Τι είπε ο πρόεδρος της ΔΟΕ – Οι ποινικές κυρώσεις, που θα επιβάλλονται σε όσους εκπαιδευτικούς δεν συμμορφώνονται με τη διαδικασία αφενός και οι έντονες αντιδράσεις από την πλευρά τους, δημιουργούν ένα κλίμα διαμάχης μεταξύ του υπουργείου Παιδείας και των εκπαιδευτικών. Ο πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, κ.Θανάσης Κικίνης τοποθετήθηκε σήμερα σχετικά.

Αναλυτικότερα, ο πρόεδρος της ΔΟΕ διευκρινίζει πως το περιεχόμενο της εγκυκλίου, που εστάλη προς τους εκπαιδευτικούς, αναφέρει πως «θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων ως δημόσιες υπηρεσίες».

Όπως εξήγησε, η μνεία, που έγινε από συγκεκριμένη ιστοσελίδα και από την οποία ανακινήθηκε το θέμα, έρχεται από έναν άλλο νόμο: «ένα νόμο που θεσπίστηκε πρόσφατα και δεν ξεκίνησε για να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση. … δηλαδή, εμείς ως τώρα κρατάμε μία στάση με την απεργία, αποχή, στάση εργασίας, δηλώνοντας την αντίθεσή μας στην εφαρμογή του νόμου και ζητώντας διάλογο. Δεν είναι γι’αυτούς τους συναδέλφους οι απειλές αυτές. Και δεν είναι για κανένα συνάδελφο η απειλή αυτή που αναφέρεται στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, με την έννοια ότι κανείς δεν παρεμποδίζει (την αξιολόγηση)». Και πρόσθεσε: «οι ποινές, που έχει ο νόμος 4823 στο άρθρο 56 για όποιον δεν κάνει αξιολόγηση, είναι συγκεκριμένου χαρακτήρα. Αυτό το οποίο χρησιμοποιείται από την ιστοσελίδα, παραπέμπει σε έναν άλλο νόμο, που έγινε πρόσφατα για να αποτρέψει την είσοδο στο σχολείο άσχετων με το εκπαιδευτικό έργο. Δηλαδή, φτιάχτηκε για τα φαινόμενα επιθετικής συμπεριφοράς και δεν αναφέρεται έτσι στην εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας – αυτό είναι το θεσμικό πλαίσιο για όσους παρεμποδίζουν τη λειτουργία του σχολείου».

Εντός του εκπαιδευτικού κοινού υπάρχει επίσης δυσαρέσκεια για την στάση του υπουργείου Παιδείας, το οποίο επέλεξε να αντιμετωπίσει το θέμα μέσω των δικαστηρίων αντί για διάλογο με τους εκπαιδευτικούς. Η έλλειψη διαλόγου και συνεννόησης επιδεινώνει το κλίμα διαμάχης και δυσπιστίας μεταξύ των δύο πλευρών. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν την ανάγκη για μία σοβαρή συζήτηση, υπογραμμίζοντας ότι η εκπαίδευση χρειάζεται συνεχή βελτίωση και όχι να υιοθετούνται μέθοδοι τιμωρητικού χαρακτήρα. «Το υπουργείο Παιδείας επέλεξε αντί της μεθόδου του διαλόγου, τη μέθοδο των δικαστηρίων», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ.Κικίνης για να προσθέσει: «Εμείς λέμε ότι πρέπει να υπάρξει ένας διάλογος, ότι πρέπει να γίνει μία σοβαρή συζήτηση. Έχουμε ξεκινήσει μόνοι μας αυτό το διάλογο διαδικτυακά μέσα από το κανάλι της Ομοσπονδίας, μέσα από επιστημονικές εκδηλώσεις με επιστήμονες απ’όλο τον κόσμο καταθέτουν τις απόψεις τους για το ζήτημα της αξιολόγησης. Η εκπαίδευσή μας χρειάζεται βελτιωτικές κινήσεις, οι οποίες δεν θα έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα».

Την ίδια στιγμή, πολλοί είναι οι γονείς, οι οποίοι ήδη συμμετέχουν σε μία άτυπη αξιολόγηση. Από την πλευρά τους, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι ο πυρήνας της αντίθεσής τους είναι η επιστημονική και εκπαιδευτική προσέγγιση, και όχι μια απλή αντίδραση. «Αυτή δεν είναι αξιολόγηση αλλά μία συζήτηση που γίνεται μεταξύ γονέων. Το τί άποψη έχει ο καθένας για τον κάθε επαγγελματικό χώρο είναι μία ευρεία συζήτηση», σχολίασε ο κ.Κικίνης σημειώνοντας πως πρέπει να υπάρχει ένα ευρύ σύστημα στήριξης και ενίσχυσης του δημόσιου σχολείου ώστε οι εκπαιδευτικοί να γίνουν όλο και καλύτεροι στη δουλειά τους και το εκπαιδευτικό σύστημα να γίνει πιο αποδοτικό. «Τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών μας είναι πάνω απ’όλα», κατέληξε.

Η εκπαιδευτική κοινότητα παραμένει ανήσυχη σχετικά με τον τρόπο, που διεξάγεται η αξιολόγηση και επιβολή των συνεπειών αυτής. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, που έχουν υποβληθεί σε αξιολόγηση έχουν αξιολογηθεί θετικά, η αντίληψη ότι η αξιολόγηση επιβάλλεται με το βάρος του νόμου παραμένει έντονη. Όπως τόνισε ο πρόεδρος της ΔΟΕ, «απορρίπτουμε το νόμο, 4692 και 4823… έχουμε ξεκαθαρίσει ότι δεν το θεωρούμε επιστημονική αξιολόγηση. Δεν το δεχόμαστε, το απορρίπτουμε. Αυτή τη στιγμή, επιβάλλεται γι’αυτό και εφαρμόζεται. Έχουν περάσει πολλοί συνάδελφοί μας από αξιολόγηση… δεν πρόκειται για φόβο κατά της αξιολόγησης που γεννά την αντίδρασή μας, γιατί – θα επικαλεστώ τα στοιχεία του υπουργείου – σχεδόν όλοι οι εκπαιδευτικοί που έχουν αξιολογηθεί ως αυτή τη στιγμή, έχουν αξιολογηθεί ως εξαιρετικοί. Άρα, δεν είναι αυτό που φοβόμαστε. Εμείς δεν θέλουμε να υπάρχει ένα σύστημα που δεν θα παρέχει ουσιαστική βελτίωση στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν το υπουργείο καταλάβει ότι η θέση μας είναι εκπαιδευτική και επιστημονική και δεν είναι μία απλή αντίδραση, τότε νομίζω ότι θα περάσουμε σε ένα άλλο επίπεδο τη συζήτησή μας».