Η σημερινή κυβέρνηση, ως όφειλε, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των και Οικονομικών του Δεκεμβρίου του 2020, όρισε την λεπτομερή διαδικασία είσπραξης των οφειλών των πανεπιστημιακών από τους ΕΛΚΕ της τελευταίας εικοσαετίας, που δεν είχαν παραγραφεί, και τα πανεπιστήμια είχαν ξεκινήσει τις διαδικασίες καταλογισμών και είσπραξης των οφειλών, αναφέρει η ανακοίνωση.

H ανακοίνωση

Τον Ιούλιο του 2018 ο Υπουργός Παιδείας Κ.Γαβρόγλου μείωσε στο 1/3 τις απαιτήσεις παρακράτησης από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος που είχαν συσσωρευτεί για τα έτη 1999-2017 για ασυνεπείς πανεπιστημιακούς, παραγράφοντας τα 2/3 των οφειλών. Η ΚΙΠΑΝ είχε αντιδράσει έντονα στο ρουσφέτι (βλ. [1]) γιατί πρόκειται για θέμα ηθικής τάξεως και θέμα αρχής.

Η σημερινή κυβέρνηση, ως όφειλε, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργείων Παιδείας και Οικονομικών του Δεκεμβρίου του 2020, όρισε την λεπτομερή διαδικασία είσπραξης των οφειλών των πανεπιστημιακών από τους ΕΛΚΕ της τελευταίας εικοσαετίας, που δεν είχαν παραγραφεί, και τα πανεπιστήμια είχαν ξεκινήσει τις διαδικασίες καταλογισμών και είσπραξης των οφειλών.

Έρχεται τώρα, τρία χρόνια μετά τον προκατάτοχό της, η σημερινή Υπουργός Παιδείας, κ. Ν.Κεραμέως, και με αιφνιδιαστική τροπολογία σε νομοσχέδιο άλλου υπουργείου (βλ. [2]) διαγράφει με τη σειρά της πλήρως τις οφειλές των ασυνεπών πανεπιστημιακών προς τους ΕΛΚΕ μιας ολόκληρης ενδεκαετίας (1999-2009, δηλαδή για την περίοδο των «παχιών αγελάδων»). Χαρίζει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και αποστερεί παράλληλα σημαντικούς πόρους από τα Πανεπιστήμια, επιβραβεύοντας τους ασυνεπείς και «τιμωρώντας» τους συνεπείς, καθώς στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ανενδοίαστα ότι οι όποιες καταβολές έχουν γίνει δεν συμψηφίζονται!

Η ΚΙΠΑΝ έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα (βλέπε π.χ. [3]) παρά το όποιο «πολιτικό κόστος» εκφράζοντας την αντίθεσή της στην επιβράβευση της ασυνέπειας και στον κακώς εννοούμενο συνδικαλισμό άλλων παρατάξεων της ΠΟΣΔΕΠ που συμπλέουν σε αυτή την πολιτική. Κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικοί, να αλλάξουμε όλοι μας αν θέλουμε η χώρα αυτή να βγει από τη βαθιά δομική κρίση στην οποία βρίσκεται και να έχει κάποιο μέλλον, αν θέλουμε να έχει εξέλιξη και ανάπτυξη ανάλογη των προηγμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Αναλυτικότερα, και για το ιστορικό της υπόθεσης, αναφέρουμε ότι από το 1997 που επιτράπηκε η άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος η πολιτεία έχει θεσμοθετήσει την υποχρέωση των πανεπιστημιακών να αποδίδουν στα πανεπιστήμια στα οποία υπηρετούν ένα ποσοστό των εσόδων που αποκτούν, έναντι του πλεονεκτήματος που προσδίδει η χρήση του πανεπιστημιακού τίτλου.

