: Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι πάνω από 10.000 κενές θέσεις σε τμήματα ΑΕΙ καθιστούν επιτακτική την ανάγκη αναδιάταξης τόσο των πανεπιστημίων όσο και της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας. Και αυτό διότι και φέτος υπάρχουν περιφερειακά τμήματα με ελάχιστο αριθμό εισακτέων.

Όπως ανέφερε στην «ΚAΘΗΜΕΡΙΝΗ» στέλεχος επιτελικό για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, «όταν ο τίτλος του τμήματος έχει τη λέξη “ψηφιακή” ή “πληροφορική”, η ζήτηση εκτινάσσεται. Πέρασε το μήνυμα ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά».

Ειδικότερα, 61.950 υποψήφιοι γενικού και επαγγελματικού λυκείου. Το κατώφλι εισαγωγής διαμορφώθηκε στα 7.180 μόρια (στο Τμήμα Περιφερειακής Ανάπτυξης στην Αμφισσα), ενώ παράλληλα υπήρξαν 10.884 κενές θέσεις, 10.754 από υποψηφίους γενικών λυκείων και 130 από υποψηφίους των ΕΠΑΛ.

Από τα 450 πανεπιστημιακά τμήματα συνολικά, τα 154 έχουν κενές θέσεις. Σε δεινότερη θέση είναι τα τμήματα με πολύ μικρό αριθμό νέων φοιτητών. Χαρακτηριστικά, υπάρχουν τμήματα που ο αριθμός των εισακτέων είναι ίσος με αυτόν μιας… σχολικής τάξης. Ενδεικτικά, το Τμήμα Νοσηλευτικής στο Διδυμότειχο, με 1 εισακτέο από ΓΕΛ και 13 από ΕΠΑΛ, και το Αειφορικής Γεωργίας στην Αμφισσα που δεν είχε ούτε έναν εισακτέο από γενικό λύκειο και 12 από ΕΠΑΛ. Μάλιστα το δεύτερο θα λειτουργήσει για πρώτη φορά το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Συνολικά 14 τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ είχαν έως 10 εισακτέους από γενικό λύκειο και θα ενισχυθούν από τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ για να επιβιώσουν. Αλλά έως πότε;

«Οταν ο τίτλος ενός τμήματος έχει τη λέξη “ψηφιακή” ή “πληροφορική”, η ζήτηση εκτινάσσεται. Πέρασε το μήνυμα ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά».

«Εδώ και δεκαετίες η χώρα ακολουθεί μια πολιτική για τμήματα ΑΕΙ σε κάθε μεγάλη πόλη. Υπάρχουν κάποια που λειτουργούν για ειδικούς λόγους, αλλά η πλειονότητα ιδρύθηκε για να τονωθεί η τοπική οικονομία και ανάπτυξη. Ωστόσο, τα αποκομμένα τμήματα σε μια πόλη δεν συνιστούν την έννοια του πανεπιστημίου. Από την άλλη, πολλά δεν είναι ελκυστικά για τους υποψηφίους. Το ζητούμενο δεν είναι να καταργηθούν αλλά να καταστούν ελκυστικά. Και τον τρόπο πρέπει να αποφασίσει το ίδρυμα και οι διδάσκοντες κάθε τμήματος», παρατηρεί το ίδιο στέλεχος.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, μεταξύ των τμημάτων με κενές θέσεις είναι και παραδοσιακά τμήματα, όπως ενδεικτικά τα Μαθηματικό Αθηνών (85 κενές θέσεις), ΑΠΘ (64), Σάμου (100) και Ιωαννίνων (210) και το Φυσικό Ιωαννίνων (127). Ανάλογο πρόβλημα παρατηρείται στα τμήματα Φιλολογίας Αθηνών (18), ΑΠΘ (92) και Ιωαννίνων (127) και σε άλλα με συναφές αντικείμενο (Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφίας). Ρεκόρ κενών θέσεων κατεγράφη στα πέντε τμήματα Νοσηλευτικής, συνολικά 458. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο καθώς δεν είναι φετινό αλλά επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια.

