Το πολυνομοσχέδιο που η Κυβέρνηση ΝΔ έδωσε στη δημοσιότητα σε συνθήκες πανδημίας, απαγορεύσεων κυκλοφορίας και συγκεντρώσεων, με κλειστά σχολεία, και θέτει σε δημόσια «διαβούλευση», αποτελεί το όπλο για την επιβολή όλων των αντι-εκπαιδευτικών ρυθμίσεων και της ατζέντας των επιλογών του Κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ και του ΟΟΣΑ. Περιλαμβάνει αντιδραστικές αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Συντονιστικό Αναπληρωτών Αδιόριστων Εκπαιδευτικών

Ένα από τα πιο κομβικά κομμάτια του είναι και η αξιολόγηση στην εκπαίδευση.

Η εκπαιδευτική πολιτική της Κυβέρνησης και το πολυνομοσχέδιο αποτελούν συνέχεια των πολιτικών όλων των προηγούμενων Κυβερνήσεων και των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν. Έτσι και η αξιολόγηση, που επιχειρείται να περάσει στην εκπαίδευση εδώ και πολλά χρόνια, πατάει πάνω στον νόμο Γαβρόγλου (ν.4547) και επιχειρεί να επιβάλει ό,τι εμπόδισε τόσα χρόνια το μάχιμο εκπαιδευτικό κίνημα.

Συγκεκριμένα στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνεται η αξιολόγηση σχολική μονάδας με προγραμματισμό (που θα δημοσιεύεται σε πλατφόρμες και πλήρη έλεγχο από ΑΔΙΠΠΔΕ), αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου από τον σύλλογο διδασκόντων αλλά και εξωτερική αξιολόγηση από τον Συντονιστή εκπαιδευτικού έργου. Με Π.Δ. θα νομοθετηθεί και η ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Όλα αυτά τα κομμάτια σε συνδυασμό με άλλες πτυχές του πολυνομοσχεδίου δημιουργούν το παζλ του σχολείου που ετοιμάζουν.

Παραφράζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε «δείξε μου την αξιολόγηση που σχεδιάζεις να σου πω τι σχολείο οραματίζεσαι». Το σχολείο που οραματίζεται η ΝΔ σίγουρα δεν είναι αυτό που λαμβάνει υπόψη τις μορφωτικές ανάγκες του συνόλου της νέας γενιάς, είναι ένα σχολείο που δεν εμπιστεύεται τους εργαζομένους του, ούτε σέβεται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Είναι ένα σχολείο βασισμένο σε πειθαρχικούς ελέγχους με εμμονή στην αριστεία και απώτερο σκοπό την προετοιμασία μαθητών-φοιτητών σε εκκολαπτόμενους πειθήνιους και ευέλικτους εργαζόμενους με δεξιότητες ταιριαστές στην αγορά εργασίας. Δηλώνουμε εξαρχής πως απορρίπτουμε την αξιολόγηση, καθώς είναι ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής και των κατευθύνσεων υπερεθνικών οργανισμών, οι οποίες στην πράξη υποσκάπτουν τα θεμέλια της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, παραμορφώνουν τον κοινωνικό της χαρακτήρα, ανοίγουν το δρόμο στην εμπορευματοποίησή της, εξισώνουν τη λειτουργία της με αυτήν μιας επιχείρησης.

Για τις αλλαγές στις διαδικασίες αξιολόγησης που αφορούν τους μαθητές, δεν χωρά αμφιβολία πως η εξετασιομανία της κυβέρνησης και ειδικότερα η έμφαση στην τυποποίηση των εξετάσεων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα λειτουργήσει καταστρεπτικά, συμπαρασύροντας και τις άλλες δυο βαθμίδες της εκπαίδευσης με αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η λειτουργία της τράπεζας θαμάτων για ένα έτος στο παρελθόν, αλλά και γενικότερα η διεθνής εμπειρία μέσα από την εφαρμογή παρόμοιων εξεταστικών συνταγών, έχει αποδείξει πως η γνώση κατά βάση υποβαθμίζεται, τεμαχίζεται, αντικαθίσταται από στείρες δεξιότητες, μετατρέπεται σε ένα συνεχές τεστ ερωτοαπαντήσεων τυποποιημένης μορφής, ενώ επιδεινώνεται σημαντικά η σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή. Η τυποποίηση με της σειρά της οδηγεί τους μαθητές σε αποσπασματική σκέψη, ενώ πολύ χειρότερα τους ιεραρχεί μέσα από λίστες επιδόσεων. Έτσι, τα σκορ επιτυχίας-αποτυχίας ακολούθως οδηγούν στην κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων βάσει επιδόσεων και ταυτόχρονα σε άμεση και έμμεση πίεση των πάντων για αύξηση της αποτελεσματικότητας.

