Γράφει η Έφη Γεωργοπούλου

Η Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, που προέκυψε τη δεκαετία του 1950 ως κλάδος των κοινωνικών επιστημών, στα πλαίσια της προσπάθειας θεμελίωσης ενός πραγματικά ισότιμου και δίκαιου εκπαιδευτικού συστήματος ανέτρεψε τα δεδομένα αναφορικά με τις απόψεις που ανήγαγαν την άνιση σχολική επίδοση και τη σχολική αποτυχία σε ατομικά αίτια, που σχετίζονται με το δείκτη νοημοσύνης (Φραγκουδάκη, 2001). Αντίθετα, σύνδεσε το φαινόμενο αυτό σε διεθνές επίπεδο με κοινωνικά αίτια, που αφορούν τις διακρίσεις που θεσμοθετημένα αναπαράγει η εκπαίδευση και σχετίζονται αφενός με την προώθηση των παιδιών των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων και αφετέρου με τον παραγκωνισμό μαθητών που προέρχονται από την εργατική και αγροτική τάξη.

Ειδικότερα, η ταξική αυτή ανισότητα, όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο Pierre Bourdieu, δυσχεραίνει την εκπαιδευτική πορεία των μαθητών των λαϊκών στρωμάτων, που καθορίζουν τις προσδοκίες τους και τα όνειρά τους με καθαρά ρεαλιστικά κριτήρια (Bourdieu στο Φραγκουδάκη, 2001: 104). Επιπλέον, σχετίζονται με τις συχνά παρωχημένες αντιλήψεις των εκπαιδευτικών, τις μεθόδους διδασκαλίας , αλλά και το σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα.

Α. Η ΕΥΦΥΪΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΚΗ – ΟΥΤΕ ΤΟ ΑΙΤΙΟ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ

Ο Γάλλος νομπελίστας γενετιστής Albert Jacquard εξέφρασε με σαφήνεια την άποψη ότι συνιστά λανθασμένη και άτοπη τακτική η κατάταξη των ατόμων σε περισσότερο ή λιγότερο έξυπνους με γνώμονα των ατομικό δείκτη ευφυΐας, ενώ παράλληλα επεσήμανε πως όλοι οι άνθρωποι συλλήβδην έχουν το εγγενές ποσοστό ευφυΐας για να ολοκληρώσουν με επιτυχία τις σπουδές τους μέχρι και το επίπεδο της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Jacquard, 1983). Συγκεκριμένα, επισήμανε την άποψη ότι η ευφυΐα αποτελεί συνάρτηση ποικίλων παραγόντων. Με άλλα λόγια, δεν είναι μονάχα εγγενής, αλλά πολύ περιπλοκότερη, καθώς , όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας τριών πηγών, – των γονιδίων, του περιβάλλοντος και της συλλογικής κοινωνικής μνήμης» που συμπληρώνονται από την «αυτοοργανωτική δύναμη του ατόμου» (Jacquard, 1983 : 147 – 148 ). Άλλωστε, όπως επισήμανε και ο Ζαν Πολ Σαρτρ: «κάθε άνθρωπος είναι φτιαγμένος από όλους τους ανθρώπους» (Σαρτρ στο Jacquard, 1983 :146).

Γίνεται, επομένως, αντιληπτό ότι η μοναδικότητα και πολυπλοκότητα κάθε ανθρώπου καθιστά αδύνατη την απόλυτη κατάταξή του σε ένα αυστηρά προσδιορισμένο πρότυπο ευφυΐας, αφού σαφώς και αυτή δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια.