Από την άλλη, εντύπωση προκαλεί η πτώση των βάσεων στα τμήματα Φιλολογίας. Ενδεικτικά, στο τμήμα του ΕΚΠΑ η βάση ήταν 13.012 μόρια, του ΑΠΘ 13.994, των Ιωαννίνων 10.411, της Κρήτης η βάση παρέμεινε κάτω από 10.000 μόρια (9.558), ενώ στο σχετικό τμήμα στην Καλαμάτα η βάση έπεσε κάτω από 10.000 μόρια, στα 9.510. «Η αιτία είναι οι μικρές επαγγελματικές προοπτικές των σχετικών τμημάτων, καθώς οι πτυχιούχοι κατευθύνονται μόνο στην εκπαίδευση. Ευρύτερα, όλες οι σχολές ανθρωπιστικών σπουδών πρέπει να αναδείξουν άλλες επαγγελματικές διεξόδους. Για παράδειγμα, να ανανεώσουν το πρόγραμμα σπουδών εντάσσοντας μαθήματα σχετικά με την ψηφιακή τεχνολογία ή τα οικονομικά. Στο εξωτερικό υπάρχει πληθώρα θέσεων εργασίας για τις οποίες οι πτυχιούχοι ανθρωπιστικών σπουδών είναι οι κατάλληλοι. Διακρίνω όμως μια δυσκολία των Ελλήνων καθηγητών των σχετικών τμημάτων να “ανοίξουν” το πρόγραμμά τους. Να το πούμε εσωστρέφεια;» παρατηρεί το επιτελικό στέλεχος του υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, το υπουργείο είναι υπεύθυνο για τον υπερπληθωρισμό των καθηγητικών σχολών. Υπάρχουν 21 σχολές με αντικείμενα την ελληνική γλώσσα, την ιστορία-αρχαιολογία και τη φιλοσοφία και όλες έχουν κύρια επαγγελματική διέξοδο τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Το επιτελείο της νέας ηγεσίας του υπ. Παιδείας δηλώνει ότι το ζήτημα με ελάχιστους εισακτέους σε περιφερειακά τμήματα ΑΕΙ, όπως αναδείχθηκε μετά την ανακοίνωση των βάσεων, θα μελετηθεί. Αντιθέτως, σχεδιάζεται η αντιμετώπιση του ελλείμματος σε πτυχιούχους πληροφορικής, στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας. Oπως δείχνει μελέτη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδος (ΣΕΠΕ), η εκτίμηση για την επιπλέον ζήτηση ειδικών πληροφορικής είναι 15.000 με 16.000 ετησίως έως το 2030. Στον αντίποδα, η προσφορά είναι 8.000-8.500. Οπως αναφέρει στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπ. Παιδείας, σχεδιάζεται η εκπαίδευση πτυχιούχων στην πληροφορική, ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις της αγοράς εργασίας που υπολογίζονται σε 80.000 με 100.000. Ουσιαστικά θα πρόκειται για reskilling στην πληροφορική πτυχιούχων οι οποίοι έχουν πρώτο πτυχίο από καλές σχολές με αντικείμενο σχετικό με την πληροφορική. Αλλωστε, και οι καθηγητές των τμημάτων Πληροφορικής τονίζουν ότι για την κάλυψη της μεγάλης ανάγκης σε στελέχη πληροφορικής πρέπει να αξιοποιηθούν πολλαπλές δεξαμενές. Ενδεικτικά, υπάρχουν πολλοί απόφοιτοι θετικών επιστημών που κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα σε επιστήμη δεδομένων, μηχανική μάθηση, σχεδιασμό πληροφοριακών συστημάτων κ.λπ., οι οποίοι μπορούν να εργαστούν στον χώρο της πληροφορικής με μεγάλη επιτυχία. «Την ίδια στιγμή», όπως τονίζει στην «Κ» το ίδιο υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, «ο άνεργος φυσικός ή χημικός χρειάζεται μια μικρής διάρκειας, στοχευμένη εκπαίδευση στην πληροφορική για να αποκτήσει σχετικές επαγγελματικές δεξιότητες». Για το θέμα ο ΣΕΠΕ, εκπρόσωποι εταιρειών του κλάδου, πανεπιστημιακοί και η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) έχουν συστήσει ομάδες εργασίας που θα καταθέσουν τις προτάσεις τους στα συναρμόδια υπουργεία.

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