Η έμφαση στις εξετάσεις που επιδεικνύει το Υπουργείο αναμφίβολα θα καταρρακώσει μεγάλο μέρος μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων, ενώ θα ευνοήσει σημαντικά την ιδιωτική φροντιστηριακή εκπαίδευση. Οι βαθμοί στις εξετάσεις θα γίνουν αυτοσκοπός όλων καλλιεργώντας ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών, γεγονός που θα διαμορφώσει σχολεία με τυποποιημένες παιδαγωγικές πρακτικές, σχολεία που θα εργάζονται για τις εξετάσεις και τα τεστ. Όλα αυτά δεν είναι προβλέψεις ή υποθέσεις, αλλά η σκληρή πραγματικότητα πολλών εκπαιδευτικών συστημάτων – πρότυπων για τους εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ και της παρούσας κυβέρνησης. Η αύξηση των μετεξεταστέων, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και η σχολική διαρροή θα αποτελέσουν τα νέα ποσοτικά δεδομένα ενός ελιτίστικου σχολείου που θα συνεχίσει να εργάζεται για όσους «μπορούν» και «μέχρι εκεί που μπορούν». Πρόκειται, δηλαδή για έναν άκρατο θεσμικό ρατσισμό απέναντι στη μαθητική κοινότητα, κύριο χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου-νεοσυντηρητικού σχολείου. Είναι το ίδιο σχολείο που θα επιβραβεύει την «αριστεία», την ψευδαίσθηση δηλαδή της υπεροχής, οξύνοντας τους ταξικούς αποκλεισμούς και τη «σχολική αποτυχία» η οποία θα αποδίδεται ως «ατομική ευθύνη» του κάθε παιδιού, παγιώνοντας την ιδεολογία μιας αλαζονικής φυσικής ανωτερότητας, απόλυτα ταιριαστής και αναγκαίας στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.

Για την αξιολόγηση που αφορά τους εκπαιδευτικούς και την αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση σχολικών μονάδων, διερωτόμαστε ποιος αξιολογεί, πότε αξιολογεί, τι αξιολογεί, με ποια κριτήρια και τελικώς που αποσκοπεί όλη αυτή η διαδικασία. Μέσα από τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ έχουμε εμπεδώσει το ασφυκτικό πλαίσιο αξιολόγησης και λογοδοσίας που επιδιώκεται, στο βαθμό που ακολουθεί μια αέναη κίνηση όπως τη χαρακτηρίζει ο Οργανισμός, διαρκώς παρούσα ως πανοπτικόν. Ο ΟΟΣΑ περιγράφει μια κατάσταση στην οποία ο μαθητής αξιολογείται από τον εκπαιδευτικό, τον οποίο αξιολογεί ο διευθυντής και οι σχολικοί σύμβουλοι ή και συνάδελφοι-μέντορες, τους οποίους αξιολογούν εξωτερικοί επόπτες της ΑΔΙΠΠΔΕ που συνεκτιμούν τις συνολικές επιδόσεις των σχολικών μονάδων ξεχωριστά και οι οποίοι τέλος λογοδοτούν στο Υπουργείο. Ένα ιεραρχικό πλέγμα σχέσεων με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας και κατ’ επέκταση τον συνολικό έλεγχο του μορφωτικού έργου.

Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, το Υπουργείο μέσα από τα νεοσυντηρητικά μέτρα που επιχειρεί να περάσει θέλει διακαώς να μετρήσει την «αξιοσύνη» του εκπαιδευτικού. Θέλει να αξιολογήσει το πόσο κατάλληλοι και χρήσιμοι είναι οι εκπαιδευτικοί που προσλαμβάνονται με συμβάσεις λίγων μηνών μέσα από διαδικασίες διαγωνισμού και απολύονται κάθε τέλος της σχολικής χρονιάς, τους εκπαιδευτικούς που μοιράζουν την ενέργειά τους σε δυο και τρεις σχολικές μονάδες για να συμπληρώσουν το ωράριό τους. Θέλει να αξιολογήσει τον εκπαιδευτικό που επιμορφώνεται όχι από εσωτερικά κίνητρα αυτοβελτίωσης και ανανέωσης των γνώσεών του, αλλά τον εκπαιδευτικό που πασχίζει να συλλέξει πιστοποιήσεις και προσόντα, βεβαιώσεις και τίτλους σπουδών σε ένα ατέρμονο κυνήγι μεταξύ ανταγωνιστών-συναδέλφων. Δεν χωρά αμφιβολία, είναι εκείνη η πολιτική ηγεσία που θέλει να αξιολογήσει τον εκπαιδευτικό του οποίου τον βίο, προηγουμένως, έχει φροντίσει να εξαθλιώσει συστηματικά και αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Κυρίως όμως επιδιώκει να κουνήσει το δάχτυλο στους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές και στις λαϊκές οικογένειες, πάλι στο όνομα της «ατομικής ευθύνης», καθιστώντας τους αποκλειστικά υπεύθυνους για τη μη επίτευξη της ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ τους, αλλά και τη μη συμμόρφωση στην «εικόνα» των προτύπων-πειραματικών σχολείων.

Ως αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα, με την εφαρμογή αξιολόγησης, μέτρησης δηλαδή των επιδόσεων των εκπαιδευτικών μέσα από τη μέτρηση των επιδόσεων των μαθητών τους, το Υπουργείο επιχειρεί να διαμορφώσει εκπαιδευτικούς που εκγυμνάζουν μαθητές να επιτύχουν τα επιθυμητά σκορ, εκπαιδευτικούς ευέλικτους και ευπροσάρμοστους, «επαγγελματίες» κομφορμιστές με έφεση στις δημόσιες σχέσεις, καριερίστες και τυπολάτρες, πειθαρχημένους υπαλλήλους, εκτελεστές προκαθορισμένων πρακτικών. Απλούς διεκπεραιωτές έτοιμων μετρήσιμων νορμών καθιστώντας την παιδαγωγική διαδικασία, μια στείρα, τεχνοκρατική διαδικασία, κομμένη και ραμμένη στο πρότυπο του νέου αστικού εργαζόμενου που θέλει να αναπαράξει.

Καταλήγοντας, η αξιολόγηση εντάσσεται στη γενικότερη λογική περαιτέρω περικοπής των δαπανών για την εκπαίδευση μέσα από την χρόνια αδιοριστία και ομηρία αναπληρωτών σε πολυετές καθεστώς εργασιακής αβεβαιότητας και προσωπικής εξαθλίωσης, μέσα από συγχωνεύσεις σχολικών τάξεων και σχολείων και επακόλουθες μειώσεις προσλήψεων, ακόμη και προοπτικές απόλυσης. Συνολικά, είναι ένα αντιδραστικό νομοσχέδιο του οποίου οι προβλεπόμενες αξιολογικές διαδικασίες ενοχοποιούν εκπαιδευτικούς και μαθητές, τους καταλογίζουν ευθύνες για την περιβόητη αποδοτικότητα τους, την ίδια στιγμή που το Υπουργείο χωρίς ίχνος αυτοκριτικής παραμένει η μόνη και κύρια πηγή λήψης των αποφάσεων.

Ο ΟΟΣΑ επιμένει εδώ και χρόνια μέσα στις εκθέσεις του ότι μια βασική αιτία για την «προβληματική» ελληνική εκπαίδευση είναι η έλλειψη κουλτούρας αξιολόγησης. Και εννοούν την κουλτούρα του φόβου και της υποταγής, την κουλτούρα ανελεύθερων υποκειμένων, εκπαιδευτικών – μαθητών – φοιτητών που συνυπάρχουν υπό όρους ανταγωνισμού και αποκλειστικής ατομικής ευθύνης. Είναι η κουλτούρα αξιολόγησης που λογίζει την εκπαιδευτική διαδικασία, όχι ως ρευστή, πολυπαραγοντική διαδικασία που διαμορφώνεται λεπτό προς λεπτό διαλεκτικά από κάθε ζωντανό μέλος της, αλλά μηχανικά και τυποποιημένα, σαν να ήταν γραμμή παραγωγής σε εργοστάσιο. Οι υποστηρικτές της ευαγγελίζονται αναβάθμιση της «ποιότητας» της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δεν αυταπατόμαστε! Δεν θα επιτρέψουμε να υλοποιηθεί!

