: Σε νέο διάγγελμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο. Το εμπάργκο θα περιλαμβάνει ρωσικό , υγροποιημένο φυσικό αέριο και άνθρακα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου αποφασίστηκε «σε στενή συνεννόηση» με τους συμμάχους

«Σήμερα ανακοινώνω το πιο ισχυρό χτύπημα στην κεντρική αρτηρία της ρωσικής οικονομίας. Ένα ακόμα ισχυρό χτύπημα για την πολεμική μηχανή του Πούτιν», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός πρόεδρος.

«Προχωράμε με αυτό το πλάνο αντιλαμβανόμενοι πως πολλοί από τους Ευρωπαίους συμμάχους μας δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν. Είμαστε χώρα που εξάγει ενέργεια, μπορούμε να κάνουμε αυτό το βήμα, την ώρα που άλλες χώρες δεν μπορούν», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τζο Μπάιντεν για τη λήψη της απόφασης να μπει εμπάργκο στην εισαγωγή πετρελαίου από τη Ρωσία.

«Όταν μίλησα πρώτη φορά για αυτόν τον πόλεμο, είχα αναφέρει ότι το να υπερασπιστούμε την ελευθερία θα κοστίσει. Θα κοστίσει και σε εμάς λοιπόν», συνέχισε ο Τζο Μπάιντεν.

«Οι ΗΠΑ θα επιμεριστούν το κόστος περίθαλψης προσφύγων», σχολίασε μεταξύ άλλων.

«Ο πόλεμος του Πούτιν βλάπτει ήδη τις αμερικανικές οικογένειες στην αντλία βενζίνης… Επιτρέψτε μου να πω το εξής: στις εταιρείες πετρελαίου και στις εταιρείες χρηματοδότησης… δεν είναι δικαιολογία να ασκείτε υπερβολικές αυξήσεις τιμών ή να γεμίζετε κέρδη για να εκμεταλλευτείτε αυτήν την κατάσταση ή τους Αμερικανούς καταναλωτές», πρόσθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Σε άλλο σημείο του διαγγέλματος, ο Τζο Μπάιντεν ανέφερε πως «Αποστολές αμυντικών όπλων φτάνουν στην Ουκρανία καθημερινά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και εμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες είμαστε αυτοί που συντονίζουμε την παράδοση παρόμοιων όπλων των συμμάχων και των εταίρων μας— από τη Γερμανία στη Φινλανδία στην Ολλανδία. Το επεξεργαζόμαστε. Παρέχουμε επίσης ανθρωπιστική υποστήριξη στον ουκρανικό λαό».

Στη γραμμή Μπάιντεν και η Βρετανία. Το Λονδίνο ανακοίνωσε επισήμως σήμερα ότι θα τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων μέχρι τα τέλη του 2022, ώστε να δοθεί αρκετός χρόνος στην αγορά και στις επιχειρήσεις για να βρουν εναλλακτικές λύσεις.