: Ο  Κωνσταντίνος Αδριανουπολίτης εκπαιδευτικός και Ερευνητής, αναφέρει πώς ο αριθμός των εισακτέων για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος καθορίστηκε πρόσφατα από το ΥΠΑΙΘ και είναι κατά τι μικρότερος από τον προηγούμενο.

Τι αναφέρει για την

Η καθιέρωση όμως της Ελάχιστης Βάσης εισαγωγής (.) φέρνει τα πάνω κάτω στον αριθμό των υποψηφίων που θα εισαχθούν στα πανεπιστήμια.

Με την εφαρμογή της Ε.Β.Ε. οι προβλέψεις των ασχολούμενων με τα εκπαιδευτικά θέματα συγκλίνουν στο ότι θα υπάρξει μεγάλος αριθμός υποψηφίων οι οποίοι θα μείνουν εκτός πανεπιστημίων. Οι προβλέψεις κυμαίνονται μεταξύ 20.000 μέχρι 30.000.

Το ΥΠΑΙΘ όμως με την τακτική να διατηρεί τον ίδιο περίπου αριθμό θέσεων στα πανεπιστήμια, εμφανίζεται ό,τι δεν θα έχει την ευθύνη για το μεγάλο ποσοστό αποτυχόντων, αλλά την ευθύνη θα έχουν οι χιλιάδες υποψήφιοι οι οποίοι δεν θα γράψουν καλά στις !

Η τακτική της μη μείωσης του αριθμού των εισακτέων, αλλά στην πραγματικότητα ο αποκλεισμός τους από την εισαγωγή σηματοδοτεί, ότι οι θέσεις μεν υπάρχουν αλλά οι υποψήφιοι δεν τις κατέλαβαν διότι δεν έγραψαν καλά. Αυτή η μεθόδευση αποτελεί ένα  Colpo Grosso.

Το πρόβλημα με τον μεγάλο αριθμό φοιτητών στα πανεπιστήμιά μας και τον αριθμό αποφοίτων οι οποίοι μεταναστεύουν για εργασία είναι γεγονός.

Γεγονός είναι επίσης ότι η Επαγγελματική Εκπαίδευση και η Επαγγελματική Κατάρτιση προς τις οποίες η κυβέρνηση στοχεύει στρέψει ένα ποσοστό νέων, προϋποθέτει τη δημιουργία ενός ελκυστικού πόλου στη λυκειακή βαθμίδα πριν από το πανεπιστήμιο.

Η δημιουργία ενός τέτοιου πόλου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η προσπάθεια έχει γίνει και στο παρελθόν από τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου παιδείας με πενιχρά αποτελέσματα.

Οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί και δεν είναι μόνο το κοινωνικό status όπως συχνά αναφέρεται. Σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και όχι μόνο, προτιμώνται τα επαγγέλματα του «καθαρού κολάρου».

Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. η ΕΕΚ είναι αναβαθμισμένη και έχουν δημιουργηθεί εναλλακτικές διαδρομές για την επαγγελματική αποκατάσταση στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται κατ΄ ανάγκη και τα πανεπιστήμια.

Να αναφέρουμε για παράδειγμα τη Φινλανδία η οποία θεωρείται ότι έχει το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στην Ευρώπη.

Στη χώρα αυτή, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Eurostat  του 2018 το ποσοστό των μαθητών στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Γενική Εκπαίδευση είναι 28,4% και στην Ελλάδα 71,5%. Το ποσοστό των μαθητών στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Επαγγελματική Εκπαίδευση της  Φινλανδίας είναι  71,6% και της  Ελλάδας 28,5%.

Η διαφορά της Ελλάδας από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ιδίως τα αναπτυγμένα οικονομικά, είναι ό,τι  οι μεταρρυθμίσεις των κρατών εκείνων είναι πραγματικές και σε βάθος με μεγάλη διάρκεια για να φανούν τα αποτελέσματα.

Στη χώρα μας οι σχετικές νομοθετήσεις για «αναβάθμιση» είναι συχνές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι χρόνιες παθογένειες εντοπίζονται στην έλλειψη κατάλληλων κτιριακών  και εργαστηριακών  υποδομών, στην έλλειψη  επαγγελματικών δικαιωμάτων σε πολλές ειδικότητες, στα κατάλληλα προγράμματα σπουδών με την απαιτούμενη βιβλιογραφία, στη σύνδεση σχολείου με την  αγορά εργασίας κ.α.

