Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, μαζί με τα Ορθόδοξα Σωματεία Αθηνών και με τη μεγάλη πλειονότητα του Ορθόδοξου Ελληνικού λαού, ανέμενε από τον Σεπτέμβριο του 2019 να συμμορφωθεί το Υπουργείο Παιδείας προς τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που αφορούν στα Προγράμματα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Αντί όμως της ακύρωσης των Προγραμμάτων των κ.κ. Φίλη – Γαβρόγλου, η όρισε, τον Δεκέμβριο του 2019, επταμελή Επιτροπή για να της προτείνει τι να πράξει σχετικά με το επίμαχο θέμα. Το αποτέλεσμα ήταν η Επιτροπή αυτή να παρουσιάσει, στις 29/2/2020, αναθεωρημένα τα ακυρωμένα από το ΣτΕ Προγράμματα και όχι μόνον αυτό, αλλά να προχωρήσει, όπως έχουμε έγκυρα πληροφορηθεί, και σε μια πρωτοφανή ενέργεια για τα εκπαιδευτικά δεδομένα, δηλαδή, στη συγγραφή νέων βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών, χωρίς αυτό το έργο (εκπόνηση Προγραμμάτων και Βιβλίων) να της έχει ανατεθεί επίσημα και δημόσια από ό,τι γνωρίζουμε, χωρίς δηλαδή, να έχει εκδοθεί κάποια προκήρυξη από το Υπουργείο Παιδείας για το συγκεκριμένο θέμα.

Μάλιστα, στις 05/03/2020, το Υπουργείο Παιδείας ενέκρινε και δημοσίευσε σε ΦΕΚ τα Προγράμματα που εισηγήθηκε η επταμελής Επιτροπή, χωρίς πρώτα να τα θέσει σε δημόσια διαβούλευση. Η κ. Υπουργός Παιδείας, επίσης, αγνόησε, το γεγονός ότι η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) και τα Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία, σε ένδειξη καλής θελήσεως, ανέβαλαν προσωρινά την προγραμματισμένη για τις 9/3/2020 συγκέντρωση διαμαρτυρίας τους για το μάθημα των Θρησκευτικών, μπροστά στο Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να προταθεί στην αξιότιμη κ. Υπουργό Παιδείας να μην προχωρήσει άμεσα σε απόφαση (ΦΕΚ), αλλά να λάβει χώρα ένας εποικοδομητικός διάλογος, με τα Σωματεία μας και κυρίως με την ΠΕΘ προκειμένου:

α) Να μελετηθεί προσεκτικά και σε βάθος, κατά πόσον η αναθεώρηση των Προγραμμάτων συμμορφώνεται πλήρως προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

β) Να παρουσιασθούν οι όποιες βελτιωτικές επί των Προγραμμάτων προτάσεις μας, ώστε να δοθεί, επιτέλους, με κοινή αποδοχή, «η βέλτιστη δυνατή μεταβατική λύση του ζητήματος», για μια πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του ΣτΕ.

Εφόσον, όμως, η κ. Υπουργός ως μη όφειλε, δεν επιθυμεί να κάνει διάλογο μαζί μας, απαξιώνοντας την ιστορική Επιστημονική Ένωσή μας, αναγκαζόμαστε να παρουσιάσουμε προς Εσάς, τον Εξοχώτατο κ. Πρωθυπουργό, την Εκκλησιαστική ηγεσία και τον ελληνικό λαό, τις θεολογικές και παιδαγωγικές διαπιστώσεις μας για τις νέες αυτές αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας:

Το Υπουργείο Παιδείας ακολουθεί την ίδια μη δημοκρατική νοοτροπία που επέλεξαν οικ.κ. Φίλης και Γαβρόγλου για το τόσο πολύ ευαίσθητο θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ενώ αδρανούσε τόσους μήνες να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ, έρχεται τώρα, με υπερβολική ταχύτητα και προχειρότητα να δημοσιεύσει αποφάσεις, που μόνον εν μέρει και προσχηματικά, προσαρμόζουν τα Προγράμματα των Θρησκευτικών στις αποφάσεις του ΣτΕ.

Είναι όμως απαράδεκτο το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, όπως και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε και αγνοεί επιδεικτικά το επίσημο Όργανο των Θεολόγων, την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και, όχι μόνον δεν τοποθέτησε κανένα από τα εξειδικευμένα στην Παιδαγωγική και Διδακτική μέλη μας στην Επιτροπή, αλλά δεν έδωσε καν την ευκαιρία να εκφράσουμε τη γνώμη μας και τις διορθωτικές μας προτάσεις για τα Προγράμματα ούτε τα έβαλε σε δημόσια διαβούλευση. Αντ΄ αυτού, με επιβολή και αυταρχισμό, όρισε Επιτροπή, έργο της οποίας ήταν να κάνει δήθεν «Εισήγηση για την βέλτιστη δυνατή μεταβατική λύση του ζητήματος, με στόχο την πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), για το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί μέχρι τη συγγραφή και εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του αντιστοίχου διδακτικού υλικού για το μάθημα των Θρησκευτικών».

