Οι ασφαλισμένοι στον ΕΦΚΑ να βρίσκονται σε σύγχυση για το εάν πρέπει να βιαστούν, προκειμένου –αφού έχουν θεμελιώσει δικαίωμα , εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού που ίσχυε το 2022 ή να παραμείνουν στην εργασία τους και χωρίς βιασύνη να υποβάλουν την αίτησή τους.

Σύμφωνα με την Καθημερινή, η διοίκηση του φορέα δεν αναμένει ιδιαίτερη αύξηση των συνταξιοδοτήσεων σε σχέση με το 2022, εκτιμώντας ότι ο τελικός αριθμός των νέων αιτήσεων θα αγγίξει τις 200.000. Ηδη, έως το τέλος Σεπτεμβρίου είχαν υποβληθεί λίγο περισσότερες από 125.000 αιτήσεις. Βέβαια, το τελευταίο διάστημα εκπρόσωποι εργαζομένων σε δημόσιο αλλά και ιδιωτικό φορέα, εκφράζουν φόβους πως θα υπάρξει κύμα μαζικών αιτήσεων προς συνταξιοδότηση, καθώς υπάρχει η «πληροφορία» ότι συμφέρει η αίτηση να γίνει φέτος και όχι του χρόνου.

Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εξηγούν στην «Κ» ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης, καθώς οι διαφορές στο ύψος της σύνταξης είναι ασήμαντες και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις η σύνταξη θα είναι υψηλότερη το 2024, καθώς ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος από την ανάπτυξη.

Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει στην «Κ» ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, φέτος, όπως και πέρυσι, κυκλοφορεί η φήμη ότι αν κάποιος βγει στη σύνταξη την επόμενη χρονιά θα τη λάβει μειωμένη σε σχέση με το αν «προλάβει» να συνταξιοδοτηθεί φέτος. «Θα ήθελα να δηλώσω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι εντελώς αβάσιμος», υπογραμμίζει ο αρμόδιος υφυπουργός, για να συμπληρώσει πως «οι ασφαλισμένοι που βρίσκονται στο κατώφλι της συνταξιοδότησης δεν πρέπει να επηρεάζονται καθόλου από παρόμοιες διαδόσεις». Ο έγκριτος δικηγόρος Δημήτρης Μπούρλος αναλύει στην «Κ» τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησε αυτή η συζήτηση.

Οπως είναι γνωστό, η σύνταξη αποτελείται από δύο τμήματα. Την εθνική και την ανταποδοτική. Η εθνική ορίστηκε κατ’ αρχάς στα 384 ευρώ (για 20 έτη ασφάλισης) και προβλέφθηκε να αναπροσαρμόζεται κατ’ έτος, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για την αναπροσαρμογή των συντάξεων, δηλαδή με βάση τον συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ, συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους, διά δύο. Το ποσοστό αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.

Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με βάση:

• Αφενός μεν τον μέσο όρο αποδοχών (ή ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών) από το 2002 έως τη συνταξιοδότηση, οι οποίες έως το 2024 αναπροσαρμόζονται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.

• Αφετέρου δε τον συντελεστή αναπλήρωσης, που καθορίζεται από το σύνολο των ετών ασφάλισης του ασφαλισμένου.

Στην πράξη, η ανταποδοτική σύνταξη αποτελεί το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του συντελεστή αναπλήρωσης επί τον αναπροσαρμοσμένο μέσο όρο αποδοχών.

Υπό αυτά τα δεδομένα, εκτιμά ο κ. Μπούρλος, με τις προβλέψεις για πληθωρισμό στο τέλος του 2023 της τάξης περίπου του 4% και με προβλεπόμενη αύξηση συντάξεων όχι πάνω από 3,1%, δεν φαίνεται ότι κάποιος ασφαλισμένος που έχει δυνατότητα συνταξιοδότησης θα έχει ωφέλεια συνταξιοδοτούμενος εντός του 2023 σε σχέση με το 2024, πολλώ δε μάλλον αφού το 2024 με την προσθήκη του χρόνου ασφάλισης θα έχει μεγαλύτερο συντελεστή αναπλήρωσης απ’ ό,τι το 2023.

Ας δούμε όμως τι απαντάει στο ερώτημα της «Κ» και ο αναλογιστής και δρ του Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλης Μπέτσης, για το αν συμφέρει η συνταξιοδότηση εντός του 2023 ή του 2024:

• Εστω ότι ο ασφαλισμένος θα συνταξιοδοτηθεί με 40 έτη ασφάλισης και ότι οι αποδοχές του το έτος 2002 ήταν 1.000 ευρώ τον μήνα και 1.400 ευρώ το έτος 2023. Αν ο ασφαλισμένος επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί εντός του 2023, οι συντάξιμες αποδοχές του υπολογίζονται ως ο μέσος όρος των αναπροσαρμοσμένων αποδοχών από το 2002 μέχρι και το 2023, ήτοι σε 1.396 ευρώ. Οπότε, θα λάβει εθνική σύνταξη ίση με 413 ευρώ και ανταποδοτική σύνταξη ίση με 698 ευρώ. Δηλαδή, συνολική κύρια σύνταξη ίση με 1.111 ευρώ (μεικτά). Επιπλέον, ο ίδιος αυτός ασφαλισμένος, αν το έτος 2023 η ανάπτυξη είναι 2% και ο πληθωρισμός 4% (όπως εκτιμάται), τότε θα λάβει αύξηση στη σύνταξη 3%. Αρα, εντός του 2024 θα έχει σύνταξη 1.145 ευρώ μεικτά.

• Εστω ότι ο ίδιος ασφαλισμένος επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί έναν χρόνο αργότερα, δηλαδή εντός του έτους 2024, με τον πληθωρισμό του 2023 στο 4% (όπως εκτιμάται). Θα έχει συντάξιμες αποδοχές ίσες με 1.450 ευρώ και θα λάβει εθνική σύνταξη ίση με 425 ευρώ (αφού θα έχει δοθεί 3% αύξηση στις συντάξεις) και ανταποδοτική σύνταξη 732 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, θα λάβει κύρια σύνταξη ίση με 1.158 ευρώ (μεικτά). Οπότε, αν ο ασφαλισμένος επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί εντός του 2024, θα λάβει μεγαλύτερη σύνταξη κατά 13 ευρώ, εκ των οποίων τα 7 ευρώ θα προέρχονται από το ένα έτος περισσότερο της εργασίας (μεγαλύτερος συντελεστής αναπλήρωσης) και τα υπόλοιπα 6 ευρώ από τις μεγαλύτερες συντάξιμες αποδοχές λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών και με τον πληθωρισμό του 4%.

Δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, τον ασφαλισμένο τον συμφέρει να συνταξιοδοτηθεί εντός του 2024 και όχι εντός του 2023.

Σύμφωνα με τον κ. Μπέτση, αυτό συμβαίνει διότι ο πληθωρισμός θα είναι μεγαλύτερος από την αύξηση των συντάξεων (4% έναντι 3%) κι έτσι ο ασφαλισμένος έχει όφελος στο ποσό της σύνταξης, όχι μόνο από την αύξηση του συντελεστή αναπλήρωσης (κατά ένα έτος) αλλά και από την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών.

Αν όμως η αύξηση των συντάξεων υπερβαίνει τον πληθωρισμό (και για να συμβεί αυτό θα πρέπει η αύξηση του ΑΕΠ να είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό) τότε ο ασφαλισμένος θα έχει όφελος μόνο από την αύξηση του συντελεστή αναπλήρωσης και θα τον συνέφερε να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα.