: «Οι μαθητές μας εθίζονται στην αποστήθιση» – Γιατί πήραμε κάτω από τη βάση – «Στο σχολείο δεν μας βοηθούν να αγαπήσουμε τα μαθήματα. Τα περισσότερα σχολεία δεν διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές, για παράδειγμα εργαστήρια, άρα οι μαθητές μαθαίνουν μόνο τη θεωρία. Πώς θα καταλάβουν αν δεν δουν παραδείγματα;».

Συγκεκριμέμα, η Αλίκη Μυγδάλη είναι μαθήτρια της Γ΄ Γυμνασίου και μέσα σε λίγες λέξεις συμπύκνωσε μια σειρά από παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης, η οποία ήρθε στην επικαιρότητα λόγω των κακών επιδόσεων των Ελλήνων δεκαπεντάχρονων μαθητών σε τρεις δεξιότητες: την Κατανόηση Κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες.

Μιλώντας στην «Κ», η 15χρονη μαθήτρια επισημαίνει μεταξύ άλλων το, δίνοντας ένα απλό παράδειγμα: «Αν δεν υπάρχει καλή θέρμανση, πώς θα κάνουν τα παιδιά μάθημα, όταν κι ο ίδιος ο δάσκαλος δεν νιώθει καλά;».

Δίπλα της κάθεται η 17χρονη Χριστίνα Κουλεδάκη, μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια συμμετέχει στο International Baccalaureate (ΙΒ) κι έτσι έχει τη δυνατότητα της σύγκρισης με όσα έκανε έως την Α΄ Λυκείου. «Παρατήρησα ότι τα βιβλία στο ΙΒ είναι γραμμένα καλύτερα, με παραδείγματα – μπορούμε να καταλαβαίνουμε τι λένε πιο εύκολα. Εχουμε ως υποχρεωτικά δύο μαθήματα του ελληνικού σχολείου – Ιστορία και Λογοτεχνία, και έτσι όπως είναι γραμμένα αυτά τα βιβλία, με παρωχημένο τρόπο, η κατανόηση είναι πιο δύσκολη».

Η Αλίκη Μυγδάλη σημειώνει ότι το σχολείο κατ’ αρχάς στοχεύει στο να ολοκληρωθεί η ύλη: «Αυτός ο τρόπος δεν μας βοηθά να αγαπήσουμε τα μαθήματα». Και συμπληρώνει: «Στο σχολείο πάμε για να μάθουμε την ύλη που μετά θα διαβάσουμε στο σπίτι…». Από την πλευρά της, η Χριστίνα Κουλεδάκη τονίζει ότι στο ΙΒ «ο καθένας πρέπει να διαβάσει όσα κάναμε στο σχολείο», επισημαίνοντας την αξία του ελεύθερου χρόνου και των εξωσχολικών δραστηριοτήτων. «Στην Α΄ Λυκείου κοιτούσαμε πώς να αντιγράψουμε τις εργασίες ο ένας από τον άλλο…».

Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΟΣΑ (Programme for International Student Assessment – PISA), ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων του 2022 στην Ελλάδα μειώθηκε σε σύγκριση με το 2018 και στα τρία πεδία εξέτασης: τα Μαθηματικά, την Κατανόηση Κειμένου και τις Φυσικές Επιστήμες. Η απότομη πτώση ανάμεσα στο 2018 και το 2022 επιβεβαίωσε και ενίσχυσε μια μείωση, η οποία έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.

Στον διαγωνισμό PISA οι μαθητές δεν εξετάζονται σε θέματα που αντιστοιχούν σε μοναδικό βιβλίο ή σε συγκεκριμένη ύλη, αλλά έχουν σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να αναδεικνύονται οι γενικές γνώσεις, η συνδυαστική σκέψη και η αντιληπτική ικανότητα.

Η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτόν τον διαγωνισμό από το 2000 και τα αποτελέσματα είναι πάντα απογοητευτικά. Στις εξετάσεις του 2022 οι Ελληνες μαθητές είχαν επίδοση κάτω από τον μέσο όρο των 81 χωρών που συμμετείχαν και στα τρία μαθήματα. Στην κύρια έρευνα έλαβαν μέρος περίπου 690.000 μαθητές.

