Δύσκολα χρόνια τον βρήκαν σαν ήλθε στην Αθήνα στη δεκαετία του 1970. Κουβαλούσε τη φτώχεια του από το χωριό του, από τη μικρή του χαμοκέλα. Με τι λεφτά να σπουδάσει; Η οικογένειά του ίσα που τα έβγαζε πέρα για μια ζωή αγροτική, λιτή και μετρημένη, εκεί στην επαρχία – τίποτα παραπάνω.

Του

Και που ήλθε στην Αθήνα για να κάνει φροντιστήριο Ιούλιο και μισό Αύγουστο για να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο σε ξαδέλφη της μάνας του έμεινε, σε ένα μικρό διαμερισματάκι και διάβαζε σε ένα πλυσταριό που το κοπανούσε ο ήλιος – μα δεν τον ένοιαζε αυτό. Άλλο τον βάραινε – που φορτωνόταν σε ξένους και δεν ήξερε πώς θα ξεπλήρωνε την υποχρέωση.

Σαν πέρασε στο πανεπιστήμιο λιτή, πιο λιτή δεν γινόταν, η ζωή του. Ούτε κατά διάνοια περιττά έξοδα ούτε αγορά για ρούχα και τέτοια. Με ό,τι είχε έλθει από το χωριό του θα την έβγαζε όσο πιο πολύ γινόταν. Ξεχώριζε από το ντύσιμό του. Το ένιωθε και είχε μια συστολή θεωρώντας ότι αυτή θα ελάφρυνε τις σκέψεις που θα έκαναν τα ξένα βλέμματα…

Σαν ήλθε μια αδελφή του και έπιασε καλή δουλειά, ανάσανε. Είχε βοήθεια. Η ζωή του δεν ήταν τόσο δύσκολη. Αλλά η φτώχεια φτώχεια. Και έτσι αναζήτησε κι αυτός δουλειά. Πώς να τη βρει όμως; Μια λύση υπήρχε. Να πάει κάποιος δικός του σε βουλευτή της Ν.Δ. – μόνο έτσι γινόταν τότε. Και του βρήκε. Νυχτερινή δουλειά, 8ώρο 10 το βράδυ έως 6 το πρωί. Σε πιεστήριο εφημερίδας εκεί κάτω στο μεγάλο δρόμο της Αθήνας, στη Λεωφόρο Συγγρού. Τι έκανε; Ό,τι του έλεγαν, νυχτοφύλακας, εργάτη στα μηχανήματα κλπ.

Η δουλειά στο πιεστήριο ήταν κουραστική. Στο μηχάνημα, που έβγαιναν οι εφημερίδες, έπρεπε να βουτάει την 25άδα των εφημερίδων με ταχύτητα – ούτε να σκεφτεί κάτι άλλο δεν προλάβαινε. Μα και όταν δεν ήταν στο μηχάνημα, ήταν το κουβάλημα με τα μεγάλα δέματα των εφημερίδων στην πλάτη (έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του ψηλού σώματός του) μέχρι τα φορτηγά και μετά ξεφόρτωμα στη οδό “Σωκράτους” στο Πρακτορείο των Εφημερίδων μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και βάλε.

Μα η δουλειά δεν του άφηνε πολλά περιθώρια για πολλά πράγματα. Εργαστήρια, διάβασμα, παρακολούθηση μαθημάτων στο πανεπιστήμιο, κλεφτός ύπνος το ένα πίσω από το άλλο, κάθε ημέρα και κατά τις 9 το βράδυ ετοιμασία για τη δουλειά. Φοιτητική ζωή; Καθόλου, έκλεβε τις λιγοστές ώρες του και τις περνούσε με καλούς φίλους που τους βάστηξε μια ζωή. Ακόμα και στις χρονιές που δεν εργαζόταν τα λιγοστά λεφτά δεν άφηναν και πολλά περιθώρια…

Και σαν είχε ρεπό, μια – δυο φορές τον μήνα, έπρεπε να βρει επιλογές που θα βάσταγαν όσο περισσότερο γινόταν μέσα στη νύχτα. Δεν μπορούσε εύκολα να κοιμηθεί πριν το ξημέρωμα. Του άρεσε το μπουζουκάκι και το ζεϊμπέκικο και έτσι με την παρέα του αναπλήρωνε ό,τι άλλο δεν μπορούσε να κάνει, σε κανένα φτηνό ταβερνάκι πάντοτε – καμιά σχέση με σκυλάδικα και φανταχτερά κέντρα της εθνικής οδού ή της παραλιακής λεωφόρου.

«Όταν χορεύεις», έλεγε πάντα στον εαυτό του, σε αυτόν μιλούσε για τα πιο σημαντικά ζητήματά του, «ζεις κι άλλες πλευρές της ζωής σου, χαμένες αγάπες, φαντασιακούς έρωτες, αποτυχίες, λάθη, ονειρεμένες φιλοδοξίες…». Και άμα δεν έβγαινε με την παρέα του, έπαιρνε τους δρόμους, τηλεφωνούσε σε κανέναν φίλο από τα περίπτερα – δεν είχε τηλέφωνο στην γκαρσονιέρα του – όσο ήξερε ότι δεν θα κοιμόταν και μετά βολτάριζε στους κεντρικούς δρόμους της συνοικίας του στους Αμπελόκηπους μέχρι να αποκάμει για να πάει για …πρόωρο ύπνο.

Το πείσμα όμως πείσμα. «Θα αλλάξω τη ζωή», το έλεγε συνέχεια στον εαυτό του και ένιωθε ότι βίωνε ένα κομμάτι του φωτεινού μέλλοντός του – «και ας λένε ότι δεν μπορεί να ζήσεις το μέλλον σου». Ήταν τόσο αποφασισμένος… «Και που ξέρεις», αναρωτιόταν ξεθαρρεμένος από τις ονειροφαντασιώσεις του, «ίσως να θυμάμαι κάποτε αυτά τα δύσκολα χρόνια με νοσταλγία και με αγάπη».