Τι αναφέρει στέλεχος του ΟΟΣΑ με άρθρο του στο Capital που φέρει τον τίτλο «Σχεδιάζοντας την Εκπαιδευτική Απάντηση της Ελλάδας στις Πραγματικότητες του 21ου αιώνα» στον απόηχο των

O κ. Andreas Schleicher, Διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του Οργανισμού, ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), κάνει μια πρώτη αξιολόγηση των ελληνικών αποτελεσμάτων και αναδεικνύει σημαντικές προβληματικές πτυχές του ελληνικού σχολείου. Εμμέσως πλην σαφώς δείχνει τον δρόμο για τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το ελληνικό σχολείο προκειμένου, όπως σημειώνει, “η διδασκαλία και η μάθηση να καινοτομούν και να παραμένουν σε διαρκή σχέση με έναν κόσμο μας ο οποίος αναδιαμορφώνεται γρήγορα”.

Τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι:

– οι επιδόσεις στις εξετάσεις PISA των μαθητών μειώνονται από το 2009, γεγονός που αναδεικνύει υποκείμενα μακροπρόθεσμα ζητήματα στο ελληνικό σχολείο.

– Οι Έλληνες μαθητές είναι πολύ καλοί στην αναπαραγωγή του περιεχομένου που έχουν μάθει. Αλλά ο σύγχρονος κόσμος δεν μας ανταμείβει πλέον μόνο για αυτά που γνωρίζουμε –η Google ξέρει τα πάντα– αλλά για όσα μπορούμε να κάνουμε με αυτά που γνωρίζουμε. Και οι Έλληνες μαθητές αγωνίζονται όταν πρέπει να προεκτείνουν από αυτά που γνωρίζουν και να εφαρμόσουν δημιουργικά τις γνώσεις τους σε νέες καταστάσεις, ακριβώς, δηλαδή, τα πράγματα που απαιτεί ο σύγχρονος κόσμος από τους ανθρώπους.

– Για την υποχώρηση των επιδόσεων των μαθητών στην Ελλάδα δεν ευθύνεται μόνο η πανδημία COVID και η δημόσια δαπάνη ανά μαθητή. Φέρνει ως παράδειγμα, την Τουρκία και το Βιετνάμ, χώρες με χαμηλότερη δαπάνη ανά μαθητή, οι οποίες όμως αποδίδουν καλύτερα στις εξετάσεις PISA.

– Πρέπει η ίδια η Ελλάδα να αποφασίσει ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να κάνει στα σχολεία της και προσθέτει ότι “ο ΟΟΣΑ έχει ήδη συνεργαστεί εκτενώς με την Ελλάδα για λύσεις”. Φέρνει ως παράδειγμα μεταρρύθμισης την παροχή αυτονομίας σε κάθε σχολείο για να επιλέγει το ίδιο τους εκπαιδευτικούς που θα μπουν στην τάξη για να διδάξουν τους μαθητές. Λέει χαρακτηριστικά ότι στην Ελλάδα, “το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολείο όπου οι διευθυντές έχουν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι 60%”.

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του στελέχους του ΟΟΣΑ.

Σχεδιάζοντας την Εκπαιδευτική Απάντηση της Ελλάδας στις Πραγματικότητες του 21ου αιώνα

Του Andreas Schleicher*

Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιοποίηση αναδιαμορφώνουν γρήγορα τον κόσμο, είναι ζωτικής σημασίας η διδασκαλία και η μάθηση να καινοτομούν για να διασφαλιστεί ότι η εκπαίδευση παραμένει σε διαρκή σχέση με τις παραπάνω εξελίξεις. Το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) χρησιμεύει ως πυξίδα, καθοδηγώντας τις χώρες προς αποτελεσματικές εκπαιδευτικές πολιτικές, επιτρέποντας στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να συγκρίνουν τα εκπαιδευτικά συστήματα 81 χωρών και οικονομιών. Στα τελευταία αποτελέσματα, η Ελλάδα σημείωσε πτώση στη μέση επίδοσή της στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις θετικές επιστήμες – πέφτοντας στα χαμηλότερα επίπεδα που έχει καταγράψει ποτέ η PISA.

Ενώ η πανδημία COVID-19 είναι ένας παράγοντας που πιθανότατα επηρέασε τα αποτελέσματα, η Ελλάδα έχει δει μαθητές να σημειώνουν χαμηλότερες βαθμολογίες εδώ και αρκετό καιρό. Αυτή η φθίνουσα τάση είναι επίσης εμφανής σε πολλές άλλες χώρες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι επιδόσεις των μαθητών μειώνονται στην κατανόηση κειμένου και τις θετικές επιστήμες τουλάχιστον από το 2009. Αυτό δείχνει ότι τα υποκείμενα, μακροπρόθεσμα ζητήματα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη για την πτώση στις επιδόσεις. Δεν οφείλεται μόνο στον COVID.