Η προσπάθεια για μείωση του αριθμού των φοιτητών στη χώρα μας θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός πόλου έλξης και πριν το  πανεπιστήμιο από τον οποίο θα βρίσκουν εργασία περισσότεροι νέοι απ΄ ότι σήμερα. Η δημιουργία αυτού του ελκυστικού πόλου θα πρέπει να προϋπάρξει ώστε η μετακίνηση να γίνει  συναινετικά και όχι αναγκαστικά.  Η βίαιη αλλαγή πορείας σε χιλιάδες νέους δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Η δημιουργία του ελκυστικού πόλου δεν είναι σίγουρο ότι θα δημιουργηθεί, αλλά είναι σίγουρο ό,τι θα ενισχυθούν και θα αυξηθούν άλλες δομές πανεπιστημιακού τύπου στις οποίες θα οδηγηθούν όσοι μείνουν εκτός πανεπιστημίων.

Ήδη τα κολέγια εμφανίζονται ως πανεπιστήμια. Δηλαδή η κυβέρνηση μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των στα πανεπιστήμια αλλά δεν μπορεί να βάλει φραγμό στον αριθμό εγγραφών στα κολέγια και στα ιδιωτικά ΙΕΚ.

Εδώ φαίνεται ότι η εισαγωγή στα πανεπιστήμια παίρνει ταξικό χαρακτήρα και αυτό δεν αποτελεί αριστερή φρασεολογία. Όλες οι διεθνείς κοινωνιολογικές έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ό,τι οι υποψήφιοι για πανεπιστημιακές σπουδές που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό κοινωνικοοικονομικό και μορφωτικό επίπεδο γονέων έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να σπουδάσουν από κάποιους άλλους οι οποίοι προέρχονται από αντίστοιχο χαμηλό ή και μεσαίο επίπεδο.

Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό και στη χώρα μας αν λάβουμε υπόψη ότι οι μαθητές των οποίων οι γονείς έχουν οικονομική δυνατότητα και μπορούν να εξασφαλίζουν για τα παιδιά τους την παρακολούθηση ιδιαίτερων μαθημάτων ή μαθημάτων σε φροντιστήρια, να μεταβούν στο εξωτερικό για σπουδές ή να εγγραφούν σε κολέγιο όπου δεν χρειάζονται και Ε.Β.Ε. έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να σπουδάσουν.

Προτιμότερη ίσως ήταν η λύση του σταδιακού περιορισμού των κατά 3.000 ή και 5.000, οπότε θα μειωνόταν και ο αριθμός όσων συγκέντρωναν βαθμολογία πολύ κάτω της βάσης, παρά η καθιέρωση της Ε.Β.Ε. με την οποία θα αποκλειστούν 20.000 έως 30.000.

Κλείνοντας επισημαίνουμε ό,τι σύμφωνα με το Ν. 4763/2020, άρθρο 43 οι απόφοιτοι των ΙΕΚ καθώς και του Μεταλυκειακού έτους – Τάξη Μαθητείας δύνανται να κατατάσσονται σε τμήματα ΑΕΙ συναφούς ειδικότητας. Οι απόφοιτοι λυκείων έχουν δικαίωμα εγγραφής  στα ΙΕΚ ή στο Β΄ έτος του ΕΠΑ.Λ. και στη συνέχεια στο Μεταλυκειακό έτος. Για ποιο λόγο δεν συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα εγγραφής στο Β΄ έτος ΕΠΑ.Λ., όπως στο ΙΕΚ, μέσω του παράλληλου μηχανογραφικού;

Η πιθανή εξήγηση είναι ό,τι το ΙΕΚ θα έπρεπε να εμφανιστεί ως προθάλαμος για το πανεπιστήμιο και όχι το ΕΠΑ.Λ., το οποίο θεωρείται υποβαθμισμένο λύκειο, άσχετα εάν στο ΙΕΚ εγγράφονται οι αποτυχόντες των πανελλαδικών.

Πάντως η καθιέρωση του παράλληλου θυμίζει πάλι ένα άλλο Colpo Grosso.

Καλό θα είναι σε όλο το εγχείρημα αναβάθμισης της ΕΕΚ οι όροι να είναι καθαροί, να έχουν κατά το δυνατόν μεγάλη κοινωνική συναίνεση, κάτι το οποίο δεν φαίνεται επί του παρόντος να υπάρχει και δεν ξέρουμε εάν θα υπάρξει.