Στα βάθη του δάσους του Αμαζονίου, στέκουν ερείπια από σπίτια και καταστήματα. Είναι ό,τι έχει απομείνει από την πόλη που είχε δημιουργήσει ο Χένρι Φορντ τη δεκαετία του 1920.
Ηταν το όραμά του, την οποία που ο ίδιος θεωρούνταν ο βασιλιάς της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αποφάσισε να δημιουργήσει φυτείες καουτσούκ προκειμένου να τροφοδοτεί τα εργοστάσιά του, καθώς τα αυτοκίνητα είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλή στις ΗΠΑ και οι απαιτήσεις είχαν αυξηθεί. Εκείνη την εποχή, το καουτσούκ το παρείχαν κατά κύριο λόγο βρετανική εταιρείες, που το παρήγαγαν στη νοτιοανατολική Ασία.

Μετά από διαπραγματεύσεις με τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση, ο Φορντ απέκτησε μία έκταση 10.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στον Αμαζόνιο και σε αντάλλαγμα θα έδινε το 9% των κερδών του. Εκεί φυτεύτηκαν ένα εκατομμύριο δέντρα καουτσούκ, ενώ το πλάνο ήταν να εργαστούν 50.000 άτομα.
Ο Φορντ έστειλε μία ομάδα με μπάτζετ 2 εκατομμύρια δολάρια και εντολή να δημιουργήσουν ένα αμερικανικό προάστιο εκεί. Εχτισαν σπίτια, νοσοκομείο, καταστήματα, ενώ οι εργάτες είχαν στη διάθεσή τους μέχρι και πισίνα, κινηματογράφο και παγωτατζίδικο, όπως αναφέρει η Daily Mail.

Παράλληλα, τους παρείχαν δωρεάν φαγητό, στέγαση και υγειονομική περίθαλψη. Το όραμα του Φορντ όμως δεν είχε καλή εξέλιξη. Οι εργάτες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το φαγητό που τους σέρβιραν ήταν δύσπεπτο, ενώ αντιδρούσαν και στους αυστηρούς κανόνες που αφορούσαν τις γυναίκες και το αλκοόλ, όπως και για το γεγονός ότι τους υποχρέωναν να μετέχουν σε χορούς.

Το 1930 έγινε πραγματικός ξεσηκωμός και κάποιοι από αυτούς διέφυγαν στη ζούγκλα, ενώ χρειάστηκε η επέμβαση του στρατού για να επιβληθεί η τάξη. Δεν ήταν το μόνο πρόβλημα για τον Φορντ, αφού διαπιστώθηκε ότι το έδαφος εκεί δεν ήταν κατάλληλο για τα δέντρα καουτσούκ. Ετσι, στα μισά της δεκαετίας του ’30, αποφάσισε να δημιουργήσει μία νέα φυτεία, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Η Μπελτρέρα έγινε «σπίτι» 2.000 εργατών, ενώ η κοινότητα αριθμούσε 7.000 μέλη, είχε σχολεία, εκκλησία και γήπεδο γκολφ.

Η εμφάνιση του συνθετικού καουτσούκ όμως τα έκανε όλα αυτά περιττά. Έτσι, το 1956, ο εγγονός του Χένρι Φορντ πούλησε τις εκτάσεις.