Από τα ξημερώματα της Δευτέρας έχει τεθεί σε λειτουργία η πλατφόρμα της ΑΑΔΕ .  Οι περίπου 90.000 επιχειρήσεις που είχαν κάνει έως 21 Απριλίου και τα δάνεια είχαν προεγκριθεί θα δουν σταδιακά τα χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι αιτήσεις θα συνεχιστούν έως τις 15 Μαΐου.

Σημειώνεται πως περισσότερες από 90.000 επιχειρήσεις, με 430.000 εργαζόμενους, που έκλεισαν με κρατική εντολή ή επλήγησαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού, θα ενισχυθούν, μέχρι το τέλος της ερχόμενης εβδομάδας, με περίπου 1 δισ. ευρώ στα πλαίσια της πρώτης φάσης της επιστρεπτέας προκαταβολής.

Η είσοδος στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «myBusinessSupport» διενεργείται με τη χρήση των σχετικών διαπιστευτηρίων του Ο.Π.Σ. TAXISnet της ΑΑΔΕ. Με την είσοδο στην εφαρμογή και την υποβολή της αίτησης, η επιχείρηση πιστοποιεί την ακρίβεια των δηλούμενων στοιχείων και συναινεί στην επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων της ΑΑΔΕ, καθώς και των υποβαλλόμενων στοιχείων, προς τον σκοπό προσδιορισμού του τελικού ύψους ενίσχυσης.

Οι
Δικαιούχοι – λήπτες της ενίσχυσης είναι:

  • ιδιωτικές επιχειρήσεις κάθε νομικής μορφής, συμπεριλαμβανόμενων των ατομικών, ανεξαρτήτως κλάδου, οι οποίες απασχολούσαν έναν (1) έως πεντακόσιους (500) εργαζόμενους, κατά την 31η Μαρτίου 2020 ή
  • ιδιωτικές επιχειρήσεις με τη μορφή ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης εταιρειών και ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΙΚΕ), ανεξαρτήτως κλάδου, οι οποίες δεν απασχολούσαν εργαζόμενους κατά την 31η Μαρτίου 2020, οι οποίες πληρούν σωρευτικά τα παρακάτω κριτήρια:

α) Έχουν την έδρα τους ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, λειτουργούν νομίμως, έχουν πληγεί οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του COVID-19 και έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον στην ειδική πλατφόρμα «», σύμφωνα με την Α.1076/2.4.2020 (Β΄1135) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

β) Έχουν υποβάλει τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ, εφόσον είχαν κατά νόμο υποχρέωση να τις υποβάλουν, ως εξής:
αα) μέχρι και την 2 Απριλίου 2020, έχουν υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2017 και 2018,
ββ) μέχρι και την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, έχουν υποβάλει όλες τις δηλώσεις ΦΠΑ για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2017 μέχρι 31η Μαρτίου 2020.

γ) Δεν έχουν τεθεί σε αδράνεια από την 1η Απριλίου 2019 μέχρι και 2 Απριλίου 2020, όπως αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που τηρούνται στο φορολογικό μητρώο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ή από την υποβολή μηδενικών δηλώσεων Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) καθ’ όλη την περίοδο αυτή.

δ) Για επιχειρήσεις που έχουν δηλώσει έναρξη εργασιών στο φορολογικό μητρώο της ΑΑΔΕ μέχρι την 31η Μαρτίου 2019, να μην έχουν υποβάλει, μέχρι και την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, πιστωτικές δηλώσεις ΦΠΑ με μηδενικές εκροές καθ’ όλη την περίοδο από την 1η Απριλίου 2019 μέχρι και την 31η Μαρτίου 2020.

ε) Δεν έχει ανασταλεί, μέχρι και την έναρξη ισχύος της παρούσας, η χρήση του ΑΦΜ της επιχείρησης για τη διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών σύμφωνα με την απόφαση ΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1200/2015, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει (εξαφανισμένος έμπορος), όπως αυτό προκύπτει από το φορολογικό μητρώο της ΑΑΔΕ.

στ) Εμφανίζουν θετικό κύκλο εργασιών οποιαδήποτε στιγμή από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 31η Μαρτίου 2020, με βάση τα στοιχεία ΦΠΑ ή εισοδήματος, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αν η αιτούσα επιχείρηση είναι υποκείμενη σε ΦΠΑ, ή μη υποκείμενη σε ΦΠΑ ή υποκείμενη και απαλλασσόμενη από το ΦΠΑ.

