Η αναφορά σε ένα μέρος του συνόλου των εκπαιδευτικών μπορεί να κριθεί ως θεώρηση αντιδεοντολογική και ελλειμματική. Θέλω όμως να εστιάσω σε μια συνθήκη εργασίας, που όχι μόνο δεν υπηρετεί τον εργαζόμενο αλλά και τον απαξιώνει.

Του

Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι οι χειρότερες εργασιακές συνθήκες γενικά στους σημερινούς δύσκολους καιρούς της χώρας μας – η ίδια η εργασία στην οποία άλλωστε αναφέρομαι είναι εκδοχή του πιο όμορφου ίσως επαγγέλματος –, γιατί στον ιδιωτικό τομέα η μαύρη, η αδήλωτη και η καταπιεστική εργασία έχει πάρει άγριες όψεις.

Αναφέρομαι στον Δημόσιο Τομέα και στο τμήμα εκείνο των εκπαιδευτικών, μόνιμων και αναπληρωτών, που βρίσκονται στη πρώτη φάση της επαγγελματικής τους εξέλιξης και βιώνουν μια σκληρή πραγματικότητα – αν και ένα υποσύνολο αυτών βρίσκεται και πέραν της πρώτης φάσης. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί (νηπιαγωγοί, δάσκαλοι και καθηγητές) έχουν τα εξής συστατικά στοιχεία στις γενικότερες συνθήκες της εργασίας τους.

α) Έχουν μισθό πενιχρό – κάτω από τα όρια της φτώχειας, περίπου 700 ευρώ.

β) Βρίσκονται στη μέγιστη πλειοψηφία τους μακριά από τις εστίες τους και είναι υποχρεωμένοι να συντηρούν δύο σπίτια τουλάχιστον και, αν έχουν παιδιά που σπουδάζουν, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.

γ) Θα παραμείνουν μακριά από την οικογένειά τους – αν είναι παντρεμένοι – για πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες, γιατί η κινητικότητα στον κλάδο των εκπαιδευτικών έχει αδρανοποιηθεί.

δ) Αν δεν είναι παντρεμένοι, δύσκολα θα προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας, αφού το οικονομικό στάτους είναι απαγορευτικό.

ε) Μεγάλο μέρος τους έχει αποκτήσει πρόσθετα μορφωτικά προσόντα (κυρίως μεταπτυχιακά) στο κυνήγι του διορισμού.

στ) Επίσης μεγάλο μέρος αυτών (οι αναπληρωτές) χαρακτηρίζεται από εργασιακή αβεβαιότητα και οι εκπαιδευτικοί αυτοί δεν ξέρουν αν η επόμενη χρονιά τους βρει στο σχολείο. Και ενώ μπορεί να τρέχουν σε κάθε γωνιά της χώρας (και συνήθως στις πιο δύσκολες περιοχές), με την ελπίδα του μόνιμου διορισμού, μπορεί αυτό να μη συμβεί και όλες οι θυσίες τους να πάνε χαμένες.

ζ) Η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους – που υπερβαίνει και τις δύο δεκαετίες, και είδαμε πλέον αναπληρωτές να βγαίνουν στη σύνταξη χωρίς να έχουν διοριστεί ως μόνιμοι εκπαιδευτικοί!

η) Σημαντικό μέρος αυτών βλέπουν ότι εργάζονται σε μόνιμα κενές θέσεις εργασίας και απορούν, για το τι ακριβώς συμβαίνει.

θ) Επίσης, σημαντικό μέρος αυτών διατίθενται για να διδάσκουν σε 3 ή και σε 4 σχολεία στην περιφέρεια της χώρας πηγαίνοντας από νησί σε νησί ή από κεφαλοχώρι σε κεφαλοχώρι, που απέχουν αρκετά χιλιόμετρα μεταξύ των σε ορεινές ή σε ημιορεινές περιοχές με συγκοινωνίες, με ταξί ή με Ι.Χ. κλπ καθιστώντας το οικονομικό τους στάτους ακόμα πιο δύσκολο.

Προφανώς, κάποια από αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν και άλλα επαγγέλματα. Αλλά θεωρώ βάσιμα και ισχυρίζομαι ότι στο Δημόσιο δεν υπάρχει άλλη κατηγορία εργαζόμενων, η οποία να έχει ταυτόχρονα όλα αυτά τα γκρίζα συμπτώματα στην άσκηση του επαγγέλματός των! Θεωρώ ακόμα ότι το όλο ζήτημα δεν είναι ούτε κλαδικό ούτε συνδικαλιστικό, με την έννοια όχι ότι δεν αφορά τη σφαίρα της διεκδίκησης – αντίθετα απαιτεί να είναι πάντα στην αιχμή του εκπαιδευτικού κινήματος – αλλά με την έννοια ότι είναι μείζον κοινωνικό, πολιτικό και ηθικό ζήτημα.

Η πολιτεία οφείλει να δει το καθεστώς απαξίωσης αυτών των χιλιάδων εκπαιδευτικών. Και πρέπει να σημειωθεί ότι αναφερόμαστε στο πιο νέο, στο πιο δυναμικό τμήμα των εκπαιδευτικών, που θα έχει την ευθύνη της παιδείας και της μόρφωσης των νέων για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Τα περιστατικά, που βλέπουμε κάθε χρόνο με εκπαιδευτικούς να μη βρίσκουν διαμέρισμα να νοικιάσουν ή να έχουν νοίκι σχεδόν ίσο με το μισθό τους στα “νησιά του τουρισμού” ή να κοιμούνται σε αποθήκες ή ακόμα και στα αυτοκίνητά τους και να πηγαίνουν για την ατομική τους υγιεινή σε σπίτια μαθητών τους, μπορεί να είναι οριακά αλλά είναι δηλωτικά μιας κατάστασης που πλήττει την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών, που δεν τους επιτρέπει να επιβιώνουν έστω σε συνθήκες ανοχής.

Αυτή η απαξιωτική εικόνα των εκπαιδευτικών με όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία της δεν υπήρχε ούτε στη δεκαετία του 1960, στο δάσκαλο των μικρών χωριών. Αν όλα αυτά αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, αν υπάρχει ένα γενικό, κοινωνικό αίτημα δικαιοσύνης ως προς ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα, θεωρώ ότι οφείλουμε, κόμματα και κοινωνικοί φορείς, να ανοίξουμε διάλογο και να προτείνουμε λύσεις.