Κάθε παιδί λαμβάνει ένα φορητό υπολογιστή από την Πολιτεία, μαζί με διαδικτυακό εκπαιδευτικό υλικό και εικονογραφημένα σχολικά βιβλία: η Ουρουγουάη δείχνει πως γίνεται όταν πρόκειται για ψηφιακή

* της Nicola Abé στο Spiegel International • μετάφραση: Στέργιος Νταής

Δύο εβδομάδες από την πρώτη ημέρα της Amelia στο σχολείο, τον περασμένο Μάρτιο, ξαφνικά δεν μπορούσε να συνεχίσει να πηγαίνει. Το σχολείο της είχε κλείσει εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Όμως για ένα «πρωτάκι» από την Ουρουγουάη, αυτό δεν ήταν σημαντικό θέμα. Έμαθε το αλφάβητο μέσω ψηφιακών μαθημάτων, ενώ διασκέδασε ιδιαίτερα με τα ψηφιακά μαθήματα μαθηματικών, τόσο που έκανε επιπλέον ασκήσεις. Τρεις φορές την εβδομάδα υπήρχαν τηλεδιασκέψεις ώστε να γνωρίσει καλύτερα το δάσκαλο και τους συμμαθητές της. Και με την καθοδήγηση της δασκάλας φυσικής αγωγής, η επτάχρονη Amelia έκανε γυμναστική στο σαλόνι της.

Η Amelia, ωστόσο, δεν είναι μια εύπορη μαθήτρια που φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο. Πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο στο Μοντεβιδέο, την πρωτεύουσα της Ουρουγουάης. Και όπως όλοι οι άλλοι μαθητές της μικρής αυτής χώρας που βρίσκεται ανάμεσα στη Βραζιλία και την Αργεντινή, έλαβε το tablet της από την Πολιτεία.

Η Ουρουγουάη επενδύει στην ψηφιακή εκπαίδευση εδώ και χρόνια, κάνοντάς την προσβάσιμη σε όλους. Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας ήταν καλύτερα προετοιμασμένο για την πανδημία από αυτό των περισσοτέρων χωρών της περιοχής, ακόμα και από αρκετές πλούσιες χώρες της Δύσης. Ενώ στη Γερμανία οι εκπαιδευτικοί δεν είχαν επαφή με τους μαθητές τους για αρκετές εβδομάδες, στην Ουρουγουάη υπήρχε μια συνεχής αλληλεπίδραση. Αντί για θολές σαρώσεις και εσφαλμένους συνδέσμους στο διαδίκτυο, η Ουρουγουάη μπορούσε να προσφέρει στους μαθητές ψηφιακά βιβλία με επιστημονικά πειράματα, εργασίες σε μορφή κουίζ ή παιχνίδια, διαδραστικές τηλεδιασκέψεις, εξατομικευμένες ασκήσεις και χώρο συζήτησης για επίλυση απορροιών.

Έχουν περάσει περισσότερα από 10 χρόνια από τότε που η χώρα -μια από τις έξι συνολικά χώρες στον κόσμο- εισήγαγε την πολιτική «ενός φορητού υπολογιστή ανά παιδί». Επιπλέον, η Ουρουγουάη εγκατέστησε δωρεάν internet στις πλατείες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών, ενώ ίδρυσε μια κρατική υπηρεσία για τη ψηφιακή εκπαίδευση που ονομάζεται Plan Ceibal. «Σε γενικές γραμμές, η τελευταία σχολική χρονιά λειτούργησε αρκετά καλά», αναφέρει η Fiorella Haim, διευθύντρια του Plan Ceibal.

Όλα αυτά καθιστούν την Ουρουγουάη την εξαίρεση σε μια περιοχή όπου οι εκπαιδευτικές προοπτικές τείνουν να είναι καταστροφικές. Η UNICEF πιστεύει πως το 2020 ήταν μια χαμένη χρονιά για εκατομμύρια μαθητές στη Λατινική Αμερική. Τα Ηνωμένα Έθνη υποστηρίζουν πως περίπου το 1/3 των παιδιών δεν έμαθε τίποτα, ενώ περισσότερα από 3 εκατομμύρια παιδιά δεν πρόκειται να επιστρέψουν στο σχολείο. Οι ειδικοί πιστεύουν πως παρόμοιο θα είναι και το 2021, με lockdowns και κλειστά σχολεία.

«Τα παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες, είναι οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της κρίσης. Το όνειρό τους για ένα καλύτερο μέλλον έχει καταστραφεί», αναφέρει η Βραζιλιάνα Claudia Costin, πρώην ανώτερη διευθύντρια για την εκπαίδευση στην Παγκόσμια Τράπεζα. Επιπλέον, επισημαίνει πως η «σχολική κρίση» έχει εντείνει τις ήδη ακραίες ανισότητες στην ήπειρο.

