Σε θρίλερ έχουν εξελιχθεί τα χρέη ύψους 15 δισ. ευρώ που έχουν παγώσει λόγω της πανδημίας και απειλούν να «σκάσουν» σε νοικοκυριά και με την έναρξη του 2022.

Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κρατάει κλειστά τα χαρτιά του, παρά την διαρκώς βελτιωμένη εκτίμηση για το ύψος ανάπτυξης. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου οικονομικών, λέει χαρακτηριστικά πως «για την ώρα δεν εξετάζουμε παράταση στην προθεσμία πληρωμής». Παραπέμπει δε στο υπέρογκο έλλειμμα και επιμένει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για διευκολύνσεις.

Ειδικά για τις όφειλες προς της την και τα ασφαλιστικά ταμεία, το υπουργείο Οικονομικών δεν «βλέπει» κάποια παράταση γιατί, όπως λένε αρμόδιες πηγές, μια τέτοια κίνηση θα «ακυρώσει» επι της ουσίας την ρύθμιση των χρεών αυτών με 36 -72 δόσεις. Αυτό που διαφαίνεται σαν ενδεχόμενο είναι να δοθεί μια τρίμηνη παράταση στην πληρωμή μέρους των κρατικών δανείων που δόθηκαν μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής. Ακόμα όμως και αυτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει η κατάσταση με τα λεγόμενα κρονονοχρέη είναι δραματική. Ειδικότερα:

Χρέη σε σε αναστολή

Τον Ιανουάριο του 2022 «ξεπαγώσουν» κορωνοχρέη από φόρους και ύψους 2,6 δισ. ευρώ τα οποία δημιουργήθηκαν από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Ιούλιο του 2021 για πάνω από 800.000 φορολογούμενους οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να τα εξοφλήσουν σε έως 36 άτοκες η σε έως 72 έντοκες δόσεις με επιτόκιο 2,5%.

Στη ρύθμιση μπορούν να ενταχθούν:

– 392.785 φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
– 299.195 φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα και είναι κυρίως μισθωτοί που τέθηκαν σε αναστολή και ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά και ιδιοκτήτες ακινήτων που έχασαν εισοδήματα από ενοίκια
– 134.455 νομικά πρόσωπα

Αιτήσεις μπορούν να υποβληθούν έως τις 31/12/2021

«Παγωμένα» τραπεζικά

«Κόκκινα» και ενήμερα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια που βρίσκονται σε μορατόριουμ ή σε προγράμματα σταδιακής επαναφοράς από τις τράπεζες ή επιδοτούνται μέσω της «Γέφυρας 1και 2» επανέρχονται σε καθεστώς κανονικής εξυπηρέτησης από το νέο έτος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το ύψος των δανείων που τέθηκαν αρχικά σε αναστολή πληρωμών το 2020 ανήλθε σε 27 δισ. ευρώ αλλά στη συνέχεια υποχώρησαν στα 4,1 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους. Αν προστεθούν και τα δάνεια στα προγράμματα σταδιακή επαναφοράς που εφάρμοσαν οι τράπεζες το συνολικό ποσό φθάνει τα 9 δισ. το 2021.

Κρατικά δάνεια μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής

Από τα φθηνά δάνεια ύψους 8,3 δισ. ευρώ που δόθηκαν μέσω των 7 κύκλων σε επαγγελματίες και για ενίσχυση της ρευστότητας την περίοδο της υγειονομικής κρίσης θα πρέπει να επιστραφούν τα 3 δισ. ευρώ.

Συγκεκριμένα, εφόσον έχει τηρηθεί η ρήτρα διατήρησης εργαζομένων που προβλεπόταν σε κάθε κύκλο

Επιστρεπτέας, επιστρέφεται:

1. Για επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη εργασιών πριν την 1η Ιανουαρίου 2019 και έχουν θετικά ακαθάριστα έσοδα το 2019:

– Επιστρέφεται το εν τέταρτο (25%), εφόσον έχουν πτώση ακαθάριστων εσόδων το 2020, σε σχέση με το 2019, άνω του 70% και καταγράφουν ζημίες προ φόρων.

– Επιστρέφεται το εν τρίτο (33,3%), εφόσον έχουν πτώση ακαθάριστων εσόδων το 2020, σε σχέση με το 2019, μεταξύ 30% και 70% και καταγράφουν ζημίες προ φόρων.

– Για τις λοιπές επιχειρήσεις επιστρέφεται το 50%.

2. Για νέες επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη εργασιών μετά την 1η Ιανουαρίου 2019 ή είχαν μηδενικά ακαθάριστα έσοδα το 2019:

– Επιστρέφεται το εν τέταρτο (25%), εφόσον έχουν πτώση ακαθάριστων εσόδων το 2020, σε σχέση με το 2019 (εφόσον είχαν καταγράψει θετικά ακαθάριστα έσοδα το 2019), άνω του 30% και καταγράφουν ζημίες προ φόρων.

3. Για τις λοιπές επιχειρήσεις επιστρέφεται το εν τρίτο (33,3%).
Με βάση το ανωτέρω σχήμα, υπολογίζεται ότι:

– To 28% των επιχειρήσεων θα επιστρέψουν το εν τέταρτο (25%),

– το 39% των επιχειρήσεων θα επιστρέψουν το εν τρίτο (33,3%),

– το 33% θα επιστρέψουν το 50%.

Οι δικαιούχοι έχουν τις ακόλουθες επιλογές:

– Να αποπληρώσουν το συνολικό ποσό που οφείλουν σε 60 δόσεις με καταβολή της πρώτης δόσης τον Ιανουάριο του 2022.

– Να εξοφλήσουν εφάπαξ όλο το ποσό που έχουν λάβει με επιπλέον «κούρεμα» ύψους 15% επί του επιστρεπτέου τμήματος.