Η Επιτροπή, όμως, δεν έκανε απλώς μια Εισήγηση, αλλά εκπόνησε και Πρόγραμμα και Βιβλία. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς πώς, πότε, με ποιά Υπουργική απόφαση και γιατί διευρύνθηκε το έργο και η δικαιοδοσία της Επιτροπής, έτσι ώστε, εκτός από την Εισήγηση, να γίνουν τα μέλη της, από μέλη γνωμοδοτικής επιτροπής που ορίστηκαν, συγγραφείς Προγραμμάτων και Βιβλίων που δεν ορίστηκαν. Και είναι επίσης ακατανόητο πώς αυτή η Επιτροπή, μέσα σε περίπου (2) μήνες, εκτός από την εκπόνηση των Προγραμμάτων Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, συνέγραψε ακόμη 10 Βιβλία μαθητή και oδηγό εκπαιδευτικού!!! Η κ. Υπουργός, πάντως, δέχτηκε και το ανατεθέν έργο της Επιτροπής, δηλαδή την Εισήγηση των (7) και το μη ανατεθέν, δηλαδή τα Προγράμματα και, σύμφωνα με πληροφορίες μας, μετά από λίγο και τα βιβλία που συνέγραψαν οι (7). Πώς είναι δυνατό να βγαίνουν Προγράμματα και Βιβλία από (7) ανθρώπους, χωρίς να τα ελέγχει και να τα αξιολογεί κανείς που να περιλαμβάνουν τη διδασκαλία των ορθοδόξων παιδιών του ελληνικού λαού.

Η επιδεικτική και πεισματική άρνηση του Υπουργείου να κάνει διάλογο που ζητάμε επίμονα, εδώ και (8) μήνες αλλά και η εν κρυπτώ και παραβύστω απόφασή του να θέσει, χωρίς συζήτηση και δημόσια διαβούλευση, σε ισχύ τα Προγράμματα δείχνει τις προθέσεις του Υπουργείου να επιβάλει άρον – άρον Προγράμματα που, παρά τη μερική προσαρμογή τους στις αποφάσεις ΣτΕ, συνεχίζουν να μην αναπτύσσουν την ορθόδοξη συνείδηση των ορθόδοξων μαθητών για τους παρακάτω πολύ συγκεκριμένους λόγους:

α) Τα Προγράμματα του Υπουργείου, ενώ η κ. Κεραμέως είχε διακηρύξει πως θα έχουν «στόχο την πλήρη συμμόρφωσή τους με τις αποφάσεις του ΣτΕ», στην πραγματικότητα δεν συμμορφώνονται, αφού δεν ακυρώνουν τα Προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διατηρούν τη δομή, την φιλοσοφία, τον πυρήνα και τον γενικό προσανατολισμό των Προγραμμάτων, ακόμη και πάρα πολλές από τις εκφράσεις εκείνων του κ.κ. Φίλη – Γαβρόγλου, που ακυρώθηκαν, εμπαίζοντας έτσι διδάσκοντες, γονείς και μαθητές και δείχνοντας ασέβεια και απείθεια έναντι του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας.

β) Η συμμόρφωση στις αποφάσεις του ΣτΕ έγινε μερικώς και όχι «πλήρως», όπως αναφέρεται στην απόφαση της Υπουργού για τη σύσταση της Επιτροπής, αφού η μοναδική, θετική όντως, συμμόρφωση αφορά στην αφαίρεση των πολυθρησκειακών σημείων, από τις διδακτικές ενότητες που μετέτρεπαν το μάθημα σε πολυθρησκειακό συγκρητισμό και δημιουργούσαν σύγχυση στους μαθητές και στη μεταφορά τους σε άλλες ξεχωριστές ενότητες.

γ) Τα Προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας, απευθύνονται σε όλους τους μαθητές και όχι όπως ορίζεται από το ΣτΕ, «αποκλειστικά στους ορθόδοξους». Διακρίνονται, επίσης, όχι για τον ορθόδοξο χριστιανικό τους χαρακτήρα, όπως ορίζεται από το ΣτΕ, αλλά για την ουδετερότητα του προσανατολισμού τους, και, επομένως, οι ορθόδοξοι μαθητές οδηγούνται, τελικά, στο ίδιο μαθησιακό αποτέλεσμα, που στόχευαν τα Προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στην ουδετεροθρησκία.

Επεξηγηματικά, αναφέρουμε σύντομα, διότι θα καταθέσουμε, κατά το προσεχές διάστημα, πλήρη τεκμηριωμένη επιστημονική κριτική των Προγραμμάτων, ότι η θεματολογία και ιδιαίτερα η θεολογική δομή και το περιεχόμενο διακρίνονται από πολλές ελλείψεις, δεν έχουν πληρότητα ούτε ιστορική συνέχεια, οι δε γνώσεις και επάρκειές τους αποτελούν ανακατεμένες χρονικά θεματικές ενότητες, χωρίς γνωστική σειρά και νοηματικό στόχο, ασύνδετες μεταξύ τους, που μοιάζουν ως να είναι «λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα». Η ακαταστασία τους είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην ανάπτυξη της ορθόδοξη συνείδησης των μαθητών/τριών, που ορίζεται ρητά από το Σύνταγμα ως στόχος του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Επίσης, δεν στοχεύουν στην αληθινή, αλλά στην κατ΄ επίφαση μόνον ανάπτυξη της ορθόδοξης συνείδησης, διότι ανάπτυξη της ορθόδοξης συνείδησης, σύμφωνα με το ΣτΕ, δεν σημαίνει μια γενική και αόριστη ανάπτυξη, αλλά τη συγκεκριμένη ανάπτυξη των ορθοδόξων μαθητών, με βάση την εκκλησιαστική τους παράδοση. Το πρώτο και κύριο στην ανάπτυξη της ορθόδοξης συνείδησης είναι η σχέση τους με την Εκκλησία και τη ζωή της. Διαφορετικά δεν είναι ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως. Οι ορθόδοξοι μαθητές, με τα νέα αναθεωρημένα Προγράμματα, απλώς, ξεναγούνται στη χριστιανική διδασκαλία, αφού δεν εκλαμβάνονται ως βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας και τέκνα ορθοδόξων γονέων, αλλά ως να είναι ουδετερόθρησκοι.

Με άλλα λόγια, παρατηρείται ότι εφαρμόζεται μια ανισότητα εντός του Προγράμματος, διότι, ενώ όλοι οι μη ορθόδοξοι μαθητές γίνονται αποδεκτοί στη σχολική κοινότητα, με σεβασμό στην ετερότητά τους, οι ορθόδοξοι μαθητές δεν γίνονται αποδεκτοί και δεν προσλαμβάνονται όπως είναι πριν να φοιτήσουν στο σχολείο, δηλαδή ορθόδοξοι και τέκνα ορθοδόξων γονέων που έχουν το δικαίωμα, όπως και όλοι οι θρησκευόμενοι να διδαχθούν το δικό τους θρησκευτικό πιστεύω. Με τη συγκεκριμένη δομή το μάθημα των Θρησκευτικών κρατά τον μαθητή σε ουδέτερη στάση και απόσταση, ως ξένο και παρεπίδημο από τη γονεϊκή του ορθόδοξη πίστη και παράδοση, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης αλλά και η ανάπτυξη αυτής της συνείδησης με ορθόδοξο τρόπο.

Όλες οι επάρκειες, σχεδόν, διακρίνονται γενικά για τη μεθοδευμένη θεολογική διδακτική τους ουδετερότητα, ενώ διακρίνεται ευκρινώς ότι η κατεύθυνσή τους είναι να αποξενώνουν και όχι να συνδέουν τα ορθόδοξα παιδιά με την ορθόδοξη εκκλησιαστική τους παράδοση και ζωή. Όπως και στα Προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, οι ορθόδοξοι μαθητές ξεναγούνται ως ξένοι στην Ορθοδοξία. Οι γνώσεις και πληροφορίες επίσης που τους χορηγούνται σε όλες τις ενότητες και σε όλες τις τάξεις για την Εκκλησία και τη ζωή της τους ομοιάζουν σαν εκείνες που δίνονται σε αλλόθρησκους και αλλόδοξους, που ακούν για πρώτη φορά ως ξένοι, ξένες και ουδέτερες συναισθηματικά και θρησκευτικά πληροφορίες.

Κατόπιν όλων αυτών θωρούμε απαράδεκτη την ενέργεια της κ. Υπουργού να προσπερνά τη δημοκρατική διαδικασία του διαλόγου με τον πλέον αρμόδιο και καθ΄ ύλη φορέα για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, που σχεδόν για μια δεκαετία ταλαιπώρησε ψυχικά τον ελληνικό λαό. Η κ. Υπουργός, με σκληροπυρηνικό τρόπο, όπως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν δέχεται καν να ακούσει τις θέσεις του φορέα που είχε προσφύγει στο ΣτΕ και δικαιώθηκε, αλλά προτιμά να δημοσιεύσει, χωρίς διάλογο και διαβούλευση, τα νέα Προγράμματα των Θρησκευτικών, τα οποία θα είχαν λάβει άλλη μορφή, αν είχε χρησιμοποιήσει την εμπειρία και τις γνώσεις των μελών της Ενώσεώς μας.

Οφείλουμε εν κατακλείδι, να μνημονεύσουμε και τον, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, υπεύθυνο, εμπνευστή και πρωταγωνιστή της διαχείρισης της όλης διαδικασίας εκπόνησης Προγραμμάτων και Βιβλίων για το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς, μάλιστα, να έχει επίσημα αυτή την αρμοδιότητα και χωρίς ο ίδιος να είναι Θεολόγος και εννοούμε τον Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γεώργιο Καλαντζή.

Κατόπιν όλων αυτών, παρακαλούμε Εξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ για τις δικές σας ενέργειες.

Με τιμή  Το ΔΣ της ΠΕΘ