Εθισμός στην αποστήθιση

«Ο διαγωνισμός αυτός έχει βγει με κάποιες διεθνείς σταθερές, που δεν ταιριάζουν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ή, ορθότερα, δεν τις ικανοποιεί και δεν τις “κυνηγά” το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που έχει μείνει πολλές δεκαετίες πίσω ως προς τη στοχοθεσία του και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις νέες επιλογές του ΟΟΣΑ», λέει στην «Κ» ο φιλόλογος Αντώνης Μιχαηλίδης, διευθυντής του 5ου Λυκείου Αχαρνών. «Είμαστε σε διαφορετική φάση, έχουμε διαφορικό βηματισμό. Είμαστε ακόμα στο παραδοσιακό σχολείο που επιδιώκει την αποστήθιση ενόψει των πανελλαδικών, στην αποστήθιση ενόψει των εξετάσεων του τριμήνου και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί –και κυρίως τα φροντιστήρια– εθίζουν τα παιδιά στην αποστήθιση».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η άποψη του Κυριάκου Κυριακούλη, γενικού διευθυντή του «Ροδίων Παιδεία». «Ενας μαθητής στην Ελλάδα εξαρτά πάρα πολύ την πρόοδό του από την αποστήθιση, αυτό δεν έχει κλονιστεί και παραμένει κυρίαρχο στα ελληνικά σχολεία. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις παραμένουν εξαιρέσεις. Ο κανόνας είναι τα παιδιά να μάθουν μία συγκεκριμένη μέθοδο, για να μπορούν να λύσουν μερικές ασκήσεις και να μπορούν να ανταποκριθούν σε ένα σύστημα συγκεκριμένων εξετάσεων. Ακόμα και η αποστήθιση, που δεν είναι ακριβώς η παπαγαλία, αλλά να μάθουν μία μέθοδο, ούτε αυτό βοηθάει στην κριτική και δημιουργική σκέψη, μολονότι αυτό είναι το ζητούμενο».

«Το πρόβλημα της κατανόησης κειμένου είναι ένα θέμα που μας απασχολεί σήμερα, αλλά οι αιτίες του βρίσκονται στο χθες και στο προχθές», δήλωσε –από την πλευρά του– στην «Κ» ο κριτικός λογοτεχνίας – γραμματολόγος Αλέξης Ζήρας, προσθέτοντας ότι κι άλλες χώρες πέραν της Ελλάδας είχαν προβλήματα ως προς την ταξινόμηση και την εμβάθυνση στα κείμενα. «Οσο περισσότερο λειτουργεί η αποστήθιση, τόσο περισσότερο είναι κατακερματισμένη και αποσπασματική η γνώση των πραγμάτων, όχι μόνο στις μικρές ηλικίες αλλά και στις μεγάλες, και στα πανεπιστήμια ακόμα».

Ο κ. Ζήρας τονίζει ότι η απομνημόνευση είναι ένα θέμα που μας ταλανίζει επί χρόνια σε όλες τις βαθμίδες, σχολιάζοντας ότι «αυτός είναι από τους λόγους που τα παιδιά σιχαίνονται την Ιστορία, την Κοινωνιολογία, κάθε γνώση η οποία θα πρέπει να επιβάλλει την απομνημόνευση χρονολογιών, ονομάτων κι ούτω καθεξής».

Οι… υπερπαραγωγές ασκήσεων

Ο κ. Μιχαηλίδης κάνει λόγο για μία αντιφατική κατάσταση. «Τα διδασκόμενα αντικείμενα, ιδιαίτερα στις θετικές επιστήμες στο Λύκειο, είναι πολύ υψηλού επίπεδου σε σύγκριση με την Ευρώπη. Τα Μαθηματικά που κάνουμε εμείς στο Λύκειο, τα κάνουν στο 2ο ή το 3ο έτος των πανεπιστημίων. Οταν βγαίνουν τα παιδιά τα δικά μας έξω, έχουν ένα υψηλό επίπεδο, αλλά δεν είναι ότι κέρδισαν από την αποστήθιση που εθίστηκαν κατά τη διάρκεια του Λυκείου, είναι διότι προσωπικά είχαν μια οικογενειακή παράδοση ή ροπή στις θετικές επιστήμες, μπήκαν και σε αυτό το κανάλι της εντατικής αποστήθισης, άρα βγαίνουν με κάποια προσόντα που τα παίρνουν στο εξωτερικό σαν προίκα, αν και έχουν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ εδώ μαθαίνοντας στεγνά και έξω από την πραγματικότητα πράγματα».