Το ποσοστό αυτό ήταν 15% επί των ακαθάριστων εσόδων μέχρι το 2011, 10% επί των ακαθάριστων εσόδων μέχρι το 2014, 7% επί των καθαρών εσόδων μέχρι το 2016, 7% επί των ακαθάριστων εσόδων από το 2016 έως το 2018, και 7% επί των καθαρών εσόδων από το 2018 μέχρι σήμερα. Αρκετοί από τους υπόχρεους πανεπιστημιακούς καθηγητές, όλη αυτήν την τελευταία εικοσαετία, κάθε χρόνο απέδιδαν κανονικά στα Πανεπιστήμιά τους τα ποσά, που όφειλαν από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος. Άλλοι όμως υπόχρεοι δεν απέδιδαν τα οφειλόμενα και πλέον έχουν συσσωρευτεί μεγάλα χρέη. Οι τελευταίοι, επί πολλά χρόνια, πίεζαν την εκάστοτε κυβέρνηση για διαγραφή των οφειλών τους.

Όλοι οι Υπουργοί Παιδείας και Οικονομικών από το 2002 μέχρι το 2018 δεν είχαν υποχωρήσει στις συνεχείς ασφυκτικές και επίμονες πιέσεις των ασυνεπών συναδέλφων μας. Για ιστορικούς και όχι μόνο λόγους, αξίζει να γίνει γνωστή μία συνάντηση που έλαβε χώρα στο γραφείο του τότε πρωθυπουργού κυρίου Αντωνίου Σαμαρά το 2014 με την παρουσία της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, μελών του Προεδρείου της ΠΟΣΔΕΠ (από την ΑΣΚΕΥ), αντιπροσωπείας των αιτούντων τη διαγραφή των χρεών τους, και του νομικού τους συμβούλου. Η συζήτηση ήταν διεξοδική και η τελική απόφαση της τότε κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου ήταν απόρριψη του αιτήματος, ως παράνομου και αντισυνταγματικού, συμφωνώντας και με την αντίστοιχη πρόσφατη τότε απόφαση του Σ.τ.Ε.

Τελικά, οι ασυνεπείς συνάδελφοι τα κατάφεραν σε δύο βήματα. Το πρώτο έγινε επί υπουργίας Γαβρόγλου, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Ιούλιο του 2018, ψήφισε τον επανυπολογισμό των οφειλών των πανεπιστημιακών της τελευταίας εικοσαετίας με πολύ χαμηλότερο ποσοστό από ό,τι ίσχυε κατά περιόδους, 7% επί των καθαρών αποδοχών από το ελευθέριο επάγγελμα. Κάτι που ισούται με περίπου 5% επί των ακαθαρίστων, οπότε στην περίπτωση αυτή διαγράφονταν τα 2/3 των οφειλών τους.

Έρχεται σήμερα η κ. Κεραμέως να συμπληρώσει την πολιτική Γαβρόγλου και να παραγράψει οφειλές, χωρίς καμία προσπάθεια δίκαιης αντιμετώπισης. Το 1997 το ποσοστό παρακράτησης είχε οριστεί στο 30% των ακαθάριστων εσόδων. Το 2000 η τότε κυβέρνηση κατάλαβε ότι το ποσοστό ήταν πολύ υψηλό και το κατέβασε στο 15% αναδρομικά από το 1997, ορίζοντας επίσης ότι όσοι στο μεταξύ πλήρωσαν με το 30% θα πάρουν τη διαφορά πίσω (και την πήραν). Η κ. Κεραμέως όμως δεν το κάνει αυτό. Στην τροπολογία της αναφέρεται ότι καταβολές ποσών που έχουν γίνει (από τους συνεπείς οφειλέτες) δεν αναζητούνται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, το εν λόγω ρουσφέτι αποκαλείται «εξορθολογισμός»!!!

Ποιο είναι το μήνυμα προς τους κακοπληρωτές που τούς χαρίζει πλήρως τις οφειλές και ποιο προς τους συνεπείς και όλη την κοινωνία; Αυτό θεωρείται κράτος δικαίου; Ποια είναι η θέση του πρωθυπουργού για αυτό το ζήτημα;

Η Ιστορία μπορεί να γράψει ότι το «πολυπόθητο» ρουσφέτι χαρίσματος χρεών σε κακοπληρωτές πανεπιστημιακούς, ρουσφέτι που αρνήθηκαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ακόμη και στο υψηλότερο επίπεδο, πέρασε σε δύο δόσεις, με υπογραφή Γαβρόγλου τον Ιούλιο του 2018 και Κεραμέως τον Ιούλιο του 2021.