Αύριο Τρίτη 30 Ιουνίου 2020, ξεκινούν οι αιτήσεις για την επιδοτούμενη στο πλαίσιο του προγράμματος .

Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου δεκαπενθημέρου εφαρμογής του, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, οι επιχειρήσεις θα μπορούν πλέον να υποβάλλουν το άθροισμα των συμβατικών ωρών των μισθωτών τους ανά μήνα και όχι ανά εβδομάδα, ενώ τους δίνεται και η δυνατότητα να κάνουν την προαναγγελία μεσοσταθμικής μείωσης ωρών εργασίας ανά μήνα.

Το πρόγραμμα, το οποίο έκανε πρεμιέρα στις 15 Ιουνίου και θα διαρκέσει μέχρι και τις 15 Οκτωβρίου, δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που έχουν μειωμένο τζίρο σε ποσοστό τουλάχιστον 20% να θέτουν τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας μέχρι και 50%. Ωστόσο, πολλές εταιρείες αναμένουν διευκρινίσεις από το αρμόδιο υπουργείο για τον τρόπο που θα γίνεται η μείωση του ωραρίου, αν δηλαδή αφορά μόνο στη μείωση ημερήσιων ωρών εργασίας ή αφορά και σε ημέρες, καθώς πολλοί εργάζονται με βάρδιες και δεν είναι δυνατή η μείωση του ημερήσιου ωραρίου.

Πάντως, ο περιορισμός του χρόνου εργασίας συνεπάγεται και την υποχώρηση του μισθού, όχι σε ποσοστό 50%, αλλά σε 20%, καθώς ο εργοδότης θα καταβάλλει το 50% των μηνιαίων αποδοχών και το κράτος θα επιδοτεί το 60% του υπόλοιπου 50%. Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος με μισό χρόνο απασχόλησης, θα λαμβάνει συνολικά το 80% του μισθού του.

Εξαίρεση αποτελούν οι απασχολούμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, δηλαδή έχουν καθαρές αποδοχές 550 ευρώ. Και αυτό γιατί στην περίπτωση που μετά την κρατική επιδότηση, ο μισθός που μπαίνει στην…τσέπη τους υπολείπεται του καθαρού νομοθετημένου κατώτατου μισθού, η διαφορά αναπληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, στα 550 ευρώ καθαρές αποδοχές, ο εργοδότης καταβάλλει τα 275 ευρώ και το κράτος καλύπτει πλήρως το υπόλοιπο 50% (ήτοι 275 ευρώ) ώστε ο εργαζόμενος να μην υποστεί καμία απώλεια.

Μικρή είναι η μείωση για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό έως 800 ευρώ, δηλαδή καθαρά 677 ευρώ, καθώς μετά τη μείωση του μισθού κατά 50% και την επιδότηση από το κράτος, είναι λίγο πάνω από το όριο ασφαλείας των 550 ευρώ. Για παράδειγμα, μισθωτός με μεικτές αποδοχές 700 ευρώ και καθαρές 592 ευρώ, θα «χάσει» 42,33 ευρώ. Αν δεν υπήρχε το «μαξιλαράκι» των 550 ευρώ και θα έχανε 118,4 ευρώ.

Αντίστοιχα, εργαζόμενος με σύμβαση πλήρους απασχόλησης που είχε καθαρές αποδοχές 1.000 ευρώ πριν την πανδημία, αν ενταχθεί στο πρόγραμμα «Συνεργασία», ο εργοδότης του πληρώνει τα 500 ευρώ και το κράτος τον ενισχύει με επιπλέον 300 ευρώ. Έτσι, ο καθαρός μισθός του διαμορφώνονται πλέον στα 800 ευρώ και χάνει 200 ευρώ.

Όσο μεγαλύτερος είναι ο μισθός τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση που υφίσταται ο εργαζόμενος. Έτσι, κάποιος που αμείβεται με 1.500 ευρώ καθαρά, με την εκ περιτροπής εργασία, θα χάσει 300 ευρώ, καθώς ο εργοδότης θα του καταβάλλει τα 750 ευρώ και το κράτος το 60% των υπόλοιπων 750 ευρώ, δηλαδή 450 ευρώ. Έτσι, οι αποδοχές του θα περιοριστούν στα 1.200 από τα 1.500 ευρώ.

Χρόνος πληρωμής

Η πληρωμή των εργαζομένων που θα ενταχθούν στον πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ θα πραγματοποιείται στο τέλος του μήνα από τον εργοδότη (50% του καθαρού μισθού) κι εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε επόμενου μήνα από το κράτος (το 60% επί των μειωμένων καθαρών αποδοχών που αντιστοιχούν στις ώρες που δεν παρέχεται εργασία).
Έτσι, όσοι ενταχθούν τον Ιούνιο θα πληρωθούν στις 10 Ιουλίου. Ωστόσο, σημειώνεται ότι τον Ιούνιο ο εργαζόμενος μπορεί να ενταχθεί μόνο για 15 ημέρες (από 15/6 – 30/6).

Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις που κάνουν χρήση του προγράμματος υποχρεούνται να μην προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων που εντάσσονται σε αυτόν, αλλά και να διατηρήσουν τους ονομαστικούς μισθούς τους για όσο διάστημα εντάσσονται στο ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ.

Εισφορές
Παράλληλα, η Πολιτεία θα καλύψει και το 60% των εργοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο κομμάτι του μισθού που μειώνεται και το υπόλοιπο 40% θα το αναλάβει ο εργοδότης. Αν και η ρύθμιση αυτή ισχύει έως τις 31 Ιουλίου, δηλαδή μόνο για ενάμιση μήνα, το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει να την επεκτείνει μέχρι και τον Αύγουστο.

Υπογραμμίζεται ότι αρχικά το μη μισθολογικό κόστος βάραινε εξ ολοκλήρου τους εργοδότες, οι οποίοι θα έπρεπε καλύψουν το σύνολο των εισφορών των εργαζομένων, υπολογιζομένων επί του αρχικού ονομαστικού μισθού παρότι παρείχαν μισή εργασία. Με τη ρύθμιση, οι εισφορές επιμερίζονται ανάμεσα σε κράτος και εργοδότη, προκειμένου να ενταχθούν περισσότερες επιχειρήσεις και να αποφευχθούν οι απολύσεις.

Το κονδύλι που θα διατεθεί για το πρόγραμμα ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ, καθώς αρχικά είχαν δεσμευτεί 820 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών διεύρυνε την χρηματοδότηση του με επιπλέον 190 εκατ. ευρώ.