαγωγεία στη Βόρεια Ελλάδα. Η πλειονότητα των σχολείων και των νηπιαγωγείων βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ δύο δείγματα συλλέχθηκαν από σχολεία στο Αμύνταιο και στην Πτολεμαΐδα. Και μπορεί στη συγκεκριμένη μελέτη το δείγμα να αφορούσε μόνο τη Βόρεια Ελλάδα, ωστόσο, όπως σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Μπέσης, «εκτιμούμε ότι τα ευρήματα θα είναι παρόμοια και στα σχολεία της υπόλοιπης χώρας καθώς τα οργανικά χημικά που αναζητήσαμε συνδέονται με τα δομικά υλικά, τον εξοπλισμό και τα αντικείμενα των χώρων και όχι με το εξωτερικό περιβάλλον».

Η ηλεκτρική σκούπα για την δειγματοληψία

Για τη δειγματοληψία χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένη ηλεκτρική σκούπα με χάρτινη σακούλα, η οποία αντικαθίστατο σε κάθε δείγμα για την αποφυγή επιμολύνσεων. Σε κάθε σχολείο συλλεγόταν δείγμα σκόνης σκουπίζοντας ομοιόμορφα επιφάνεια 4 m2 για πέντε λεπτά σύμφωνα με συγκεκριμένο πρωτόκολλο δειγματοληψίας. Ο ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός των οργανικών χημικών ενώσεων πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της αέριας χρωματογραφίας συζευγμένης με φασματογράφο μάζας με βάση μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί στο Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.

Ποιες ήταν όμως οι πέντε κατηγορίες οργανικών ρύπων στο… κυνήγι των οποίων επιδόθηκαν οι ερευνητές του ΑΠΘ; Επρόκειτο για τους πολυβρωμιωμένους διφαινυλαιθέρες (PBDEs), τα καινοφανή βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας (NBFRs), τους οργανοφωσφορικούς εστέρες (OPEs), τους φθαλικούς εστέρες (PAEs) και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAHs). Και μπορεί όλοι αυτοί οι όροι να μοιάζουν δυσνόητοι και… εξωτικοί, όμως στην πραγματικότητα μας αφορούν όλους, αφού «κατακλύζουν» την καθημερινότητά μας.

Η ταυτότητα των ρύπων…

Ο δρ Μπέσης εξηγεί ότι οι PBDEs αποτελούν χημικά τα οποία εξαιτίας της σταθερότητάς τους και του χαμηλού κόστους τους χρησιμοποιήθηκαν ευρέως και επί μακρόν ως επιβραδυντικά ανάφλεξης σε διάφορα υλικά και εμπορικά προϊόντα (πολυμερή, θερμοπλαστικά, χρώματα, υφάσματα, βρεφικά ρούχα, έπιπλα, μονωτικά υλικά και υλικά κατασκευής, τηλεοράσεις, υπολογιστές και ηλεκτρικές συσκευές). «Μέσα από πλήθος στοιχείων αποδείχθηκε ότι οι PBDEs είναι ενδοκρινικοί διαταράκτες, επηρεάζουν το νευρικό σύστημα και έχουν επίσης αρνητική επίδραση στην εμβρυϊκή ανάπτυξη, στον θυρεοειδή, στο ήπαρ και στο ανοσοποιητικό σύστημα».

Ετσι σταδιακά από το 2004 ως το 2008 οι PBDEs απαγορεύθηκαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ – ωστόσο παρά τα αυστηρά μέτρα που ελήφθησαν στον δυτικό κόσμο τα χημικά αυτά συνεχίζουν να «βασιλεύουν» σε όλες τις χώρες εξαιτίας του ότι η παραγωγή και η χρήση τους συνεχίζεται και σήμερα, κυρίως στην Ασία, η οποία προμηθεύει τον υπόλοιπο πλανήτη με πλήθος αγαθών. Τα τελευταία χρόνια – και καθώς αναζητούνταν αντικαταστάτες των PBDEs – αναπτύχθηκαν νέα εναλλακτικά επιβραδυντικά καύσης (alternative FRs). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ΝBFRs και οι OPEs που επίσης βρέθηκαν στο στόχαστρο των ερευνητών του ΑΠΘ. Ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης διευκρινίζει ότι τα ΝBFRs είναι νέα στην αγορά, αλλά ποσότητές τους έχουν ανιχνευθεί στο περιβάλλον. «Δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς ως προς τις επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, ωστόσο μελέτες αναφέρουν ότι τα NBFRs είναι ενδοκρινικοί διαταράκτες και η έκθεση σε αυτά μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο νευρικό σύστημα, ειδικά κατά την πρώιμη νευροανάπτυξη. Πολλές χώρες δεν διαθέτουν νομοθεσία για τη ρύθμιση της χρήσης των NBFRs».

