Τη μνήμη του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος τιμά σήμερα, 17 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας. Ο Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στη Μαύρη Θάλασσα, που ονομαζόταν Χουμιαλά, και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 – 312 μ.Χ.).

Ονομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.
Διαβλήθηκε στον πραιπόσιτο ως Χριστιανός και εκλήθηκε σε εξέταση. Εκεί ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό χωρίς δισταγμό. Ο διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τον άφησε να σκεφτεί και να του απαντήσει λίγο αργότερα.

Πίστευε ότι ο Θεόδωρος θα άλλαζε και θα θυσίαζε στα είδωλα. Ο Μεγαλομάρτυς όχι μόνο παρέμεινε αδιάσειστος στην πίστη του, αλλά έκαψε και το ναό της μητέρας των θεών Ρέας μετά του ειδώλου αυτής. Αμέσως τότε συνελήφθη και ρίχτηκε από τους ειδωλολάτρες σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και ετελειώθηκε μαρτυρικά.

Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Φωρακίου ή Σφωρακίου, το Σάββατο της Α’ εβδομάδος των Νηστειών, δηλαδή την ημέρα που ο Άγιος έκανε το θαύμα των κολλύβων σώζοντας τον ορθόδοξο λαό από τα μιασμένα ειδωλόθυτα, τα οποία επρόκειτο από άγνοια να φάει.

Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.

Τους λόγους που οδήγησαν τον Θεόδωρο να καταταγεί στον στρατό δεν τους γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως πως σύντομα ξεχώρισε στην κοόρτη (λατιν. cohors, cohortis) των τηρώνων (λατιν. tironum) μεταξύ των άλλων στρατιωτών για την ανδρεία του. Αφορμή να γίνει γνωστός για τη ανδρεία του στάθηκε η βοήθεια που έδωσε σε κάποια πλούσια γυναίκα και στους κατοίκους μίας περιοχής εξαιτίας ενός γιγάντιου φιδιού, το οποίο τους τρομοκρατούσε. Έτσι προσευχόμενος έψαξε το φίδι και όταν το συνάντησε εκτόξευσε εναντίον του το ακόντιο τραυματίζοντάς το θανάσιμα.

Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει να εφαρμόζεται το διάταγμα των Διοκλητιανού περί θυσιών στους θεούς, με σκοπό να εμφανίζονται οι Χριστιανοί. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αυτές. Ο Βρύγκας επικεφαλής του τάγματος τον κάλεσε και τον ρώτησε για ποιον λόγο δεν θυσιάζει, οπότε ο άγιος απάντησε ομολογώντας ότι είναι Χριστιανός. Ο Βρύγκας βλέποντας ότι οι προσπάθειές του να τον μεταπείσει αποτύγχαναν, του έδωσε χρόνο να το ξανασκεφτεί. Ο Θεόδωρος τον χρόνο που είχε τον χρησιμοποίησε για να ενισχύσει τους Χριστιανούς του τάγματος, ώστε να μην αλλαξοπιστήσουν ή να μην φοβηθούν από τα βασανιστήρια που περίμενε ότι θα περνούσε μετά τη δεύτερη δίκη και τη μη μεταστροφή του.

Ο Θεόδωρος όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Χρησιμοποιώντας την ελευθερία του, κατέστρεψε το ξύλινο είδωλο της θεάς Ρέας που βρισκόταν στον ναό, από την αγανάκτησή του για τον διωγμό και τα μαρτύρια των Χριστιανών. Ο Κρονίδης, ένας υπηρέτης του ναού, είδε το σκηνικό και το διεμήνυσε στον τοπικό άρχοντα Πόπλιο. Ο Θεόδωρος αμέσως κλήθηκε σε απολογία για τη μεγάλη ασέβεια. Ο ίδιος είπε ότι το έκανε θέλοντας να διαπιστώσει αν όντως η θεά ήταν αληθινή. Αυτό που διαπίστωσε όμως ήταν ότι πρόκειται περί αψύχου πράγματος.

Ο τοπικός άρχοντας αμέσως διέταξε να τον μαστιγώσουν. Τον έφερε πάλι μπροστά του λέγοντας πως αν ασπασθεί τον θεό του όλα θα τελειώσουν, ειδάλλως θα τον υποβάλλει σε βασανιστήρια και θα σπάσει γρήγορα. Ο Θεόδωρος άμεσα απάντησε με τη σταθερότητα της πίστης του πως δε φοβάται να μαρτυρήσει, επειδή δεν είναι δειλός. Έτσι έδωσε εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή χωρίς τροφή και νερό. Το βράδυ όμως ο Χριστός εμφανίστηκε μπροστά του δίνοντάς του τη δύναμη. Επίσης άγγελοι, περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, έψαλλαν μέσα από το κελλί του, με αποτέλεσμα οι φύλακες να νομίσουν πως φίλοι του Θεοδώρου πήγαν να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Ο Πόπλιος μαθαίνοντας το γεγονός έστειλε άγημα στρατιωτών στη φυλακή, οι οποίοι όμως δεν βρήκαν τίποτα.

Ο Πόπλιος θέλησε να του ξαναδώσει μια ευκαιρία να αλλαξοπιστήσει, όμως ο Θεόδωρος ήταν ανένδοτος. Έτσι διέταξε να τον κρεμάσουν ανάποδα και να κόβουν τις σάρκες του με κοφτερά σίδερα, ένα βασανιστήριο ιδιαίτερα γνωστό για την εποχή. Η προσπάθεια που κατέβαλαν με τα βασανιστήρια απέτυχε. Ο Θεόδωρος δεν λύγισε και αντ’ αυτού ο παρευρισκόμενος λαός έπαιρνε δύναμη από το θάρρος και την αντοχή του Θεοδώρου. Βλέποντας αυτό ο Πόπλιος διέταξε να τον ρίξουν στο καμίνι. Η ημερομηνία της κοίμησής του ήταν η 17η Φεβρουαρίου του έτους 306 ή 307. Η Ευσεβία επιτέλεσε την ανακομιδή των λειψάνων του πριν από το 350 στα Ευχάιτα, τα οποία αυτόματα αποτέλεσαν το λατρευτικό κέντρο του αγίου Θεοδώρου και αναδείχθηκαν σε σπουδαίο προσκύνημα.

Με πληροφορίες από wikipedia