Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός


Οι φοβίες είναι ένα σύνολο από αγχώδεις διαταραχές που σχετίζονται με ένα ακατάσχετο φόβο… και άγχος που έχει σχέση με ένα αντικείμενο ή γεγονός.

Μια φοβία μπορεί να αφορά στην κυριολεξία ο,τιδήποτε όπως ακριβώς μια αλλεργία.

Ό,τι ο οργανισμός θεωρήσει απειλητικό για λόγους που κατά την πρώτη έκθεση φάνηκε επικίνδυνο το “αφορίζει”, το αρνείται.

Οι άνθρωποι που υποφέρουν από φοβία καταναλώνουν μεγάλο ποσό ψυχικής και σωματικής ενέργειας προκειμένου να αποφύγουν το αντικείμενο αυτό, δυσανάλογη με αυτή που θα χρειαζόταν για να αντιμετωπιστεί το ίδιο το γεγονός ή το αντικείμενο.

Υπάρχει μια όμορφη ιστορία για ένα τσίρκο όπου ένα μικρό ελεφαντάκι ήταν δεμένο σε ένα πάσαλο και προσπαθώντας να ελευθερωθεί τραβούσε και τραβούσε το σχοινί για να βγει ο πάσαλος αλλά ματαια. Κάποια στιγμή αποκαρδιώθηκε και σταμάτησε να προσπαθεί. Μετά μεγάλωσε. Και υπήρχε το εξής παράδοξο: Ένας μεγάλος ελέφαντας με τεράστια δύναμη καθόταν πειθήνια δεμένος από ένα σχοινάκι που κρατιόταν από ένα πάσαλο.

Πολλές φορές δεν έχουμε την εμπειρία ή τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε κάτι, είτε επειδή δε γνωρίζουμε είτε επειδή είμαστε μικροί σε ηλικία. Αυτό μας εντυπώνεται στο νου ως μια προσωπική αποτυχία-αδυναμία να το αντιμετωπίσουμε και στη συνέχεια κάθε φορά νιώθουμε ως αναβίωση την ίδια ανημποριά που πολλές φορές είναι αγχωτική. Αυτό το άγχος ότι “δε μπορούμε” είναι που εμφανίζεται έστω και στην αναφορά ενός τέτοιου γεγονότος ή αντικειμένου.

Η συμπεριφοριστική σχολή αναφέρει πως ακόμα κι όταν στο περιβάλλον δεν είναι παρόν ένα τέτοιο ερέθισμα ή κατάσταση είναι ικανή απλά η αναφορά της να προκαλέσει τις ίδιες καταστάσεις φόβου και άγχους σαν αυτό να ήταν πραγματικό. Αυτή είναι και η ουσία της παθολογίας της φοβίας.

Σε μια ψυχοβιολογική βάση ακολουθόντας το δίπολο της αδρεναλίνης, ο οργανισμός καλείται να επιλέξει πως θα τη χρησιμοποιήσει όταν αυτή εκκριθεί σε περίπτωση κινδύνου: αν θα μαχηθεί ή αν θα τρέξει μακρυά (fight or flight).

Στην περίπτωση του φόβου ενεργοποιείται η επιλογή flight όπου και υπερχρησιμοποιείται στην περίπτωση της φοβίας.

Τα άτομα με φοβίες αναγνωρίζουν το παράλογο του φόβου τους αλλά αδυνατούν να το ελέγξουν, να δράσουν με λογική μέσα σ’αυτό.

Μια φοβία μπορεί να αφορά στην κυριολεξία ο,τιδήποτε όπως ακριβώς μια αλλεργία. Ό,τι ο οργανισμός θεωρήσει απειλητικό για λόγους που κατά την πρώτη έκθεση φάνηκε επικίνδυνο το “αφορίζει”, το αρνείται.

Έτσι υπάρχουν φοβίες για τα ζώα, τα φυσικά φαινόμενα, τα ύψη, τρυπανοφοβία (φοβία για τις βελόνες), φοβία για το αίμα, για τα νοσοκομεία…

Στην πραγματικότητα ο λόγος που κάποιος έχει κίνητρο να ξεπεράσει την μία η περισσότερες φοβίες του είναι η μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει για να αποφύγει το στρεσογόνο ερέθισμα. Δηλαδή ο σκοπός είναι να απλοποιήσει τη ζωή του. Φανταστείτε κάποιον που είναι αρκετά εύπορος και θέλει να πάει στη Θεσσαλονίκη αλλά φοβάται να πάρει το αεροπλάνο. Μπορούσε να πάει σε σαρανταπέντε λεπτά αλλά φτάνει σε πολλές περισσότερες ώρες μέσω ξηράς ή θάλασσας.

Ο φόβος ουσιαστικά δεσμεύει τους πόρους του σώματος και του μυαλού.

Έρευνες που έγιναν σε στρατιωτικό προσωπικό στην Ελλάδα για μετατραυματικό στρες (μια αγχώδη διαταραχή που συγγενεύει με τις φοβίες) έδειξαν ότι μια απλή συζήτηση με σκοπό την απευαισθητοποίηση, σαν μια μίνι συνεδρία με σκοπό την αποφόρτιση, στο χώρο που εκτυλίχθηκε το φοβογόνο συμβάν, ή δίπλα στο φοβογόνο ερέθισμα, ουδετεροποιεί το αίσθημα του φόβου και επανεγκαθιστά τη λειτουργικότητα του προσωπικού.

Άλλες θεραπείες που υπάρχουν για τις φοβίες και είναι αρκετά γνωστές είναι α)η γνωστική συμπεριφοριστική (cognitive-behavioural) και β)η θεραπεία μιας συνεδρίας (one-session treatment).

Η πρώτη αφορά κάποιους μικρούς δομημένους στόχους που καλείται ο θεραπευόμενος να επιτεύξει σαν μικρές διαδρομές που ακολουθεί ώσπου να φτάσει στο στόχο του, την εξάλειψη της φοβίας.

Η δεύτερη είναι μια διαφοροποίηση της πρώτης όπου ο θεραπευόμενος εκτείθεται σε ελεγχόμενα ερεθίσματα, γνωστικές προκλήσεις και ψυχοεκπαιδευτική ενίσχυση που ουσιαστικά δομεί τη θεραπέια εκείνη τη στιγμή. Η θεραπεία αυτή μπορεί να κρατήσει ως και τρεις ώρες και η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται απ’ το κίνητρο του θεραπευόμενου, τις προσδοκίες του και τη θεραπευτική σχέση.

Επίσης η θεραπεία συστηματικής απευαισθητοποίησης, ακολουθεί την έκθεση του θεραπευόμενου σε εικονικές πραγματικότητες και εικόνες με σκοπό αυτό ακριβώς που λέει το όνομα της θεραπείας: Σταδιακή απευαισθητοποίηση.