Μια φορά και έναν καιρό πριν από αρκετά χρόνια σε μια μακρινή χώρα του Νότου που είχε το περίεργο όνομα: «χώρα των κλειστών ματιών», ζούσε μια όμορφη οικογένεια. Τη μαμά τη λέγανε Δημοκρατία, το μπαμπά τον λέγανε Λαό και είχανε και μια λατρεμένη κόρη που τη λέγανε Παιδεία η οποία όμως είχε ένα κουσούρι από γεννησιμιού: είχε μάτια διάπλατα ανοιχτά.

Δημήτρης Τσιριγώτης

Στην αρχή γλυκιά γαλήνη επικρατούσε στο σπιτικό τους. Αυτή τους η ευτυχία όμως προκαλούσε την κακία σε πολύ κόσμο. Κάποιοι άνθρωποι που έμοιαζαν με αλεπούδες έφτασαν σε σημείο να βάλουν λόγια στο Λαό ότι η γυναίκα του η Δημοκρατία φλέρταρε, όταν εκείνος έλειπε, με τον άσπονδο εχθρό του τον Ηγεμόνα. Δεν δίστασαν μάλιστα να δημιουργήσουν ψεύτικα ενοχοποιητικά στοιχεία και έτσι ο Λαός πείστηκε ότι η γυναίκα του τον απατά με τον Ηγεμόνα.

Μετά από ένα μεγάλο καβγά, όπου η Δημοκρατία ωρυότανε για την αθωότητά της, ο Λαός αισθανόμενος βαθιά προδομένος έφυγε από το σπίτι και από τότε κανείς δεν τον είδε, μα ούτε και τον άκουσε.

H Δημοκρατία έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια της γιατί τον αγαπούσε το Λαό. «Και τώρα ,τώρα τι θα απογίνω εγώ και η κόρη μου η Παιδεία»; αναρωτιότανε νιώθοντας αδύναμη και μετέωρη να τα καταφέρει μόνη της.

Τότε περίπου ήταν που άρχισαν να καταφτάνουν στο σπίτι της τα δώρα του Ηγεμόνα. Λουλούδια και κοσμήματα για εκείνη και παιχνίδια, ρούχα και γλυκά για το παιδί. Οι αρχικές αντιρρήσεις της Δημοκρατίας κάμφθηκαν τελείως όταν ο Ηγεμόνα τής φανέρωσε τις αγαθές του προθέσεις με  πρόταση γάμου που συνοδευόταν από ένα δαχτυλίδι που είχε το μεγαλύτερο διαμάντι που είχε δει ποτέ. H Δημοκρατία κολακεύτηκε και αποφάσισε να παντρευτεί τον Ηγεμόνα. Αυτό που μέτρησε πολύ σε αυτή της την απόφαση ήταν ότι ο Ηγεμόνας τής υποσχέθηκε ότι θα αγαπάει την Παιδεία σαν δικό του παιδί .

Ξεχάσαμε να πούμε πως ο Ηγεμόνας είχε δύο δικές του κόρες που τις έλεγαν Απληστία τη μία και Διαπλοκία την άλλη. Τις είχε αποκτήσει  από παλαιότερο γάμο με μια γυναίκα που την έλεγαν Πλουτοκρατία. Η Πλουτοκρατία ήταν μια κυρία ελαφρών ηθών, όπως θα λέγαμε, αλλά ο Ηγεμόνας την είχε παρουσιάσει ως μια κυρία του «καλού κόσμου». Μετά από λίγο καιρό όμως φανερώθηκε η αλήθεια και αμέσως μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο ο Ηγεμόνας αναγκάστηκε να τη χωρίσει. Μετά το χωρισμό ο Ηγεμόνας εξακολουθούσε να έχει σχέσεις με την Πλουτοκρατία στα κρυφά. Μακριά από τις αυστηρές ματιές της καθωσπρέπει κοινωνίας ο Ηγεμόνας και η Πλουτοκρατία εξακολουθούσαν να ζούνε τον έρωτά τους. Παράνομα και ίσως γι’ αυτό και πιο παράφορα.

Για να ξαναγυρίσουμε λοιπόν στις χαρές, ο Ηγεμόνας και η Δημοκρατία ενώθηκαν με του γάμου τα δεσμά και με της καλής κοινωνίας τις ευλογίες. Και ενώ κάπου εδώ θα περιμέναμε το «έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», τα πράγματα  πήραν μια περίεργη τροπή.

