Πολλές φορές, οι υποψήφιοι φοιτητές –και κυρίως οι γονείς τους– είναι χαμένοι στη μετάφραση των διεθνών αξιολογήσεων των ΑΕΙ. Στην Ελλάδα, βεβαίως, η κατάσταση μοιάζει πιο εύκολη, καθώς τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι αξιολογήσεις των ιδρυμάτων που γίνονται από τρίτους φορείς αποτελούν νέο «φίλτρο» για το προφίλ, τη φήμη και τη θέση κάθε ΑΕΙ.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι κατατάξεις των ΑΕΙ επηρεάζουν αποφασιστικά την κοινή γνώμη, γενικότερα, και τη λήψη αποφάσεων, ειδικότερα, για θέματα ανώτατης εκπαίδευσης, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι κάθε ενδιαφερόμενος να έχει τα εφόδια για να αποκωδικοποιήσει τα κριτήρια των αξιολογήσεων. Πλήρη αποτύπωση της θέσης των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των κολεγίων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δίνει η μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), που παρουσιάζει σήμερα η «Κ».

Η Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΟΔΙΠ) του ΕΚΠΑ συνέταξε τη μελέτη στην οποία παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι πίνακες διεθνούς κατάταξης πανεπιστημίων και τα κριτήρια που εφαρμόζουν. Τα κριτήρια αξιολόγησης είναι πολλά, συχνά διαφέρουν από έρευνα σε έρευνα, και συνήθως έχουν διαφορετική βαρύτητα ως προς τη διαμόρφωση της τελικής κατάταξης σε κάθε πίνακα. Οπως λέει η μελέτη –την υπογράφουν ο πρύτανης του ιδρύματος Θάνος Δημόπουλος, ο αναπληρωτής πρύτανης, πρόεδρος της ΜΟΔΙΠ Κωνσταντίνος Μπουραζέλης, και τα διοικητικά στελέχη του ΑΕΙ Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης και Δημήτρης Κουτσομπόλης–, συνήθως οι πίνακες αυτοί συντάσσονται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και οργανισμούς, έγκυρες εφημερίδες ή περιοδικά, όπως οι Times, το Business Week, οι US News, οι Financial Times, κ.ά.

Από το σύνολο των ΑΕΙ, τα οποία σύμφωνα με το International Handbook of Universities (International Association of Universities) ξεπερνούν τις 18.000 παγκοσμίως, στα περισσότερα συστήματα κατάταξης ξεχωρίζουν τα καλύτερα 1.000 ή 4.000 ιδρύματα και κατόπιν προχωρούν στην τελική σύνταξη ενός πιο σύντομου κατάλογου-κατάταξης 500 ή 1.000 ιδρυμάτων, δηλαδή μεταξύ των ήδη επιλεγμένων ως καλύτερων παγκοσμίως. Ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνει σε κάθε κριτήριο μία αξιολόγηση, αλλάζει και η κατάταξη των αξιολογούμενων ΑΕΙ.

Από μία γενική αποτύπωση του χάρτη των ΑΕΙ στην Ελλάδα, προκύπτει ότι το ΕΚΠΑ κερδίζει τις περισσότερες πρωτιές, ενώ στις πρώτες θέσεις εναλλάσσονται και το ΑΠΘ, το ΕΜΠ, το Παν. Κρήτης και το Παν. Πατρών. Ωστόσο σε επιμέρους, εξειδικευμένους δείκτες υπάρχουν πολύ καλά πλασαρίσματα και άλλων ιδρυμάτων (π.χ. το Οικονομικό Παν. Αθηνών).

Στα θετικά στοιχεία που προσφέρουν οι πίνακες κατάταξης, είναι ότι η εξασφάλιση υψηλής θέσης στις λίστες παγκόσμιας κατάταξης επηρεάζει καταλυτικά τη δυνατότητα των ΑΕΙ να προσελκύουν υψηλής ποιότητας ακαδημαϊκό προσωπικό (διδάσκοντες, ερευνητές), θεσμικούς συνεργάτες και επενδυτές. Στον αντίποδα, αρνητικό είναι ότι η έμφαση στη στατιστική και τους αριθμούς προωθεί μια μονοδιάστατη αντίληψη της ακαδημαϊκής αριστείας, και επιταχύνεται η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Επίσης, δημιουργεί ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου οι διαφορές στους δείκτες οδηγούν σε δυσανάλογες διαφορές στη φήμη και τη δυνατότητα απόκτησης πόρων από τα αξιολογούμενα ΑΕΙ. Τέλος, δεν λαμβάνεται υπόψη το θεσμικό πλαίσιο κάθε χώρας, το οποίο μπορεί να επιδρά απαγορευτικά σε στρατηγικές βελτίωσης (π.χ. τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν ακόμη ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα).

Καθημερινη