ζ) Έχουν ληφθεί για αυτές ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19, έχουν δηλαδή ενεργό, ΚΑΔ στις 20 Μαρτίου 2020 έναν από τους αναφερόμενους στο Παράρτημα ΙΙΙ, το οποίο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας, ή των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα ενεργού κατά την 20 Μαρτίου 2020 ΚΑΔ δευτερεύουσας δραστηριότητας από τους αναγραφόμενους στο Παράρτημα ΙΙΙ, όπως αυτά προκύπτουν από την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2018 είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα που αντιστοιχούν στο κύριο στις 20 Μαρτίου 2020 ή παρουσιάζουν μείωση του κύκλου εργασιών τους, ως ακολούθως:

αα) για τις επιχειρήσεις που είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ και τηρούν απλογραφικά βιβλία παρουσιάζουν μείωση κατά 6,70% τουλάχιστον του κύκλου εργασιών ΦΠΑ (κωδικός 312 περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ) κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020, όπως αυτός έχει δηλωθεί στην ειδική πλατφόρμα «myBusinessSupport», σε σχέση με τον κύκλο εργασιών αναφοράς,

ββ) για τις επιχειρήσεις που είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ και τηρούν διπλογραφικά βιβλία παρουσιάζουν μείωση κατά 20,00% τουλάχιστον του κύκλου εργασιών ΦΠΑ (κωδικός 312 περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ) κατά τον μήνα Μάρτιο του 2020, όπως αυτός έχει δηλωθεί στην ειδική πλατφόρμα «myBusinessSupport», σε σχέση με τον κύκλο εργασιών αναφοράς,

γγ) για τις επιχειρήσεις που δεν είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ ή είναι υποκείμενες και απαλλασσόμενες και τηρούν απλογραφικά βιβλία παρουσιάζουν μείωση κατά 6,70% τουλάχιστον του συνόλου ακαθάριστων εσόδων (κωδικός 047 δήλωσης Ε3) κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020, όπως αυτά έχουν δηλωθεί στην ειδική πλατφόρμα «myBusinessSupport», σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα αναφοράς,

δδ) για τις επιχειρήσεις που δεν είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ ή είναι υποκείμενες και απαλλασσόμενες και τηρούν διπλογραφικά βιβλία παρουσιάζουν μείωση κατά 20,00% τουλάχιστον του συνόλου ακαθάριστων εσόδων (κωδικός 047 δήλωσης Ε3) κατά τον μήνα Μάρτιο του 2020, όπως αυτά έχουν δηλωθεί στην ειδική πλατφόρμα «myBusinessSupport», σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα αναφοράς.

Σε όλες τις ανωτέρω υπό αα) έως δδ) υποπεριπτώσεις, διενεργείται στρογγυλοποίηση των ποσοστών μείωσης σε σχέση με τον κύκλο εργασιών αναφοράς ή με τα ακαθάριστα έσοδα αναφοράς, αντίστοιχα, στο δεύτερο δεκαδικό ψηφίο.

η) Δεν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4488/2017 (Α΄137).
Επιπλέον των ανωτέρω κριτηρίων, οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις, κατά περίπτωση:
α) Εφόσον αιτούνται ενίσχυσης δυνάμει του Προσωρινού Πλαισίου, πρέπει να μην ήταν προβληματικές κατά την έννοια του κανονισμού αριθ. 651/2014 (ΕΕ L 187/26.6.2014) στις 31 Δεκεμβρίου 2019, και να μην έχουν στη διάθεσή τους προηγούμενη ενίσχυση η οποία έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο έλεγχος της εν λόγω προϋπόθεσης γίνεται και σε επίπεδο ενιαίας επιχείρησης.
β) Εφόσον αιτούνται ενίσχυσης δυνάμει του Κανονισμού de minimis, πρέπει να μην δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων, ή στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Επιχειρήσεις που έχουν μικτή δραστηριότητα, ήτοι δραστηριοποιούνται σε κάποιον από τους εν λόγω μη επιλέξιμους για ενίσχυση τομείς, και επίσης σε τομέα επιλέξιμο για ενίσχυση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1407/13, δύναται να λάβουν ενίσχυση στο πλαίσιο της παρούσας δυνάμει του εν λόγω Κανονισμού για την επιλέξιμη δραστηριότητά τους, με τις εξής προϋποθέσεις:

αα) η εν λόγω δραστηριότητα εμφανίζει τα μεγαλύτερα έσοδα, όπως αυτό προκύπτει από τη δήλωση φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2018, ή αποτελεί την κύρια δραστηριότητα βάσει κύριου ΚΑΔ εφόσον πρόκειται για επιχείρηση που έχει συσταθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2019 και
ββ) διασφαλίζεται με κατάλληλα μέσα, όπως ο λογιστικός διαχωρισμός των δραστηριοτήτων ή η διάκριση του κόστους, ότι οι δραστηριότητες στους μη επιλέξιμους τομείς δεν τυγχάνουν ενίσχυσης.