Ο ίδιος εντοπίζει πρόβλημα και στις ασκήσεις: «Στις θετικές επιστήμες τα ερωτήματα που τίθενται δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, όπως ας πούμε στον διαγωνισμό PISA που σου λέει: έχω ένα οικόπεδο που είναι τετράγωνο και θέλω να φτιάξω ένα σπίτι και μία αποθήκη, θέλω να τα βάλω κατάλληλα ώστε να ταιριάξουν. Εδώ έχουμε μεγαλοκατασκευές, υπερπαραγωγές ασκήσεων, που δεν ξέρει κανείς πώς τις σκέφτηκε αυτός που τις παρήγαγε. Είναι εκτός πραγματικότητας, γίνονται απλώς και μόνο για τις εξετάσεις. Είναι δηλαδή ad hoc ασκήσεις».

Δυσανεξία στην αξιολόγηση

Ο κ. Κυριακούλης βάζει στη συζήτηση και την ανεπαρκή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. «Οι εκπαιδευτικοί που αποφοιτούν από τα ελληνικά πανεπιστήμια, αν εξαιρέσω τα παιδαγωγικά, οι υπόλοιποι –φυσικός, φιλόλογος, μαθηματικός, χημικός κ.λπ.- έχουν πάρει ένα πτυχίο που πιστοποιεί κάποιες γνώσεις και σε καμία περίπτωση δεν πιστοποιεί ότι μπορούν να διδάξουν, να γίνουν εκπαιδευτικοί. Και δη με τις απαιτήσεις τη σύγχρονης εποχής, που τα πράγματα αλλάζουν και το αίτημα είναι διαφορετικό απ’ ό,τι 50 χρόνια πριν».

Παρατηρεί ότι «η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι το μεγάλο εμπόδιο», τονίζοντας ότι πρέπει να πειστεί ο εκπαιδευτικός ότι είναι προς το συμφέρον του, ακόμα κι αν εργαστεί αρχικά περισσότερο, καθώς στη συνέχεια «θα απολαύσει τους καρπούς της εργασίας του, η παρουσία του μέσα στην τάξη θα είναι εποικοδομητική, θα έχει ανταπόκριση, τα παιδιά θα θέλουν να πάνε στο σχολείο – τώρα βλέπουμε μαθητές να θέλουν να απομακρυνθούν από τα σχολεία, διότι είναι μακριά από την εποχή τους». Και προσθέτει: «Αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, εκπαιδευτικούς παραιτημένους, με κατάθλιψη, που σχηματίζουν μια άλλη εντύπωση για τους μαθητές, οπότε και η ίδια τους η δουλειά δεν πρέπει να τους ευχαριστεί».

Οσον αφορά δε στην αξιολόγηση των μαθητών, υπογραμμίζει με έμφαση το πρόβλημα λέγοντας ότι γίνεται με αριθμητική κλίμακα. «Αυτό δεν βοηθάει, γιατί δεν γίνεται περιγραφική αξιολόγηση ή δεν υπάρχουν άλλα συστήματα αξιολόγησης, όπως ένα πρότζεκτ, μια ερευνητική εργασία, μια κατασκευή, μία εφεύρεση. Εχουμε μια αξιολόγηση που μπορεί να γίνει μονάχα με ένα τεστ, με ένα διαγώνισμα».
«Βασιλικότεροι του βασιλέως στις ψηφιακές τεχνολογίες»

Ο Αλέξης Ζήρας θεωρεί ότι ως χώρα και εκπαιδευτικό σύστημα «έχουμε υπερκεράσει άλλες χώρες, έχουμε γίνει βασιλικότεροι του βασιλέως στο να κατεβάζουμε τις ψηφιακές τεχνολογίες σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Δουλεύουμε με κομπιούτερ ακόμα και στα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία, αυτό είναι καταστροφικό». Επισημαίνει ότι στις σκανδιναβικές και σε άλλες χώρες επικρατεί η άποψη ότι τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες πρέπει να έχουν μία σχέση διαφορετική με το κείμενο, όχι μια αντίληψη κατακερματισμένη. «Τρέχουμε περισσότερο από όσο χρειάζεται στο θέμα των ψηφιακών τεχνολογιών. Θα πρέπει να αρχίσουν να μας ενδιαφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες από τη μέση του δημοτικού και μετά», εκτιμά.