Οι OPEs είναι χημικά πρόσθετα που χρησιμοποιούνται κυρίως ως επιβραδυντικά φλόγας ή πλαστικοποιητές σε διάφορα προϊόντα (κεριά δαπέδου, ηλεκτρονικά προϊόντα, υδραυλικό λάδι κ.λπ.). Μετά την κατάργηση των PBDEs στην παγκόσμια αγορά, οι OPEs έγιναν οι κύριοι αντικαταστάτες τους. Ορισμένοι OPEs είναι ενδοκρινικοί διαταράκτες, θεωρούνται νευροτοξικές ενώσεις και ύποπτες για καρκινογένεση.

Οι PAEs είναι σήμερα οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι πλαστικοποιητές παγκοσμίως (85% της παγκόσμιας αγοράς). Χρησιμοποιούνται σε περισσότερα από 6.000 προϊόντα ως πλαστικοποιητές, καθώς επίσης και ως διαλύτες σε χρώματα, κόλλες, μελάνια, καλλυντικά, βερνίκια ξύλου και απορρυπαντικά. «Εντάσσονται στην κατηγορία των ενδοκρινικών διαταρακτών και ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στο αναπαραγωγικό σύστημα. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν βρει θετική συσχέτιση μεταξύ των ενώσεων αυτών στην οικιακή σκόνη και των αλλεργικών συμπτωμάτων ή του άσθματος» λέει ο δρ Μπέσης.

Τέλος, οι PAHs είναι μια κατηγορία χημικών ενώσεων που μπορούν να ανιχνευθούν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον και προέρχονται κυρίως από πηγές καύσης – σε εσωτερικούς χώρους εκλύονται κυρίως από ανθρώπινες δραστηριότητες όπως το κάπνισμα, το μαγείρεμα, η καύση ξύλου σε τζάκι ή ξυλόσομπα. «Στο σχολικό περιβάλλον πιο πιθανή πηγή PAHs εκτιμάται ότι είναι η σκόνη των δρόμων που μεταφέρεται στους εσωτερικούς χώρους, καθώς και η διείσδυση εξωτερικού αέρα. Επίσης, μια πιθανή πηγή PAHs στις σχολικές αίθουσες είναι οι συνθετικοί τάπητες που χρησιμοποιούνται συχνά σε νηπιαγωγεία και σχολεία. Ερευνες έχουν δείξει ότι συνθετικοί τάπητες που κατασκευάζονται από ανακυκλωμένο καουτσούκ από τεμαχισμένα ελαστικά παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις του καρκινογόνου βενζο[a]πυρενίου» σημειώνει ο ερευνητής.

Τα συμπεράσματα από την έρευνα

Τι σημαίνουν πρακτικά σε ό,τι αφορά τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία αυτές οι συγκεντρώσεις χημικών κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει αφού δεν υφίστανται ανώτατα επιτρεπτά όρια σε πολλές κατηγορίες τους. Ωστόσο ηχεί δυνατό… σχολικό κουδούνι προς τους αρμοδίους καθώς τέτοιοι οργανικοί ρύποι συνδέονται, ακόμη και σε χαμηλές συγκεντρώσεις, με μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία.

