Δεν ξέρω πόσοι θα το παρεξηγήσουν -ή θα με παρεξηγήσουν- και πουν «ποιος ψάχνει τώρα για χαμόγελα», την ώρα που είμαστε σε «πόλεμο», την ώρα που χάνονται τόσοι άνθρωποι, στην εποχή της πρωτόγνωρης πανδημίας.

Του Ανδρέα Ανδρικόπουλου, φιλόλογου

Εγώ, πάντως, θα το δηλώσω: εμείς οι εκπαιδευτικοί πάντα αποζητάμε το χαμόγελο του μαθητή, το βλέμμα της επικοινωνίας, της επιδοκιμασίας. Ακόμη και ένα ειρωνικό βλέμμα είναι καλύτερο -κατά τη γνώμη μου- από την παγερή ησυχία, τη βουβαμάρα της

Γιατί μπορεί ακόμη και το αρνητικό βλέμμα, ή και το βλέμμα της αποδοκιμασίας, να είναι αφορμή για έναν διάλογο. Όταν όμως δεν βλέπεις στα μάτια τον μαθητή και τη μαθήτριά σου, πώς μπορείς να ξέρεις τι -και αν- έχουν καταλάβει, για να ξέρεις πώς να προχωρήσεις… Εκτός, κι αν γίνουμε ψυχροί επαγγελματίες και «φωτεινοί (ανα)μεταδότες γνώσης» κι όχι λειτουργοί της παιδευτικής διαδικασίας.

Ούτε έχω ειδικές σπουδές στην ψυχολογία της εκπαίδευσης, ούτε επιθυμώ να κάνω τον ειδικό στην ψυχοσύνθεση των παιδιών. Τολμώ να πω μια γνώμη, με το θάρρος της εικοσάχρονης εκπαιδευτικής εμπειρίας μου, και να θέσω ένα θέμα για προβληματισμό πάνω στη νέα πραγματικότητα, της ψηφιακής και εξ αποστάσεως προσπάθειας, που γίνεται για να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Σ’ αυτά της τηλεκπαίδευσης στην εποχή του κορωνοϊού.

Όσο διάστημα συν-εργαστήκαμε με τους μαθητές μας φέτος στο σχολείο, με τις μάσκες μας και τα αντισηπτικά μας, που παλεύαμε να κρατηθούμε αισιόδοξοι και ακμαίοι, από το Σεπτέμβρη μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη, δεν έλειψαν μεταξύ μας τα αστεία. Με πικρόχολο τόνο και με διάθεση αυτοσαρκασμού λέγαμε με τους μαθητές μου, πως είναι «τυχεροί» που τους συνέβη αυτό τώρα, γιατί στο τέλος θα το ξεπεράσουμε και τα βιβλία της Ιστορίας του μέλλοντος θα τους καταγράψουν ως τη γενιά που μορφώθηκε και εκπαιδεύτηκε στο σχολείο, στην εποχή μιας πρωτόγνωρης πανδημίας.

Και ότι θα έχουν να διηγούνται μια φοβερή εμπειρία στους μικρότερους. Τότε, τουλάχιστον, έβλεπα τους μαθητές μου στα μάτια!

Έβλεπα την αγωνία τους, το χαμόγελο, την ξεγνοιασιά τους ακόμη και την αδιαφορία ή την απερισκεψία τους για τον κορωνοϊό. Γιατί, η νέα γενιά, πρέπει να είναι πάντα αισιόδοξη και λίγο παράτολμη. Αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Πώς θα αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο; Αν δεν αμφισβητήσει ο μαθητής το δάσκαλο και την κάθε εξουσία, δεν υπάρχει ελπίδα!

Τώρα, όμως; Τώρα, τι να δω από τον υπολογιστή μου; Το μάθημα γίνεται. Ναι, η διδασκαλία πραγματοποιείται. Οι μαθητές εισέρχονται -όσοι δεν αντιμετωπίζουν τεχνικά προβλήματα- και συμμετέχουν. Όσο τους επιτρέπει το επίπεδό τους, η υλικοτεχνική υποδομή τους, και για να γενικεύσω όσο τους επιτρέπει η κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.