Η μάχη αυτή, μάχη όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας!

Οι ελαστικά εργαζόμενοι, οι αναπληρωτές/τριες, οι συμβασιούχοι της εκπαίδευσης βιώνουμε στο πετσί μας τον κανιβαλισμό, την πιο σκληρή και τιμωρητική αξιολόγηση και τις απολύσεις που φέρνει το προσοντολόγιο και ο νόμος 4589/19. Δώσαμε και συνεχίζουμε να δίνουμε τη μάχη ενάντια στο νέο σύστημα του προσοντολογίου που καλεί τους εκπαιδευτικούς να «αγοράσουν» τη θέση εργασίας τους, μετακυλύει την ευθύνη της ανεργίας τους στους ίδιους, ο καθένας και η καθεμιά καλείται να ανταγωνιστεί τον διπλανό του προκειμένου να διεκδικήσει μια θέση στο σχολείο. Το νέο εργασιακό καθεστώς που οραματίζονται οδηγεί τους υποψηφίους -για μια θέση ελαστικής εργασίας/αναπλήρωσης- σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων προκειμένου να «αποδείξουν» την «αξία» και τη δυνατότητα τους να δουλεύουν , απαξιώνει το πτυχίο και τα εργασιακά δικαιώματα που αυτό κατοχυρώνει, ενώ τα χρόνια εργασίας δεν κατοχυρώνουν το αυτονόητο δικαίωμα στη μόνιμη, σταθερή και αξιοπρεπή δουλειά αλλά αντίθετα μπαίνουν στο ζύγι και η απειλή της εναλλαγής μεταξύ εργασίας/ανεργίας είναι πιο επιθετικά εδώ παρά ποτέ.

Το εκπαιδευτικό κίνημα θα έχει τον τελευταίο λόγο

Σε δηλώσεις της η Υπουργός μας υπενθύμισε ότι το νομοσχέδιο ακολουθεί το πρόγραμμα της ΝΔ για την εκπαίδευση, όπως είχε δημοσιευθεί από το 2018. Ουσιαστικά, όμως είναι ένα μείγμα νεοσυντηρητικής πολιτικής με υλικά παλιότερα και συνταγή βασισμένη στα διαχρονικά αιτήματα των ΟΟΣΑ – ΕΕ – ΣΕΒ. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε τι θα επακολουθήσει και ποια θα είναι τα επόμενα νομοθετήματα. Το Υπουργείο επιλέγει να παραβλέψει την κριτική μας ικανότητα απέναντι στην εκπαιδευτική πολιτική που επιχειρεί να διαμορφώσει και εμείς με τη σειρά μας επιλέγουμε να αγωνιστούμε ενάντιά της, άλλωστε είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό. Το Υπουργείο επιλέγει να παραβλέψει ότι το εκπαιδευτικό κίνημα έδωσε σκληρούς αγώνες στο παρελθόν και εμείς με τη σειρά μας επιλέγουμε να τους επαναλάβουμε, και πιο αποφασιστικά. Και όλα αυτά συμβαίνουν παρά το γεγονός ότι ο ΟΟΣΑ φρόντισε να υπενθυμίσει στο Υπουργείο τη δυναμική του εκπαιδευτικού κινήματος, στην τελευταία έκθεσή του για την ελληνική εκπαίδευση. Καθιστούμε, λοιπόν, σαφές ότι η υποτίμηση της φωνής μας μέσα από υποτιθέμενες δημόσιες διαβουλεύσεις είναι η απόδειξη πως για ακόμη μια φορά η πολιτική ηγεσία σχεδιάζει για μας χωρίς εμάς, παρακάμπτοντας κάθε ενεργό μέλος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Θα αγωνιστούμε μαζικά ώστε τα σχέδια αυτά να παραμείνουν σχέδια.

Με αποφάσεις για Απεργία-Αποχή από κάθε διαδικασία αξιολόγησης το εκπαιδευτικό κίνημα θα απαντήσει, με πρώτο σταθμό αυτόν ενάντια στην αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας, μέσα στους συλλόγους διδασκόντων και στις Γενικές συνελεύσεις συλλόγων.

ΤΩΡΑ να βγάλουν αντίστοιχες αποφάσεις κάλυψης των συναδέλφων/ισσων οι Ομοσπονδίες ΔΟΕ και ΟΛΜΕ.