Μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες που έχει επιβάλλει και στη χώρα μας η πανδημία, η Υπουργός Παιδείας της σκληρής δεξιάς και νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Μητσοτάκη παρουσίασε πριν λίγες ημέρες ένα που επιχειρεί να επιφέρει σοβαρές αντιδραστικές αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Τις επόμενες μέρες θα προχωρήσουμε σε μια αναλυτική παρουσίαση των κύριων σημείων του Νομοσχεδίου. Θα ξεκινήσουμε από την επαναφορά της .

ΕΑΚ – Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση Πελοποννήσου

(Αγωνιστικές Παρεμβάσεις – Αγωνιστική Ριζοσπαστική Ενότητα – ανένταχτοι)

Η επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας (ΤΘΔΔ) από την επόμενη σχολική χρονιά για την Α’ Λυκείου και σταδιακά για όλο το Λύκειο, θυμίζει έντονα τη γνωστή ρήση του Μάρξ, περί της επανάληψης της Ιστορίας ως φάρσα. Πως να υποδεχτούμε άλλωστε έναν θεσμό, ο οποίος ήρθε από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ το 2013, δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα, άφησε μια έντονη οσμή οικονομικού σκανδάλου, απορρίφθηκε από την εκπαιδευτική κοινότητα και τελικά καταργήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015;;;

Η ύπαρξη μιας online βάσης ασκήσεων-θεμάτων όπου οι εκπαιδευτικοί μπορούν να χρησιμοποιούν και να εντάσσουν, όπως αυτοί εκτιμούν, στο μάθημα τους, δεν είναι εκ των προτέρων κάτι κακό. Ίσα – ίσα θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο και βοηθητικό εργαλείο. Όμως, ο τρόπος που το Υπουργείο επαναφέρει την Τράπεζα Θεμάτων δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Για τα εξεταζόμενα μαθήματα των προαγωγικών εξετάσεων των μαθητών της Α′ και Β′ τάξης κάθε τύπου Λυκείου, καθώς και των απολυτήριων εξετάσεων της Γ′ τάξης κάθε τύπου Λυκείου επιλέγονται υποχρεωτικά θέματα εξετάσεων κατά το ήμισυ από Τράπεζα Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας (Τ.Θ.Δ.Δ.). Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής της θα καθοριστούν με Απόφαση του Υπουργείου, τις συνέπειές της όμως και τις έχουμε δει και μπορούμε να τις φανταστούμε. Πάμε ξανά λοιπόν…

Απορρίπτουμε την τράπεζα θεμάτων, γιατί :

1) Εντείνει τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του σχολείου, εις βάρος της έρευνας, του πειραματισμού, της ανακάλυψης της γνώσης, της χαράς της μάθησης, της ολόπλευρης μόρφωσης. Το Λύκειο μετατρέπεται σε εξεταστικό κέντρο, οι προαγωγικές εξετάσεις σε μίνι-πανελλήνιες και οι μαθητές σε κυνηγοί αποτελεσμάτων. Όλες οι στρεβλώσεις που έχουμε δει να συμβαίνουν από τη «θεοποίηση» των πανελλαδικών εξετάσεων (αποστήθιση, φορμαλισμός, άγχος επίδοσης, φροντιστήρια, απαξίωση τελικά της γενικής γνώσης και εν γένει του σχολείου ) θα «κατέβουν» αναπόφευκτα στις μικρότερες τάξεις.

2) Αφαιρεί την πρωτοβουλία και την ελευθερία από τον/την εκπαιδευτικό, να διαχειριστεί όπως νομίζει καλύτερα το αντικείμενό του/της. Εκ των πραγμάτων, θα ρίχνουμε το βάρος στα θέματα της Τράπεζας, με αποτέλεσμα το μάθημα να φροντιστηριοποιείται – τυποποιείται.

3) Σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που προβλέπει το νομοσχέδιο, όπως η αύξηση της βάσης προαγωγής στο 10 (από 9,5) και η αύξηση των γραπτώς εξεταζόμενων μαθημάτων (κατά ένα στο Λύκειο και κατά τρία στο Γυμνάσιο), θα ορθώσει νέα εμπόδια σε μαθητές/τριες που αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρές δυσκολίες να παρακολουθήσουν και να ολοκληρώσουν το Σχολείο. Γνωρίζοντας ότι αυτά τα παιδιά προέρχονται κατά βάση από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με προβλήματα που πηγάζουν από το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και πολλές φορές το γλωσσικό υπόβαθρο των οικογενειών τους, καταλαβαίνουμε ότι η Τράπεζα Θεμάτων αποτελεί έναν ακόμα ταξικό φραγμό στη μόρφωση.

4) Δημιουργεί ένα πεδίο σύγκρισης των επιδόσεων των μαθητών, καθώς τα θέματα ως ένα βαθμό είναι κοινά σε όλα τα σχολεία. Αγνοώντας βέβαια τις τεράστιες κοινωνικές διαφορές από σχολείο σε σχολείο και από περιοχή σε περιοχή, έρχεται να «κουμπώσει» εξαιρετικά με την Αξιολόγηση, τόσο της σχολικής μονάδας, όσο και του εκπαιδευτικού, που προωθεί επίσης το ίδιο νομοσχέδιο. Καλά και κακά σχολεία λοιπόν, καλοί και κακοί εκπαιδευτικοί, ανάλογα με τις επιδόσεις των παιδιών και το όποιο παιδαγωγικό κλίμα εμπιστοσύνης χτίζουμε στην τάξη, πάει περίπατο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εδώ και χρόνια στις περίφημες εκθέσεις του ΟΟΣΑ, η Τράπεζα Θεμάτων «πάει πακέτο» με όλα τα υπόλοιπα αντιδραστικά μέτρα που αυτός προτείνει (και οι πρόθυμες κυβερνήσεις τελικά επιβάλλουν).