Τα ποσά

Το ύψος της ενίσχυσης προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη η διαφορά του κύκλου εργασιών του 2020 με τον κύκλο εργασιών της περιόδου αναφοράς που πολλαπλασιάζεται επί την ποσοστιαία διαφορά εκροών μείον τις εισροές του προηγουμένου έτους και στη συνέχεια από το γινόμενο αφαιρείται ένα ποσό που ισοδυναμεί με τον αριθμό των εργαζομένων που έχει θέσει η επιχείρηση σε αναστολή την 21η Απριλίου 2020 επί 800 διά τρία.

«Το βασικό κριτήριο είναι η μείωση του τζίρου, όχι ολόκληρη όμως, αλλά αυτή που αντιστοιχεί στο λειτουργικό κόστος της επιχείρησης και το περιθώριο κέρδους της (όσο καλύτερα μπορούμε να τα προσεγγίσουμε). Δεν λαμβάνουμε υπόψη, δηλαδή, τα αγαθά και τις υπηρεσίες που συνήθως αγοράζει από τρίτους, για να προσφέρει τα δικά της αγαθά ή υπηρεσίες, όπως αυτά απεικονίζονται στη διαφορά εκροών-εισροών. Στη συνέχεια, αφαιρούμε μέρος του εργατικού κόστους που έχει αναλάβει το κράτος (τα 800άρια των εργαζομένων σε αναστολή δηλαδή, αλλά μόνο κατά το ένα τρίτο, αφού η μείωση του τζίρου αφορά κατά κύριο λόγο το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου)»

Για τα ελάχιστα ποσά της επιστρεπτέας προκαταβολής είπε πως είναι:
α) 2.000 ευρώ για επιχειρήσεις που δεν απασχολούν εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας,
β) 4.000 ευρώ για επιχειρήσεις με 1 έως 5 εργαζόμενους
γ) 8.000 ευρώ για επιχειρήσεις με 6 έως 20 εργαζόμενους
δ) 15.000 ευρώ για επιχειρήσεις με 21 έως 50 εργαζόμενους,
ε) 30.000 ευρώ για επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζόμενους.
Το ανώτατο ύψος ενίσχυσης (ανά επιχείρηση) δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό των 350.000 ευρώ για τις επιχειρήσεις που απασχολούν έως 250 άτομα και το ποσό των 500.000 ευρώ για τις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 250 άτομα.
«Οι επιχειρήσεις που δεν έκαναν για οποιονδήποτε λόγο αίτηση στην παρούσα φάση της επιστρεπτέας προκαταβολή, θα μπορούν να υποβάλουν στην επόμενη, όπου θα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν έλαβαν μέρος στη φάση αυτή, ώστε να μην υπάρχουν κατά το δυνατόν αδικίες για επιχειρήσεις που έχουν πληγεί με παρόμοιο τρόπο», είπε.
Για το επιτόκιο της επιστρεπτέας προκαταβολής είπε πως είναι το βασικό επιτόκιο που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα, προσαυξημένο κατά 109 μονάδες βάσης. Δηλαδή, με σημερινά δεδομένα, κάτω του 1%.
«Η επιστροφή του ποσού αρχίζει από το 2022 – υπάρχει δηλαδή περίοδος χάριτος μέχρι τις 31/12/ 2021 – και θα γίνει σε 40 ισόποσες τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις. Το ποσό της ενίσχυσης θα εμφανίζεται στις οφειλές της επιχείρησης στο TAXISNet», σημείωσε ο κ. Σκυλακάκης.
Κατά τον ίδιο, η επιχείρηση που θα λαμβάνει την επιστρεπτέα προκαταβολή υποχρεούται να διατηρήσει έως την 31η Οκτωβρίου 2020 τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούσε υπό οιοδήποτε καθεστώς απασχόλησης κατά την 30ή Μαρτίου 2020, βάσει των στοιχείων του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ.