Πριν ακόμα πάω στο σχολείο τα είχα αγαπήσει. Ήξερα μόνο τα σχολικά βιβλία. Δεν πρέπει να ήξερα ότι υπάρχουν και εκτός σχολείου βιβλία, πριν πάω στο Δημοτικό.

Του

Σε εκείνες τις δύσκολες εποχές της αγροτικής ζωής δεν υπήρχαν ούτε καν ως ιδέα εξωσχολικά βιβλία στις φτωχές χαμοκέλες.

Είχα την ευλογία να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο – χάρη στη μεγαλύτερη από εμένα αδελφή μου. Και εκείνη την εποχή ήταν πολύ σπάνια μια τέτοια περίπτωση. Ήταν τότε που οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί και η βέργα ήταν πάντα ή στην έδρα ή μαζί με τις κιμωλίες στο κάτω μέρος του πίνακα. Και φυσικά η σχέση με το σχολείο και με το βιβλίο δεν ήταν για τους περισσότερους μια όμορφη σχέση αλλά μια ανάγκη ή και ένας καταναγκασμός.

Σαν είδα αργότερα στο σχολείο μια μικρή εγκυκλοπαίδεια, που είχε μέσα καθετί το χρήσιμο, τότε άρχισα να ονειρεύομαι βιβλία, πολλά βιβλία. Και όταν είχα αρχίσει να επιθυμώ κάποιο δικό μου σπιτικό, το επιθύμησα για να το γεμίσω με βιβλία. Ζήλευα τη μπάλα αλλά έλα που δεν με άφηναν οι γονείς μου και πιο πολύ η μάνα μου, οπότε το βιβλίο έγινε το μόνο παιδικό όνειρό μου, που θρεφόταν και θέριευε όλο και πιο πολύ με το πέρασμα των χρόνων.

Όταν αγαπάς κάτι πολύ, όταν έχεις πάθος μαζί του, τότε αυτό σε παίρνει αγκαλιά! Σου χαρίζει την ψυχή του – ας φαίνεται άψυχο. Αυτό που έχει μέσα του, σαν το γνωρίσεις, σε ταξιδεύει ακόμα και όπου δεν μπορείς να φανταστείς. Και ενώ νομίζεις ότι σου μαθαίνει χίλια δυο πράγματα, ότι σε κάνει συμμέτοχο σε άπειρα δημιουργήματα του ανθρώπου, δεν είναι αυτά τα πιο σπουδαία του δώρα.

Τα μεγάλα του δώρα είναι ότι σε βοηθά να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Σε εξευγενίζει. Σου φωτίζει τη ζωή σου. Είναι μόνιμος σύντροφός σου. Πλουτίζει τον ατέλειωτο μονόλογο που κάνεις με τον εαυτό σου. Σε βοηθά να βρίσκεις διαρκώς τους ατέλειωτους δρόμους των Γραμμάτων – τους πιο σπουδαίους δρόμους που μπορείς να βρεις στον κόσμο -, να ανοίγεις όλο και πιο νέους ορίζοντες στο πνεύμα σου.

Με τα βιβλία ζεις δύο ζωές. Και συναντιούνται αυτές οι ζωές συχνά – πυκνά και τότε κάνεις θαύματα. Δημιουργήματα ξένα και δικά σου – που δεν ξέρεις πόσο είναι δικά σου και πόσο ξένα – ξεπετάγονται διαρκώς σαν θερμοπίδακες στους χιονισμένους τόπους της Ισλανδίας.

Και είσαι σε διαρκή έκσταση. Σαν να βρίσκεις διαρκώς ξέφωτα. Δεν σε νοιάζουν όλα αυτά που λέγονται περί ευτυχίας ή ευημερίας. Ξέρεις ότι είναι τόσο φτωχά, τόσο μηδαμινά μπροστά στα βιβλιοβιώματά σου και στον κόσμο των πνευματικών φαντασιώσεών σου. Αναρωτιέσαι γιατί δεν βλέπουν όλοι οι άνθρωποι πόσο εύκολα είναι να ζεις δύο ζωές και πόσο όμορφες είναι – μέσα στους χρόνους μιας ζωής που σου δίνει η φύση.

Ένα πράγμα σε φοβίζει. Μην έρθει κάποια στιγμή που θα είσαι ανήμπορος να διαβάζεις, που θα χάσεις τη μια ζωή σου, που θα έχεις ορφανέψει από τον ίδιο σου τον εαυτό. Αναρωτιέσαι πώς θα είναι τότε ο δικός σου κόσμος, ποια θα είναι η πραγματικότητά σου.

Θα σου αρκεί να κρατάς στην αγκαλιά σου τα πιο αγαπημένα σου βιβλία εναλλάσσοντάς τα, χαϊδεύοντας τα εξώφυλλά τους και με την αφή των ακροδακτύλων σου να ψυχανεμίζεσαι όχι μόνο με τα δικά τους μηνύματα μα πιο πολύ τους διαλόγους που είχες μαζί τους; Θα είναι αυτό μια καινούργια ομορφιά ή έστω μια κάποια παρηγοριά; Ποιος να ξέρει…