Γιατί όλοι γνωρίζουμε πως η Ελλάδα δεν έγινε ξαφνικά ένα τεχνολογικό πάρκο με υψηλές διαδικτυακές ταχύτητες και προχωρημένο εξοπλισμό… Βλέπω το «χεράκι» των πιο τολμηρών και εξοικειωμένων μαθητών μου, ακούω τη φωνή των πιο θαρρετών να απαντούν, ή να παίρνουν το λόγο. Δεν τους βλέπω όμως…

Αχ! Αυτό το βλέμμα του μαθητή, λέει τα πάντα! Το έχω συζητήσει πολλές φορές με τους καλούς μου συναδέλφους αυτό βλέμμα του μαθητή μέσα στην τάξη. Όταν έχεις το μαθητή σου απέναντι, ξέρεις κάθε στιγμή: και αν καταλαβαίνει αυτό που του λες, και πότε έχει απορίες, και πότε νυστάζει και πότε σκέφτεται το ποδόσφαιρο ή τον εφηβικό του έρωτα!

Έτσι, είναι: έχουμε ζωντανούς οργανισμούς απέναντί μας, πάνω στην εφηβεία τους, και η αλληλεπίδραση δεν είναι μόνο μέσα από τη διδακτέα και εξεταστέα ύλη. Δεν είναι μόνο οι διδακτικοί στόχοι, το πρόγραμμα των σπουδών, η δεοντολογία. Ναι, η απόσταση είναι δεδομένη. Εμείς είμαστε οι εκπαιδευτικοί κι αυτοί οι εκπαιδευόμενοι. Είμαστε, όμως, όλοι μαζί σ’ αυτή τη μάχη, στον αγώνα για την παίδευση, την καλλιέργεια. Όχι μόνο για την εκπαίδευση.

Κι έτσι, ο δάσκαλος, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κατεβεί στον «στίβο της μάχης» για να είναι αποτελεσματικός, για να πετύχει όσο γίνεται περισσότερα, να μεταδώσει όσο γίνεται πιο πολλά στον μαθητή του. Κάτι σαν -και μη με θεωρήσετε πολεμοχαρή, αν και η εκπαίδευση είναι μια καθημερινή μάχη- τους πιο πετυχημένους ηγεμόνες της ελληνικής ιστορίας, που δεν δίσταζαν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή μαζί με τους στρατιώτες τους. Αυτοί δεν έμειναν στην ιστορία ως οι πιο πετυχημένοι;

Ναι, μεν, θα κρατήσουμε τα όρια με τους μαθητές μας, αλλά αν δεν συμπορευτείς με τους μαθητές σου, πώς θα πετύχεις στο μέγιστο βαθμό; Εκτός, κι αν το ζητούμενο δεν είναι να πετύχουμε στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά απλώς να πούμε πως όλα έγιναν νόμιμα και όπως ορίζουν οι εκάστοτε εγκύκλιοι, τα ΦΕΚ, οι εντολές από τους ειδήμονες.

Λίγες μέρες πριν, την 7η και τελευταία ώρα της Παρασκευής, με τα παιδιά να είναι στην οθόνη τους για τόσες ώρες, μου ήρθε η ατυχής έμπνευση να αστειευτώ μαζί τους, προσπαθώντας να κάνω λίγο πιο ανάλαφρο το κλίμα και να αντέξουν άλλα 10 λεπτά μάθημα…

Την πάτησα, και μάλιστα άσχημα. Στην προσπάθειά μου για «χιουμοράκι», -δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, μάλλον με συνεπήρε το αντικείμενο και νόμιζα ότι είμαι μέσα στην τάξη και ότι θα τους έκανα να γελάσουν- εισέπραξα μια παγωμένη βουβαμάρα. Καμία απάντηση. Η τηλεκπαίδευση με εκδικήθηκε. Γιατί δεν έχει ψυχή. Η ψυχή δεν βρίσκεται στα μηχανήματα και στα μέσα της τηλεπικοινωνίας, αλλά στους ανθρώπους που είναι στις δύο –ή στις πολλαπλές- πλευρές της. Πρωτίστως στους μαθητές και βεβαίως και στους δασκάλους…

Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την ελπίδα πως τα σχολεία μας θα ανοίξουν και πάλι σύντομα με ασφάλεια, με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τόσο μαθητικό πληθυσμό ανά τάξη, όσο είναι κατάλληλος για να μην κινδυνεύει κανείς, ούτε μαθητής, ούτε δάσκαλος. Και αγωνιώ να ξαναδώ τους μαθητές μου στα μάτια, είτε με μάσκα είτε χωρίς. Γιατί, εκτός από τους συναδέλφους μου, πιο πολύ μου έχει λείψει το χαμόγελό των μαθητών μου, που μπορώ να το δω ακόμη κι αν φοράνε τη μάσκα. Δεν λέμε: «γελάνε και τα μάτια του;» Αυτό περιμένω να ξαναδώ!