Οπως αναφέρει η κυρία Σαμαρά, «η εκτίμηση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία περιλάμβανε τον κίνδυνο καρκινογένεσης και τον κίνδυνο μη καρκινογένεσης για δύο ηλικιακές ομάδες (παιδιά και ενήλικοι) και τρεις οδούς έκθεσης στη σκόνη: την κατάποση, την εισπνοή και τη δερματική επαφή. Για την εκτίμηση χρησιμοποιήσαμε τις εξισώσεις και τα φυσιολογικά δεδομένα της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (USEPA).

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κατάποση σκόνης είναι η πιο σημαντική οδός έκθεσης και για τις δύο ηλικιακές ομάδες, ακολουθούμενη από τη δερματική επαφή και την εισπνοή σκόνης. Επίσης, η έκθεση των παιδιών βρέθηκε ότι ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτή των ενηλίκων. Πάντως ο συνολικός κίνδυνος καρκινογένεσης βρέθηκε εντός του αποδεκτού εύρους που έχει καθορίσει η USEPA ενώ και ο δείκτης κινδύνου μη καρκινογένεσης για όλους τους οργανικούς ρύπους που μελετήθηκαν ήταν μικρότερος από 1, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενηλίκους, υποδεικνύοντας ότι η έκθεση στη σκόνη των σχολικών αιθουσών δεν ενέχει άμεσο κίνδυνο για την υγεία των δύο παραπάνω ηλικιακών ομάδων».

Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουν οι ερευνητές, η έκθεση σε κινδύνους από τη σκόνη στα σχολεία είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς τα παιδιά καταναλώνουν περισσότερη σκόνη σε σύγκριση με τους ενηλίκους και είναι πιο ευάλωτα σε πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία λόγω του αναπτυσσόμενου νευρολογικού, ανοσοποιητικού, αναπνευστικού και αναπαραγωγικού τους συστήματος. Κοινώς χρειάζονται μέτρα και δράσεις προκειμένου να μη γίνει… σκόνη και θρύψαλα το μέλλον του μέλλοντος του κόσμου μας.

Πως θα καταφέρουν να περιορίσουν την έκθεση τους στα χημικά οι μαθητές

Για τον περιορισμό της έκθεσης των μαθητών στα χημικά που μπορεί να περιέχει η σκόνη των σχολικών αιθουσών, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (USEPA) συστήνει απομάκρυνση των πιθανών πηγών και εφαρμογή μέτρων περιορισμού της σκόνης, όπως:

  1. Επιλογή επίπλων από μασίφ ξύλο, γυαλί ή/και μέταλλο.
  2. Αποφυγή χρήσης επίπλων με αφρό πολυουρεθάνης.
  3. Επιλογή φυσικών πυρίμαχων υλικών ταπετσαρίας, όπως βαμβάκι, που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία με χημικά απωθητικά λεκέδων.
  4. Χρήση δομικών υλικών και ειδών γραφείου χωρίς PVC.
  5. Αντικατάσταση της μοκέτας με υλικά δαπέδου χαμηλότερης εκπομπής.
  6. Χρήση σκούπας με φίλτρα σωματιδίων αέρα υψηλής απόδοσης (HEPA).
  7. Σφουγγάρισμα ή υγρό ξεσκόνισμα χρησιμοποιώντας πανιά μικροϊνών – το στεγνό ξεσκόνισμα διασπείρει τη σκόνη.
  8. Πλύσιμο αντικειμένων που προσελκύουν σκόνη και ακάρεα σκόνης (π.χ. λούτρινα, μαξιλάρια).
  9. Μείωση της ακαταστασίας της τάξης, η οποία οδηγεί σε εναπόθεση σκόνης καθιστώντας παράλληλα δύσκολο τον καθαρισμό.
  10. Συχνό πλύσιμο των χεριών, ειδικά πριν από τα γεύματα, για μείωση της έκθεσης μέσω της επαφής χεριού – στόματος.
  11. Τέλος, όπως σε όλους τους εσωτερικούς χώρους, σημαντικό ρόλο ώστε να επιτευχθεί μείωση της συγκέντρωσης των ρύπων του εσωτερικού αέρα παίζει ο επαρκής αερισμός των σχολικών αιθουσών.