Η Απληστία και η Διαπλοκία αμέσως συνωμότησαν εναντίον της θετής τους αδελφής, της Παιδείας. Ποτέ τους δεν την έπαιζαν και ήθελαν να τής κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και τα κατάφερναν μία χαρά. Τη βάζανε να κάνει αυτή όλες τις δουλειές του σπιτιού και την είχανε σαν τη σταχτοπούτα. Ό δε Ηγεμόνας αγόραζε τα πιο ακριβά και τα πιο όμορφα ρούχα για τις δυο του κόρες και άφηνε τη Παιδεία με τα παλιά της ρούχα, φροντίζοντας μόνο να τα δίνει για μπάλωμα όποτε άνοιγε καμία καινούρια τρύπα. Επίσης παίνευε μόνο τις δύο του κόρες, τη Διαπλοκία για την καπατσοσύνη της και την Απληστία για την αποφασιστικότητά της, και ποτέ μα ποτέ δεν έλεγε καλή κουβέντα για την Παιδεία.

Η Δημοκρατία καταλάβαινε αυτά που συμβαίνανε αλλά έκανε τα στραβά μάτια γιατί έτρεμε στην ιδέα ότι ο Ηγεμόνας θα μπορούσε να πετάξει εκείνη και το παιδί της στο δρόμο. Έτσι λοιπόν η καημένη η Παιδεία μαράζωνε μέρα με τη μέρα.  Όχι ότι την ένοιαζαν τα ακριβά ρούχα, τα στολίδια και τα παινέματα. Αυτό που της έτρωγε τη ψυχή ήταν ότι δεν είχε παιδιά για να παίξει, μιας και η Διαπλοκία και η Απληστία ήταν όλη μέρα μπροστά σε ένα καθρέφτη να καμαρώνουν τον εαυτό τους. Ένοιωθε λοιπόν μοναξιά και την παιδικότητά της να σβήνει. Και κάθε μέρα που περνούσε ξεθώριαζε και από ένα χρώμα στο κορμάκι της, ώσπου στο τέλος έμεινε ασπρόμαυρη. Το χειρότερο είναι πως προσπαθούσε να κλείσει και αυτή τα μάτια όπως έκαναν όλοι οι άλλοι που ζούσαν στη «χώρα των κλειστών ματιών» αλλά μάταια. Ήταν αναγκασμένη να βλέπει όλη αυτή την ασχήμια.

Όμως επειδή στα παραμύθια, τίποτα δεν μένει κρυφό για πάντα, τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και μπήκαν στα αυτιά του νονού και πνευματικού πατέρα της Παιδείας που τον έλεγαν Δάσκαλο. Εκείνος μόλις έμαθε ότι η βαφτισιμιά του δεν είναι καλά, ταράχθηκε πολύ και αποφάσισε να τη βοηθήσει. Αναποδογύρισε γη και ουρανό για να βρει το πατέρα τής Παιδείας, το Λαό.

Τελικά μετά από μεγάλο αγώνα τον βρήκε αλλά το θέαμα που αντίκρισε του έκοψε τα πόδια. Ο Λαός κειτόταν ξαπλωμένος μπροστά του, αλλά ούτε μιλούσε μα ούτε άκουγε. Από τη στενοχώρια του είχε πέσει σε ένα βαθύ ύπνο, λήθαργο καθώς τον λένε κάποιοι.

Ό Δάσκαλος χωρίς να το σκεφτεί καθόλου άρχισε να τον σκουντάει δυνατά αλλά μάταια. Μετά συνέχισε και με πυξ και με λαξ αλλά πάλι τίποτα. Έφτασε σε σημείο να σκαρφαλώσει πάνω στο στήθος του ξαπλωμένου Λαού και να κάνει τραμπολίνο αλλά πάλι δεν πέτυχε τίποτα. Μέχρι και με μία ντουντούκα τού φώναζε μέσα στο αυτί αλλά ο Λαός χαμπάρι δεν πήρε.