Συνακόλουθα, όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν το γεγονός ότι η ευφυΐα δεν κατανέμεται από τη φύση με κριτήρια ταξικά, αλλά η δυτική κοινωνία είναι αυτή που προχωρεί σε ταξικές διαφοροποιήσεις. Τα τεστ ευφυΐας που εφαρμόστηκαν στις Η.Π.Α. και σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να μετρηθεί ο Δείκτης Νοημοσύνης των μαθητών και να διαιρεθούν σε δυνάμει χειρώνακτες ή διανοούμενους ήταν εσφαλμένα και άνισα· οργανώθηκαν με κριτήρια που ευνοούσαν την κουλτούρα της Δυτικής Αστικής τάξης και συνεπώς αδικούσαν τις υπόλοιπες, αναπαράγοντας κοινωνικές προκαταλήψεις που οδήγησαν σε ανισότητες και στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. Συνεπώς, τα αίτια της άνισης σχολικής επίδοσης δεν ανάγονται σε επίπεδο ατομικό, αλλά αμιγώς κοινωνικό!

Β. ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΥΝΟΕΙ & ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΙ ΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Προεκτείνοντας το συλλογισμό μας θα αναδείξουμε ποια είναι τα «κακώς κείμενα» της σύγχρονης εκπαίδευσης που στην άνιση σχολική επίδοση των μαθητών. Ειδικότερα, η εκπαίδευση που παρέχεται στη χώρα μας , αλλά και στο ευρύτερο φάσμα του αποκαλούμενου «Δυτικού κόσμου» θεωρείται a priori δημοκρατική και ισότιμη για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Ωστόσο, κινείται με κριτήρια καθαρά κοινωνικά και αναπαράγει τις προκαταλήψεις και τον κοινωνικό ρατσισμό!

► Πρώτη παράμετρος : Το γλωσσικό «μειονέκτημα»

Καταρχάς, ο θεσμός του σχολείου εκπροσωπεί και υπερασπίζεται την «πρότυπη» γλώσσα, που θεωρείται η επίσημη και ταυτίζεται με τη μητρική πρώτη γλώσσα της ανώτερης αστικής τάξης. Αυτή είναι που προωθεί ως ορθή, υπερασπίζοντας ένα γλωσσικό ιδεώδες που αφορά τις ομάδες που έχουν «κύρος και εξουσία στην κοινωνία» (Garmandi στο Φραγκουδάκη, 2001 : 119). Παράλληλα, αγνοεί ότι τα αγροτικά και εργατικά στρώματα χρησιμοποιούν ένα κώδικα γλωσσικής επικοινωνίας που αποκλίνει σε επίπεδο φωνολογίας, σύνταξης και λεξιλογίου από την πρότυπη. Πρόκειται σύμφωνα με το Basil Bernstein για τη θεωρία των ταξικά διαφορετικών «κωδίκων επικοινωνίας», που προσδιορίζουν πολιτισμικά τα άτομα και διαμορφώνουν τη σχέση τους με τη γνώση (Bernstein στο Φραγκουδάκη, 2001 : 118). Κατά συνέπεια, αυτή η άγνοια αναφορικά με την ταξική διαφορά της γλώσσας καθιστά πιο δύσκολη την πρόοδο των μαθητών των λαϊκών οικογενειών σε σύγκριση με τα παιδιά των αστών, αφού καλούνται να φοιτήσουν στο σχολείο σε μια γλώσσα που αγνοούν, δυσκολεύονται διπλά, καθώς οφείλουν να την υιοθετήσουν, και επομένως παρουσιάζουν επιβραδυμένη πρόοδο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αρνητική αξιολόγηση από τους εκπαιδευτικούς της ποικιλίας της γλώσσας της εργατικής τάξης ως υποδεέστερης και «λαθεμένης» (Halliday στο Φραγκουδάκη, 2001) δημιουργεί μια κοινωνική προκατάληψη από πλευράς σχολείου, που συνιστά θεμελιώδες αίτιο της άνισης επίδοσής της ομάδας μαθητών που προέρχεται από την αγροτική και εργατική τάξη.

Άλλωστε, όπως επισήμανε και ο Ζαν Πολ Σαρτρ: «κάθε άνθρωπος είναι φτιαγμένος από όλους τους ανθρώπους»

◊ Κατάργηση « κοινωνικού πλαισίου» επικοινωνίας & γλωσσικού πλουραλισμού – η καταδίκη της μητρικής γλώσσας.

Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα πρεσβεύει το σχολείο, όλες οι γλώσσες είναι σωστές, ενώ η έννοια του γλωσσικού λάθους «είναι προϊόν της υποτίμησης της γλώσσας ορισμένων κοινωνικών ομάδων επειδή είναι εκ των προτέρων ταξινομημένες ως κατώτερες» (Φραγκουδάκη , 2001:125). Με άλλα λόγια, η άνιση σχολική επίδοση απορρέει από τον παραγκωνισμό κάθε γλωσσικής ποικιλίας, πέραν της πρότυπης ως λανθασμένης. Το σχολείο, επομένως , θυσιάζει στο βωμό της πρότυπης «ορθότητας» την αξία του γλωσσικού πλουραλισμού που προκύπτει από τις γλωσσικές ποικιλίες και ιδιώματα και την ανάγκη προσαρμογής της γλώσσας ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας (ό. π). Ωθείται, λοιπόν, και πάλι σε αναπαραγωγή κοινωνικών προκαταλήψεων σε βάρος κάθε άλλης- εκτός της « σωστής» πρότυπης- ποικιλίας γλώσσας και των ομιλητών της τους οποίους ακυρώνει καταδικάζοντας τη μητρική τους γλώσσα. Αλλοιώνει τη «διαισθητική» γνώση της γλώσσας που τα παιδιά έχουν αποκτήσει από το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον, παραποιεί την επικοινωνιακή τους ικανότητα, που έχουν αποκτήσει κατά την προσχολική τους ηλικία και κατά συνέπεια αποτυγχάνει στο να τους μεταδώσει τη γνώση της πρότυπης γλώσσας, ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο, καθώς δε δρα «συνεργατικά, αλλά εξαναγκαστικά» (Κούρτη στο Cummins, 2005 : 43).

► Δεύτερη παράμετρος : η απαξίωση της λαϊκής κουλτούρας

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu διατύπωσε σχετικά με το θέμα μας τη θεωρία του «πολιτισμικού κεφαλαίου» (Bourdieu και Passeron στο Φραγκουδάκη, 2001: 142), σύμφωνα με την οποία η κουλτούρα είναι ταξικά διαφοροποιημένη, και με βάση αυτή ερμηνεύεται και η άνιση σχολική επίδοση.

Αναμφίβολα, η γλώσσα συνιστά θεμελιώδες στοιχείο κουλτούρας. Όταν, λοιπόν, το σχολείο αγνοεί με ταξικά κριτήρια την «περιορισμένη» γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων (Bernstein στο Φραγκουδάκη, 2001: 142) αδυνατεί να αναγνωρίσει και την ιδιαίτερη κουλτούρα τους, δεν την αξιοποιεί αποτελεσματικά κατά την εκπαιδευτική διαδικασία και συνεπώς παρακωλύει την εξοικείωση των μαθητών που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα με τον «επεξεργασμένο» κώδικα που εκπροσωπεί την κουλτούρα των ανώτερων αστικών στρωμάτων. Κατ’ επέκταση, αξιολογεί, μάλλον με κριτήρια ρατσιστικά, ως λιγότερο διανοητικά ικανά τα παιδιά της λαϊκής διαστρωμάτωσης, και συνεπώς συντελεί στην χειρότερη σχολική τους επίδοση.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το σχολείο μόνο φαινομενικά είναι δίκαιο και προσφέρει ίσες ευκαιρίες. Επί της ουσίας, συντηρεί την κοινωνική, ταξική ανισότητα και υποδαυλίζει τις κοινωνικές προκαταλήψεις, αφού η σχολική επίδοση εξαρτάται από την κοινωνική προέλευση και η σχολική ιεραρχία αντιστοιχεί στην κοινωνική ιεραρχία (Ασκούνη, 2003). Συνεπώς, η ίδια η σχολική εκπαίδευση, εξαιτίας της άγνοιας ή της υποτίμησης της διαφοράς, εθνικής ή κοινωνικής, ευθύνεται για τις άνισες σχολικές επιδόσεις των μαθητών.