Το θέμα αυτό συνδυάζεται και με το γενικότερο ενδιαφέρον, που υπάρχει στο σχολείο, σχετικά με την επίδραση που ασκεί η σχολική μάθηση τόσο στις γνωστικές δομές όσο και στην αλλαγή της συμπεριφοράς των μαθητών στο πλαίσιο της σχολικής της μικροκοινωνίας, αλλά, κυρίως, της μετασχολικής μακροκοινωνίας στην οποία εισέρχονται.

Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής –Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ


Η επιρροή, όμως, που δέχονται οι μαθητές από τις θεολογικές γνώσεις, ενδιαφέρει γενικότερα και τον χώρο της Εκκλησίας, διότι και αυτή προσφέρει παρόμοιο διδακτικό έργο στους κόλπους της.
Το θέμα, μάλιστα, σχετίζεται και με την όλο και πιο έντονα διαπιστούμενη ανάγκη επανευαγγελισμού των Χριστιανών και, κατά συνέπεια, της ουσιαστικότερης σύνδεσης χριστιανικής πίστης και ζωής, γεγονός που μπορεί να σηματοδοτήσει θετικές προοπτικές για την ανανέωση τόσο της διδασκαλίας της Εκκλησίας και της συναφούς πα¬ρε¬χόμενης σχολικής θεολογικής αγωγής όσο και της μέσω αυτής βελτίωσης της ποιότητας της ηθικοκοινωνικής ζωής.
Η σχολική θεολογική αγωγή έχει ως αντικείμενο δι¬δασκαλίας την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, μέσα από χριστιανικές γνώσεις που προσφέρονται μεθοδικά στους μαθητές.
Η θρησκευτική συνείδηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η θεολο¬γι¬κή ταυτότητα του ανθρώπου, καθώς είναι αυτή, που επηρεάζει τη σκέψη, τις αποφάσεις, την ηθική και κοινωνική ζωή και συμπερι¬φο¬ρά του.
Η γνώση της επίδρασης που ασκείται στον μαθητή με την καλλιέργεια της συνείδησής του βοηθά να κατανοήσει κανείς την πρακτική διάσταση της θεο¬λο¬γικής διδασκαλίας που έχει καταγραφεί στους εκπαιδευ¬τικούς Νόμους, από το 1976.
Ειδικό¬τερα παρατηρείται ότι:
α) Ο Εκπαιδευτικός Νόμος (309) του 1976, στα σημεία που αναφέρεται στους στόχους της θεολογικής διδασκα¬λίας, κάνει λόγο για «αφύπνιση της ηθικής συνείδησης», «όξυνση της ηθικής κρίσης», «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» και «τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος».
β) Ο ισχύων Εκπαιδευτικός Νόμος (1566) του 1985, ορί¬ζοντας το έργο και τις υποχρεώσεις του σχολείου έναντι των μαθητών, τονίζει ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, αν¬θρωπιστικές και άλλες αξίες», να τις οργανώνουν και να τις διευρύνουν «σε σύστημα αξιών», «ώστε να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, να ελέγχουν και να κατευ¬θύ¬νουν το συναισθηματικό τους κόσμο σε στόχους δημιουρ¬γικούς και πράξεις ανθρωπιστικές» και, τέλος, να συνειδη¬το¬ποιούν «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες».
γ) Το «Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευ¬τικά» του 1998 στοχεύει με σαφήνεια «στην καλ¬λιέργεια του ορθόδοξου εκκλησιαστικού χριστιανικού φρο¬νήματος και την πορεία της ζωής των μαθητών σύμφωνα με αυτό». Το θεολογικό μάθημα, σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, μπορεί να «δίνει τη δυνατότητα στον πιστό μαθητή να αυξή¬σει την πίστη του και να γνωρίσει καλύτερα το πρόσωπο του Χρι¬στού, στον αδιάφορο την ευκαιρία να συγκινηθεί από την αγά¬πη του Θεού και σ’ εκείνον που εναντιώνεται να κατα¬λά¬βει το λάθος του, αφού δεν είναι υποχρεωτική η αποδοχή του».
Αναφέρει ακόμη ότι το μάθημα των Θρησκευτικών έχει ως αποστολή «να καθοδηγεί τον μαθητή στη σωστή κοινωνικοποίησή του. Η ζωή της κοινότητας, της Ενορίας, με την κοινή λα¬τρεία, αποτελούν τις πιο ουσιαστικές συντεταγμένες σωστού προσανατολισμού για ολοκλήρωση των ανθρώπων και εξαν¬θρωπισμό της κοινωνίας».
Με βάση τα παραπάνω, οι σχολικές γνώσεις, μέρος των οποίων αποτελεί και η θεολογική μάθηση, είναι το μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σύμφωνα με τις θεωρίες της συ¬μπε¬ριφοράς, για να αποκτηθεί να διορθωθεί ή να επεκταθεί μια επ鬬θυ¬μητή συμπεριφορά ή, ακόμη, για να αντιμετωπιστούν προ¬βληματικές συμπεριφορές.
Με τη διδασκαλία των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων στο σχολείο, μορφώνονται οι μα¬θητές, με καθορισμένες δομές, που τους καθιστούν ικανούς να συμμετέχουν και να δραστηριοποιούνται στο κοινωνικό τους περιβάλλον καθώς και να προλαμβάνουν ή να αντι-με¬τωπίζουν προβληματικές καταστάσεις.
Ένα παράδειγμα προσπάθειας αλλαγής συγκεκρι¬μέ¬νης συμπεριφοράς, μέσα από τις διδακτικές διαδικασίες της θεολογικής μόρφωσης, μπορεί να μας δείξει τον τρόπο που χρησιμοποιούνται οι γνωστικές και συναισθηματικές δομές καθώς και η ανάλογη επιχειρηματολογία για να προκύψει ένα αποτέλεσμα στην αλλαγή της συμπεριφοράς.
Αν, δηλαδή, για παράδειγμα, οι στάσεις κάποιων παιδιών έχουν επηρεαστεί από το πε¬ρι-βάλλον τους, μέσα από κάποια αρνητικά στερεότυπα ή προ¬καταλήψεις έναντι των ξένων, τότε, με κατάλληλους χει¬ρισμούς των θεολόγων – παιδαγωγών, μπορούν να αλλάξουν τόσο οι στά¬σεις όσο και οι συμπεριφορές τους.
Μια σειρά από περιεκτικές ενότητες, που διδάσκονται στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, προ¬σφέρουν ευκαιρίες για διάλογο, προβληματισμό και ανα-συγκρό¬τηση των προτύπων και των δομών της σκέψης.
Η διδακτική ενότητα των Θρησκευτικών της Γ’ Τάξης Δημοτικού, με τον τίτλο: «Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι αδέλφια», είναι αφιερωμένη στην καλλιέργεια της αποδο¬χής της διαφορετικότητας, συνδέοντας τη στάση αυτή με την πίστη στον Θεό.
Ως συνέπεια συνδέσεως της συμπεριφοράς με την πίστη στον Θεό, προβάλλεται στο συ-γκεκριμένο βιβλίο και στηρίζεται και από τον εκπαι¬δευ¬τικό, η θέση ότι «ο Θεός είναι πατέρας όλων και όλοι είναι αδέρφια, παιδιά της ίδιας οικογένειας».
Ανα¬φέρεται, επίσης, αυτό που είπε ο Απ. Παύλος ότι «για τους χριστιανούς δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους αν¬θρώπους: “Δεν υπάρχει Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρ¬χει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, όλοι είμαστε ένας χάρη στον Ιησού Χριστό”».
Ακόμη, με αναφορά στην ορθόδοξη Ιεραποστολή, δίνεται η ευ¬καιρία να συνδεθεί η συμπεριφορά με την η ενότητα και την οικουμενικότητα της Εκκλησίας, στην οποία ο μαθητής ανήκει ως μέλος.
Έτσι, αναφέρεται ότι η Εκκλησία «προσπαθεί να αγκα¬λιάσει όλους τους ανθρώπους, χωρίς να κάνει δια¬κρί¬σεις, αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί, άσπροι ή μαύροι, άνδρες ή γυναίκες, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι. Αυτό είναι το όραμα της Εκκλησίας: να γίνουν κάποτε όλοι οι άνθρωποι και οι λαοί ένα σώμα, μια μεγάλη οικογένεια, που τα μέλη της θα ζουν με αγάπη, σεβασμό και αλληλοκατανόηση, όπως οι πρώτες χρι¬στιανικές κοινότητες αγάπης».
Κατευθυντήριος άξονας της χριστιανικής ζωής, όπως αυτή παρουσιάζεται στα σχολικά βιβλία, που ίσχυαν έως το 2016, είναι η προσφορά χριστιανικής αγάπης στους συναν¬θρώ-πους. Η αγάπη αυτή παρουσιάζεται χωρίς χρώμα και σύνορα, ως μία, μοναδική και ίδια για όλους.
Μετά το 2016, δυστυχώς, η σχολική διαθρησκειακή ή πολυθρησκειακή αγωγή, που επιβλήθηκε στα ελληνικά σχολεία και ισχύει έως σήμερα, επιχειρεί -παράνομα, αντισυνταγματικά και ενάντια σε κάθε μορφή παιδαγωγικής δεοντολογίας- την αλλοίωση της ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως, την οποία παιδιόθεν έχουν οι μαθητές.
Ωστόσο, η ορθόδοξη παράδοση έχει δικές της κοινωνικές δομές, προεκτάσεις και εφαρμογές και δεν έχει ανάγκη θρησκειακών δανείων.
Διότι, όπως προκύπτει από τη θεολογική γνώση, ευθύνη για την προσφορά της αγάπης έχουν όλοι οι χρι¬στιανοί, οι οποίοι, μάλιστα, καλούνται, με βάση την πίστη τους, να μοιραστούν τα αγα¬θά τους με όσους δεν έχουν, αφού πρώτα νικήσουν το μεγάλο εμπόδιο, που είναι ο εγωισμός, που γεννά τον ατο¬μικισμό και δεν επιτρέπει την ανιδιοτελή προσφορά στους άλλους.
Σε διδα¬κτική ενότητα των προηγούμενων Θρησκευττικών, μάλιστα, για τον Μ. Βασίλειο, αναφέρεται ότι το όραμά του «ήταν μια κοινωνία, όπου θα ζουν ενωμένοι μεταξύ τους οι άνθρω¬ποι, ανεξάρτητα από την πατρίδα, την κατα¬γωγή και την κοινωνική τάξη του καθενός… Κανέναν δεν άφη¬σε αβοήθητο. Ούτε τους ειδωλολάτρες, ούτε τους Εβραίους της πόλης!».
Δεν έχει επομένως ανάγκη η σχολική χριστιανική θεολογική διδασκαλία από τα ηθικοκοινωνικά διδάγματα των θρησκειών, όπως αυτά με αυταρχισμό επιβλήθηκαν να διδάσκονται στα παιδιά από το 2016 και εντεύθεν. Διότι στην ορθόδοξη θεολογία, η αγάπη και η προσφορά προς τους άλλους συνδέεται με την αγάπη και την πίστη προς τον Χριστό, αφού κάθε φορά που ο άνθρωπος προσφέρει αγάπη στους συνανθρώπους έρχεται πιο κοντά στο Χριστό.
Η αλληλεγγύη αποτελεί συνέπεια της αγάπης και της αγαθοσύνης, που καλλιεργούνται και κυριαρχούν, ως αρετές, στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα από την προσωπική σχέση τους με τον Τριαδικό Θεό.
Τα διαθρησκειακά και θεοσοφικά κοκτέϊλ και αφηγήματα, που εφηύραν κάποιοι από το 2016 για να τα εισάγουν αντισυνταγματικά στα σχολεία για να προσηλυτίσουν και να διαβρώσουν την ελληνική ορθόδοξη κοινωνία και κοινωνικότητα των νέων μας, δεν έχουν τη δυναμική να υποκαταστήσουν την οικεία πίστη των μαθητών προς τον μόνο Αληθινό Τριαδικό Θεό και την θετική επίδραση που αυτή ενέχει στην αλλαγή της συμπεριφοράς των μαθητών. Για όλους τους παραπάνω λόγους, αναμένεται από την νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας η τήρηση των υποσχέσεών της για εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ που ακυρώνει τα νέα αντορθόδοξα Προγράμματα των Θρησκευτικών και η επιστροφή του μαθήματος στην ορθόδοξη πολιτισμική κανονικότητα.