«Το μοναδικό, το καταραμένο βιβλίο»

«Οταν έχεις ένα βιβλίο υπάρχει πρόβλημα – γιατί δεν αλλάζει;» αναρωτιέται ο διευθυντής του 5ου Λυκείου Αχαρνών Αντώνης Μιχαηλίδης, υπενθυμίζοντας την προσπάθεια αλλαγής που επιχειρήθηκε επί Αρσένη και αντέδρασαν οι εκπαιδευτικοί, «που δεν ήθελαν να ξεβολευτούν και να διδάξουν το αντικείμενο, αλλά ήθελαν να διδάξουν ένα βιβλίο». Αντέδρασαν επίσης τα φροντιστήρια, «που ήθελαν να περιορίσουν το αντικείμενο που θα διδάξουν για να μην υπάρχουν δυσκολίες και απαιτήσεις».

«Αυτό πρέπει να αλλάξει, κι από εκεί πρέπει να αρχίσουμε: Να καταργηθεί το μοναδικό, το καταραμένο ένα βιβλίο, για να μπορέσουμε να πάμε σε ύλη και όχι σε εγχειρίδιο. Εμείς –ο εκπαιδευτικός κλάδος– μπορούμε να εκπαιδευτούμε, να δουλεύουμε με την ύλη κι όχι το εγχειρίδιο. Κάποιος πρέπει να μας βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και μετά θα ωφεληθεί η ελληνική κοινωνία, γιατί θα ωφεληθούν οι μαθητές», παρατηρεί ο κ. Μιχαηλίδης.

«Η ενεργητική μάθηση είναι η λύση»

Ο γενικός διευθυντής του Ροδίων Παιδεία αναφέρει ότι υπάρχει κατακερματισμός των μαθημάτων, γεγονός που δεν βοηθάει τον μαθητή στο να έχει μια συνολική ματιά. «Η αξιολόγηση PISA είναι συγκεκριμένη: Λέει, οι μαθητές μπορούν να εφαρμόσουν μαθηματικές γνώσεις στην καθημερινή τους ζωή; Μπορούν να αντιληφθούν τα φυσικά φαινόμενα ή να κατανοήσουν αυτό που διαβάζουν; Αν σε αυτά είμαστε σε τόσο χαμηλή επίδοση, σημαίνει ότι δυσκολευόμαστε μετά να παράγουμε καινοτομία και πλούτο στη χώρα. Αυτό θα δυσκολεύει την ευημερία της χώρας».

Ο Κυριάκος Κυριακούλης καταλήγει με τη δική του πρόταση, που βασίζεται στην πολυετή εμπειρία του στον στίβο της εκπαίδευσης: Ζητεί τη μετάβαση σε ενεργητική μάθηση, σημειώνοντας ότι πρέπει «μέσα στην τάξη να υπάρχουν δραστηριότητες που να εμπλέκουν τους μαθητές. Τώρα είναι παθητικοί δέκτες, είτε στο σχολείο είτε στο φροντιστήριο. Πρέπει να υπάρχουν σύγχρονα εργαλεία μάθησης, όχι μόνο ο υπολογιστής. Μιλάμε επίσης για εργαλεία όπως είναι η περιγραφική αξιολόγηση του μαθητή. Δεν είναι δυνατόν να αξιολογείς ένα μαθητή με ένα βαθμό, πρέπει να έχεις κριτήρια, να μπορείς να αξιολογήσεις το επίπεδό του, πού βρίσκεται και τι πρέπει να κάνει για να πάει στο επόμενο».

«Να οξύνουμε την κριτική μας ικανότητα»

Ο Αλέξης Ζήρας αναφέρεται στον μεγάλο όγκο της σχολικής ύλης. «Υπάρχει μια προτίμηση και μια κατεύθυνση προς αυτή την αρνητική παιδευτική πρακτική, δηλαδή να μαθαίνουμε πολλά πράγματα κι οριζόντια, κι όχι λιγότερα και σε βάθος. Η γνώση λιγότερων πραγμάτων και σε βάθος συντελεί σε ένα πάρα πολύ βασικό πράγμα: Η εμβάθυνση οδηγεί στην απουσία της προχειρότητας και την πρόοδο της κριτικής ικανότητας – όσο πιο βαθιά μαθαίνουμε κάποια πράγματα, τόσο περισσότερο οξύνουμε την κριτική μας ικανότητα πάνω σε αυτά τα πράγματα, είτε μέσω της διδασκαλίας είτε μέσω της συζήτησης στην τάξη».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