Αυτό φυσικά έχει σημασία γιατί τα σχολεία μας σήμερα διαμορφώνουν τις οικονομίες, τις κοινωνίες και τις δημοκρατίες του αύριο. Τα μαθηματικά, η κατανόηση κειμένου και οι θετικές επιστήμες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της εκπαίδευσης, παρέχοντας στα παιδιά απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις που είναι καθοριστικές για την προσωπική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική ανάπτυξη. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα μιας βαθμολογίας κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ σε αυτά τα βασικά θέματα. Είναι σημαντικό ότι αυτό δεν αφορά μόνο τα αποτελέσματα σε φτωχά σχολεία σε φτωχές γειτονιές. Μάλιστα, οι διαφορές επιδόσεων μεταξύ των ελληνικών σχολείων είναι εντυπωσιακά μικρές. Οι χαμηλές επιδόσεις στην Ελλάδα είναι ένα θέμα για πολλούς μαθητές, σε πολλά σχολεία, σε πολλές γειτονιές.

Δεν είναι ότι οι Έλληνες μαθητές δεν μαθαίνουν τίποτα. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες μαθητές είναι πολύ καλοί στην αναπαραγωγή του περιεχομένου που έχουν μάθει. Αλλά ο σύγχρονος κόσμος δεν μας ανταμείβει πλέον μόνο για αυτά που γνωρίζουμε –η Google ξέρει τα πάντα– αλλά για όσα μπορούμε να κάνουμε με αυτά που γνωρίζουμε. Και οι Έλληνες μαθητές αγωνίζονται όταν πρέπει να προεκτείνουν από αυτά που γνωρίζουν και να εφαρμόσουν δημιουργικά τις γνώσεις τους σε νέες καταστάσεις, ακριβώς, δηλαδή, τα πράγματα που απαιτεί ο σύγχρονος κόσμος από τους ανθρώπους.

H PISA δείχνει ότι παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, σημειώθηκε μείωση στο ποσοστό των Ελλήνων μαθητών που ανέφεραν ότι ο δάσκαλος έδειχνε ενδιαφέρον για τη μαθησιακή πορεία κάθε μαθητή και τους παρείχε επιπλέον βοήθεια. Πολλοί μαθητές μελετούν επίσης μαθηματικά σε ένα πειθαρχικό κλίμα που δεν είναι ευνοϊκό για τη μάθηση. Το 2022, περίπου το 35% των μαθητών στην Ελλάδα ανέφεραν ότι δεν μπορούν να αποδώσουν καλά στα περισσότερα ή σε όλα τα μαθήματα. Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό δεν ακούει τι λέει ο δάσκαλος στην τάξη (43%).

Φυσικά, αυτά είναι απλώς μια μικρογραφία ορισμένων από τα ευρήματα της PISA, και αυτό πρέπει να αναλυθεί μέσα σε ένα οικονομικό πλαίσιο. Μετά την οικονομική κρίση πριν από μια δεκαετία, η Ελλάδα γνώρισε σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα σημαντικές περικοπές στον τομέα της εκπαίδευσης. Σήμερα, η σωρευτική δαπάνη ανά μαθητή στην Ελλάδα, για μαθητές ηλικίας από 6 έως 15 ετών, είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Αυτές οι μειώσεις χρηματοδότησης είχαν προφανώς συνέπειες για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τη μάθηση των μαθητών, αλλά η έλλειψη δαπανών από μόνη της δεν μπορεί να είναι ο μόνος λόγος που η Ελλάδα να υστερεί. Η Ελλάδα εξακολουθεί να ξεπερνά τις δαπάνες της Τουρκίας και του Βιετνάμ ανά μαθητή, χώρες οι οποίες πέτυχαν υψηλότερα αποτελέσματα στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις θετικές επιστήμες.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Αυτό εναπόκειται σε άλλους να το αποφασίσουν, αλλά ο ΟΟΣΑ έχει ήδη συνεργαστεί εκτενώς με την Ελλάδα για λύσεις. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχουν περισσότερη πραγματική αυτονομία για να επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα για τους μαθητές. Στην Ελλάδα, το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολείο όπου οι διευθυντές έχουν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι 60%. Η βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας θα πρέπει επίσης να αποτελεί προτεραιότητα, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της κατάρτισης των εκπαιδευτικών και της επαγγελματικής τους εξέλιξης. Αν και δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις, η PISA προσφέρει έναν πολύτιμο πόρο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ώστε να αντλούν έμπνευση από άλλα έθνη. Είναι σημαντικό να αναλύονται όλα τα δεδομένα και να διασφαλίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στην αντιμετώπιση κομβικών αδυναμιών. Βλέποντας πέρα από τα σύνορά της, η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα, την ισότητα και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης και να διασφαλίσει ότι όλοι οι νέοι έχουν ένα ευημερούν μέλλον.

* O κ. Andreas Schleicher είναι Διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), το οποίο αξιολογεί τις δεξιότητες 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις θετικές επιστήμες σε 81 χώρες και οικονομίες.