Η Costin συνεχίζει λέγοντας πως «τα ιδιωτικά σχολεία και οι πελάτες τους ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν την αναστολή λειτουργίας των σχολείων», ενώ η ίδια παρατήρησε το φαινόμενο των «παράνομων σχολείων», στα οποία πλούσιοι και μεσοαστοί γονείς προσλάμβαναν ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς για τα παιδιά τους – ενώ τα φτωχά παιδιά στα δημόσια σχολεία δεν είχαν καν πρόσβαση σε υπολογιστές ή δεν είχαν internet στο σπίτι.

Στην Ουρουγουάη, το 85% των μαθητών φοιτά σε δημόσια σχολεία. «Όταν τον περασμένο Μάρτιο η εκπαιδευτική διαδικασία πέρασε στο διαδίκτυο, μπορέσαμε να αντιδράσουμε με ευελιξία», αναφέρει η Haim, διευθύντρια του Plan Ceibal. Ο οργανισμός παρέχει επιμόρφωση στους εκπαιδευτικούς εδώ και χρόνια, ενώ λειτουργεί μια κεντρική πλατφόρμα για ψηφιακά σχολικά βιβλία από όπου μπορεί κανείς να κατεβάσει ασκήσεις και εκπαιδευτικό περιεχόμενο.

Στην αρχή της πανδημίας, το Plan Ceibal επέκτεινε τη χωρητικότητα των διακομιστών του «ουσιαστικά σε μια νύχτα». Επιπλέον, η χώρα ξεκίνησε να προσφέρει σε κάθε μαθητή 50gb δωρεάν internet το μήνα. «Το 90% των μαθητών χρησιμοποιούσε τακτικά τα ψηφιακά μαθήματα», προσθέτει η Haim. Συμμετείχαν επίσης τα φτωχότερα παιδιά από τις αγροτικές περιοχές. «Δεν ξέρουμε πως ακριβώς το κάναμε, αλλά το κάναμε».

Ωστόσο οι ειδικοί συμφωνούν πως οι φορητοί υπολογιστές από μόνοι τους δεν είναι αρκετοί και πως μια συνεκτική ιδέα είναι απαραίτητη. Το παράδειγμα της Ουρουγουάης καταδεικνύει πρωτίστως ότι το ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό είναι ζωτικής σημασίας και για το λόγο αυτό το Plan Ceibal προωθεί την ανάπτυξη καινοτόμου λογισμικού. Για παράδειγμα, αγόρασε το ψηφιακό βιβλίο EduCiencias, το οποίο διδάσκει τις φυσικές επιστήμες στα παιδιά με διασκεδαστικό τρόπο. Μοιάζει με κόμικ όπου μια γάτα βοηθά σε πειράματα φυσικής. «Θέλουμε τα ψηφιακά μαθήματα να είναι διασκεδαστικά και να παρακινούν τα παιδιά», λέει ο προγραμματιστής Federico Bello. «Για την επίτευξη αυτού του στόχου, συνεργαζόμαστε με παιδαγωγούς και ψυχολόγους».

Ο Bello εγκατέλειψε τη δουλειά του στην Κεντρική Τράπεζα της Ουρουγουάης το 2018, για να δημιουργήσει μαζί με δύο φίλους μια start-up επιχείρηση, την Edu Editorial. Σήμερα εργάζονται πάνω σε μια νέα πλατφόρμα που ονομάζεται Boki, η οποία έχει σχεδιαστεί για να βοηθά τους εκπαιδευτικούς να παράγουν συναρπαστικές ψηφιακές παρουσιάσεις. «Η μετωπική διδασκαλία μπορεί να συνδυαστεί με πειράματα, κινούμενα σχέδια, βίντεο, διαδραστικά παιχνίδια και διαγωνισμούς», λέει o Bello.

Επιπλέον, αυτός και οι συνάδελφοί του, αναπτύσσουν μια εφαρμογή με σκοπό να βοηθήσουν τους μαθητές να αντιμετωπίσουν συναισθηματικά προβλήματα όπως το άγχος και το φόβο. Τα προϊόντα της Edu Editorial εξάγονται ήδη στο Περού, τη Χιλή και το Μεξικό. Φέτος ευελπιστούν να επεκταθούν στην αραβική αγορά.

Ο Bello δεν καταλαβαίνει γιατί σε πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία, υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν πρόσβαση σε υπολογιστή και internet. Σε έναν ψηφιακό κόσμο, το αντιλαμβάνεται ως δικαίωμα των παιδιών. «Κάθε παιδί πρέπει να έχει υπολογιστή και σύνδεση στο internet. Εμείς καταφέραμε να το κάνουμε».

Με 3,5 εκατομμύρια κατοίκους, η Ουρουγουάη είναι πολύ μικρότερη και σε καλύτερη κατάσταση από τις περισσότερες γειτονικές χώρες. Ωστόσο, απέχει πολύ από το να είναι μια πλούσια χώρα – στην παγκόσμια κατάταξη είναι κάτω του μέσου όρου. «Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων και θέλησης» λέει ο Miguel Brechner, εμπειρογνώμονας του Plan Ceibal για την ψηφιακή εκπαίδευση. «Το 2007, ο πρόεδρός μας Tabaré Vásquez Rosas είχε ένα υπέροχο όραμα. Ήθελε κάθε παιδί να μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει». Το Plan Ceibal κοστίζει $100 ανά παιδί κάθε χρόνο, συμπεριλαμβανομένου του φορητού υπολογιστή, του εκπαιδευτικού υλικού, της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και του internet στα σχολεία. Οι γονείς καταλήγουν να εξοικονομούν χρήματα επειδή πρέπει να αγοράσουν λιγότερα βιβλία και εκπαιδευτικό υλικό.

Ο Brechner έχει αρχίσει να προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες για την εκπαίδευση σε χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Αναφέρει πως όταν σήμερα τον ρωτούν αν είναι πράγματι απαραίτητο να έχει ο κάθε μαθητής ένα laptop και μια σύνδεση στο internet, ρωτά αν «χρειαζόμαστε πραγματικά το ηλεκτρικό ρεύμα και το ζεστό νερό;». Συμπληρώνει επίσης πως δεν είναι στις προθέσεις του η αντικατάσταση των εκπαιδευτικών από την τεχνολογία. «Αλλά δε μπορούμε να συνεχίσουμε όπως ζούσαμε πριν την πανδημία. Ζούμε στον 21ο αιώνα και έχουμε σχολεία του 19ου».

Όσον αφορά το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, η εκπαιδευτική εμπειρογνώμονας Costin λέει πως είναι αρκετά καλό σε γενικές γραμμές. «Αλλά όταν είσαι πολύ καλός σε κάτι, συχνά υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις τεμπέλης. Η επιθυμία και η ενέργεια για καινοτομία μειώνεται». Λέει πως «η Ουρουγουάη κατάφερε να χτίσει κάτι από το τίποτα. Αυτό δε σημαίνει ότι η Γερμανία πρέπει να γίνει σαν την Ουρουγουάη.

Η χώρα βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην κατάταξη PISA για τη Νότια Αμερική, όμως η περιοχή δεν καταγράφει καλές επιδόσεις στην παγκόσμια σύγκριση», προσθέτοντας πως δεν είναι όλα τέλεια. Ωστόσο, είναι δυνατό να διδαχθούμε κάτι από την επιτυχία της Ουρουγουάης. «Το μέλλον πρέπει να είναι ένα υβρίδιο διαδικτυακής και δια ζώσης διδασκαλίας ώστε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για μελλοντικές κρίσεις».

Η Margarete Sachs-Israel, σύμβουλος περιφερειακής εκπαίδευσης της UNICEF για τη Λατινική Αμερική, πιστεύει πως ένας από τους λόγους της επιτυχίας της Ουρουγουάης είναι πως η χώρα άνοιξε νωρίς τα σχολεία της. Δεν υπάρχει υποκατάστατο της διδασκαλίας στην τάξη και της φυσικής επαφής με εκπαιδευτικούς και συμμαθητές. «Το κλείσιμο του σχολείου δεν επηρεάζει μόνο τη μάθηση αλλά και την υγεία και την ασφάλεια των παιδιών». Επισημαίνει ότι πολλά παιδιά στη Λατινική Αμερική εξαρτώνται από τα σχολικά γεύματα και τονίζει πως η ενδοοικογενειακή βία και η παιδική εργασία αυξήθηκαν κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Τα πρώτα σχολεία που άνοιξαν ξανά στην Ουρουγουάη ήταν αυτά με τους λιγότερους μαθητές στις αγροτικές περιοχές. Ήταν μια στρατηγική που είχε ως στόχο να προσεγγίσει τους πιο ευάλωτους μαθητές, να συγκεντρώσει εμπειρία σχετικά με τα προστατευτικά μέτρα και να μειώσει το φόβο στην εκπαιδευτική κοινότητα. Το γεγονός ότι πολλές χώρες ανά τον κόσμο κράτησαν απλώς κλειστά τα σχολεία, αναγκάζοντας ουσιαστικά τα παιδιά να επωμιστούν το βάρος της κρίσης, είναι κάτι που εξοργίζει την Margarete Sachs-Israel. «Σήμερα, μετά από μελέτες, γνωρίζουμε πως υπάρχουν εφαρμόσιμες πρακτικές υγειονομικής θωράκισης των σχολείων».

Η Amelia, η μαθήτρια δημοτικού σχολείου στο Μοντεβιδέο, επέστρεψε στο σχολείο μετά από 4 μήνες και σε αντίθεση με την πλειοψηφία των παιδιών στη Λατινική Αμερική. Ακόμα και εκεί όμως, το tablet της αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τα μαθήματά της. Λέει ότι της αρέσουν πολύ όλα τα εικονικά κουμπιά που μπορεί να πατήσει στη συσκευή της. Και η εφτάχρονη έχει επίσης μια πολύ καλή ιδέα για το τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει – μια δουλειά που θα της επιτρέπει να πιέζει κουμπιά όλων των ειδών: «πιλότος διαστημόπλοιου».