Κάποτε ένας ποιητής μας – εραστής της αμφισβήτησης, που δε ζει πια, βλέποντάς με να μιλάω συχνά για τα βιβλία, μου είπε έναν Μύθο, έτσι τον χαρακτήρισε ο ίδιος, «που δε θυμόταν από πού τον είχε ακούσει»ˑ μάλλον γιατί ήταν δικός του.

Του

Μιλούσε πάντα παράξενα, αλλά αν κατόρθωνες να μπεις στον κόσμο των συμβόλων του, βίωνες μια κατάσταση έκστασης και δε σε ένοιαζε τι είναι αληθινό και τι συμβολικό. Ούτως ή άλλως ο ποιητής μιλούσε πάντα με απόκοσμο ύφος.

«Τα βιβλία, μου είπε αυτός ο Κύριος (τόνισε τη λέξη και εγώ πίστεψα ότι κάποιος πολύ γνωστός είναι ή… μήπως ο Θεός του το είπε και έτσι έγραψα με κεφαλαίο το αρχικό της γράμμα), συνομιλούν μεταξύ τους. Όχι δεν εννοώ τους διαλογισμούς που κάνει συνδυαστικά ο αναγνώστης όταν διαβάσει το Σπινόζα, το Χιουμ, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη… Αυτό δεν είναι Μύθος. (Και αυτό το τόνισε, για να μου δείξει ότι ο Μύθος είναι κάτι πολύ ιερό και θείο).

Οι συγγραφείς απελευθερώνουν τα πνεύματά τους από τον άλλο κόσμο που βρίσκονται και αυτά ονειροβατούν στα βιβλία τους συζητώντας, συμφωνώντας ή αντιδικώντας μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα ό,τι νεότερο υπάρχει από την επιστήμη, την ποίηση, τη φιλοσοφία, την τέχνη.

Ειδικά στη λογοτεχνία, στους διαλόγους και στις αντεγκλήσεις εμφανίζονται και οι ήρωες. Αυτοί μάλιστα υπερηφανεύονται γιατί είναι αθάνατοι και ποτέ δε θα πεθάνουν, απλά γιατί δεν έχουν ποτέ γεννηθεί από καμιά φύση. Ανακατεύουν εποχές, γνώσεις και εμπειρίες. Έχει ο καθένας τις δικές του βεβαιότητες. Δε σέβονται το χρόνο, που κανονίζει τα ανθρώπινα πράγματα.

Αστειεύονται με το πνεύμα και τις ιδέες των συγγραφέων τους! Ο Οδυσσέας, ο Αιμίλιος, ο Δον Κιχώτης, η Αντιγόνη, o Γιάννης Αγιάννης, ο Άμλετ… στήνουν θεατρική παράσταση, όπου οι κανόνες δεν είναι σταθεροί, τα πρόσωπα εναλλάσσουν διαρκώς ρόλους, τα σκηνικά είναι ανακατωμένα από τις διάφορες περιόδους της ιστορίας. Προσπαθούν με τον τρόπο τους – λέει ο μύθος – να δείξουν, ως εκφραστές των αναζητήσεων του ανθρώπου, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και ψάχνουν να βρουν το νόημα της ζωής. Και αυτοί το έχουν κατακτήσει γιατί, αφού γίνονται σαν τους άλλους ανθρώπους, κατανοούν την ουσία της αγάπης και της αλληλεγγύης και βιώνουν τη θεϊκότητα. (Εγώ πιστεύω ότι για αυτό το λόγο είναι αθάνατοι και όχι γι’ αυτό που οι ίδιοι ισχυρίζονται. Άντε να καταλάβεις, τι ακριβώς γίνεται…).

Είναι ένας κόσμος αλλοπαρμένων φίλε μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν όλη αυτή την αλλοφροσύνη. Θα τρελαίνονταν και αυτοί. Και ξέρεις κάτι. Τα πνεύματα απελευθερώνονται μόνο αν τα βιβλία είναι διαβασμένα από κάποιον αναγνώστη του σπιτιού που είναι η βιβλιοθήκη. Θέλουν κάποιο άλλο ‘πνεύμα’, γήινο να τους λύσει τα μάγια. Δεν ημπορώ να γνωρίζω αν υπάρχει κάποια θεϊκή αιωνιότητα. Πάντως η αιωνιότητα του ανθρώπου είναι αυτή των γραμμάτων, αυτή του Μύθου που μου είπε ο Κύριος…».

Χαμογελούσε, παρακολουθούσε την αμηχανία μου και συνέχισε με άλλες ιστορίες. Δε ζήτησα ποτέ κάποια διευκρίνηση, άλλωστε ήμουν σίγουρος ότι θα μου ξανάλεγε το Μύθο και τίποτα άλλο.

Μετάνιωσα όμως που δεν τον ρώτησα ποτέ για την αταξία του δικού μου γήινου πνεύματος, αν αυτό το πνεύμα μπορεί να σπάσει την Τάξη του κόσμου και να βρεθεί εκεί (ή μήπως μόνο αν διαβώ τον κύκλο της λογικής και έχω τρελαθεί, όπως είπε…).

Γιατί σημειώνω ελαφρά με το μολύβι τις δικές μου απόψεις στις σελίδες των βιβλίων ή σε κάποιο τετράδιο που μπαίνει ανάμεσα στα βιβλία, σημειώματα μέσα σε μπουκάλι αφημένο στο πέλαγος, που θα τα βρω όποτε εγώ θέλω στο διάβα των δεκαετιών, παίζοντας με την αβεβαιότητα του ναυαγού και με το ξανασμίξιμο με έναν κόσμο φαινομενικά χαμένο…

Υ.Γ. 1

Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από τον Μιχάλη Κατσαρό, που τον συναντούσα στη Σταδίου 5, στο βιβλιοπωλείο Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος και μας γοήτευε με το συμβολικό και “παραληρηματικό” λόγο του.

Υ.Γ. 2

Καμαρώνω δε που μου έκανε μια αφιέρωση σε ένα βιβλίο του. Αλλά ποτέ δεν ήθελε να μου δώσει μια συνέντευξη για το περιοδικό της ΟΛΜΕ. “Έχω πάρει πρόσφατα και από τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)”, του είπα κάποια φορά, μήπως και ήταν ένα πειστικό επιχείρημα. Αλλά ο ποιητής απτόητος. “Εσείς οι καθηγητάδες θα μου βρείτε όλο λάθη”, μου είπε και χαμογελούσε γιατί ήξερε ότι δεν θα επέμενα…

«Πάντα ο Ζακ καταβρόχθιζε τα βιβλία
που του ‘ πεφταν στα χέρια
και τα ρουφούσε το ίδιο άπληστα
όπως τη ζωή, το παιχνίδι ή τα όνειρα».

Αλμπέρ Καμύ