Ο Δάσκαλος έσκυψε το κεφάλι και έκανε να φύγει πεπεισμένος ότι ο Λαός δεν πρόκειται ποτέ του να ξυπνήσει. Του Δάσκαλου, πριν βγει από τη πόρτα, του ξέφυγε ένα παραμιλητό που κτύπησε το αυτί του Λαού με την ορμή χιλίων βουβαλιών: «Η Παιδεία θα πεθάνει». Και όσα δεν κατάφερε μία ντουντούκα τα πέτυχε ένας ψίθυρος.

Για πότε τινάχθηκε πάνω ο Λαός, χτύπησε τη γροθιά του στο κρεβάτι του λήθαργου και είπε στο Δάσκαλο «πάμε», κανείς τους δεν κατάλαβε. Και μια και δυο κίνησαν για το παλάτι του Ηγεμόνα.

Μόλις έφτασαν, οι φρουροί του παλατιού πήγαν να τους εμποδίσουν την είσοδο και να τους συλλάβουν αλλά ήταν τόση πολλή η δύναμη και τόσο μεγάλος ο θυμός του Λαού που οι φρουροί ,μόλις τον αντικρίσανε, το βάλανε στα πόδια και ακόμα τρέχουν.

Ο Λαός στο πι και φι βρέθηκε μπροστά στη γυναίκα του τη Δημοκρατία η οποία μόλις τον είδε έπεσε στα γόνατα και άρχισε, με λυγμούς να παρακαλάει να τη συγχωρήσει. Ο Λαός έσκυψε τρυφερά από πάνω της και της έκλεισε απαλά το στόμα με τα χέρια του ψιθυρίζοντάς της: «μη πεις άλλα, έχουμε καιρό γι’ αυτά. Η Παιδεία, που είναι η Παιδεία»;

Μα η Παιδεία ήταν τόση ώρα πίσω του και είχε δει όλη τη σκηνή. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της και τα χρώματα που είχαν σβηστεί από το δέρμα της ένα ένα είχαν αρχίσει να επανέρχονται. Της φάνηκε μάλιστα πως για μία μόνο στιγμή τα μάτια της κλείσανε από αγαλλίαση.

Τις αγκαλιές και τα φιλιά που ακολούθησαν ίσως είναι καλύτερα να μην τα περιγράψουμε. Ας αφήσουμε τους ήρωες στην ησυχία τους να τα χαρούν, μη ντραπούν που τους κοιτάμε.

Τη στιγμή που η όμορφη αυτή οικογένεια έβγαινε από το παλάτι του Ηγεμόνα πλήθος κόσμου που είχε μάθει τα ευχάριστα ζητωκραύγαζε μη μπορώντας να ελέγξει τη χαρά του. Εντωμεταξύ, ο Ηγεμόνας με την Πλουτοκρατία και τις δυο τους κόρες, την Απληστία και τη Διαπλοκή εκμεταλλεύτηκαν τους στραφταλισμούς της γιορτής για να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Πριν ασχοληθεί μαζί τους ο Λαός, τον οποίον τρέμανε πραγματικά.

Και επειδή μαγικά συμβαίνουν και στα παραμύθια ακούστε να δείτε τι έγινε. Κάποια στιγμή η μικρή Παιδεία ξέφυγε από τη προσοχή των γονέων της, έτρεξε σε μια παρέα παιδιών και άρχισε να παίζει με τη ψυχή της, να γελάει, να στροβιλίζεται και να κυλιέται ανάμεσα στα λουλούδια.

Ήταν τόση η χαρά της που και οι μεγάλοι άρχισαν να κάνουν το ίδιο: να παίζουν σαν παιδιά. Και τότε έγινε το μαγικό που λέγαμε: Ξαφνικά στη «χώρα των κλειστών ματιών» τα μάτια όλων άνοιξαν διάπλατα. Και αφού συνήθισαν τον ήλιο αποφάσισαν τη χώρα τους από εδώ και πέρα να τη λένε «χώρα των ανοικτών ματιών».

Τελικά η Παιδεία έγινε ο λόγος για να ανοίξουν τα μάτια όλων και αυτό, σύμφωνα με μερικούς που τους φωνάζουν ονειροπαρμένους, ίσως να μην συμβαίνει μόνο στα παραμύθια.

Τώρα επιτέλους μπορούμε να πούμε το: «και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ή μήπως ταιριάζει πιο πολύ να πούμε; «τώρα που τα μάτια μας ανοίξανε για τα καλά και εμείς θα ζήσουμε  καλύτερα».