: Μετά τους ΕΜΑΚ του Πυροσβεστικού Σώματος πιο κοντά στον υποχρεωτικό εμβολιασμό είναι οι υγειονομικοί εργαζόμενοι.

Η στάση της κυβέρνησης

Όπως αναφέρει το Πρώτο Θέμα, που επικαλείται στοιχεία του , σημαντικό αλλά όχι ικανοποιητικό ποσοστό εργαζομένων έχει λάβει το εμβόλιο για την covid-19, με αποκλίσεις ανάλογα με τους κλάδους. Ειδικότερα, έχει το 82% των γιατρών του ΕΣΥ και το 88% του ιδιωτικού τομέα -ποσοστό υψηλό που βοηθά ουσιαστικά στην οικοδόμηση τείχους ανοσίας στις δομές υγείας-, το 63% του νοσηλευτικού προσωπικού στο ΕΣΥ και το 62% του ιδιωτικού τομέα, ενώ περίπου στα ίδια ποσοστά κυμαίνεται ο εμβολιασμός για το λοιπό προσωπικό σε ΕΣΥ και ιδιωτικές δομές, 60% και 63%, αντίστοιχα.

Πρόκειται για μεγάλη διαφοροποίηση στη συγκεκριμένη -κρίσιμη- επαγγελματική κατηγορία, καθώς τον περασμένο Φεβρουάριο και Μάρτιο τα σχετικά ποσοστά ήταν πολύ πιο χαμηλά. Ενδεικτικά, οι εμβολιασμένοι νοσηλευτές δεν ξεπερνούσαν το 40%. Ωστόσο, με δεδομένο ότι όλοι οι υγειονομικοί εργαζόμενοι είχαν την δυνατότητα να μπουν πρώτοι στην εμβολιαστική εκστρατεία, από τις αρχές Ιανουαρίου, γίνεται αντιληπτό ότι δεν κινήθηκαν όλοι με γρήγορα αντανακλαστικά ούτε με εμπιστοσύνη ως προς το «επιστημονικό δώρο» που τους προσφερόταν για να θωρακιστούν ως στρατιώτες στην πρώτη γραμμή ενός ιδιότυπου πολέμου. Απεναντίας, η στάση τους ήταν στάση αναμονής έναντι των , συχνά δε και επιφύλαξης, η οποία χαρακτηρίζει ακόμη το νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό. Άλλωστε το 37%-40% παραμένει ανεμβολίαστο.

Σταδιακά οι υγειονομικοί άλλαξαν στάση έναντι του εμβολιασμού, με τους γιατρούς να ηγούνται της εμβολιαστικής εκστρατείας μέσα στο χώρο της υγείας. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς στους οποίους πρόσφεραν περίθαλψη με σκληρές, πολεμικές συχνά, συνθήκες, και οι χιλιάδες -πάνω 11.587- νεκροί, ανάμεσα στους οποίους μετρούν και δεκάδες δικούς τους συναδέλφους, ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας που επανακαθόρισε τον τρόπο προσέγγισης της λοίμωξης covid-19 και την προστασία τους έναντι αυτής.

Η συζήτηση και η αντίδραση για την υποχρεωτικότητα του ήταν έντονη στον χώρο των υγειονομικών από την αρχή του έτους που ξεκίνησε η εμβολιαστική εκστρατεία «Ελευθερία» στα νοσοκομεία και τις δομές υγείας, αλλά η αναφορά στο θέμα προκαλούσε μάλλον αμηχανία σε κυβερνητικά στελέχη. Οι περισσότεροι στις δημόσιες τοποθετήσεις τους επικαλούνταν το δικαίωμα όλων των πολιτών να εμβολιαστούν, χωρίς να διαφοροποιούν τους υγειονομικούς που ήδη μετρούσαν απώλειες λόγω της επιδημίας. Ιδίως η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επέλεξε στρατηγική κατευναστική, βγάζοντας από το κάδρο των ενημερώσεων κάθε φορά, που ετίθετο το θέμα, κινήσεις τιμωρητικές που θα πυροδοτούσαν συγκρούσεις με το εξαντλημένο υγειονομικό προσωπικό. Παράλληλα, δεν έκρυβε και την ανησυχία της για τους αργούς ρυθμούς της θωράκισης των εργαζομένων με ό,τι αυτό σήμαινε για την υγεία των ίδιων αλλά και των ασθενών που όφειλαν να περιθάλπουν.

Η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης  τον περασμένο Μάρτιο να θεσπίσει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά του για τους επαγγελματίες υγείας, συμπεριλαμβανομένων και των φαρμακοποιών, μάλλον λειτούργησε καταλυτικά.

Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης άνοιξε το θέμα με συνέντευξη που είχε δώσει στον τηλεοπτικό σταθμό STAR στις αρχές του περασμένου Απριλίου «δείχνοντας» τους υγειονομικούς, λέγοντας πως, σε ουδέτερο χρόνο, από τον Σεπτέμβριο, ενδέχεται να τεθεί θέμα υποχρεωτικότητας στους υγειονομικούς, όπως έχει γίνει ήδη στην Ιταλία. «Πρέπει να καταστήσουμε απόλυτα σαφές ότι δεν μπορείς να είσαι υγειονομικός, να έχεις την ιερή αποστολή να φροντίζεις συμπολίτες μας, οι οποίοι είναι άρρωστοι και εσύ ο ίδιος να μην προστατεύεσαι. Και με το να μην προστατεύεσαι εσύ και αφενός να κινδυνεύεις αλλά να κινδυνεύεις να διασπείρεις και τον ιό μέσα στον χώρο που είναι ταγμένος να παρέχει υπηρεσίες υγείας», είχε πει τότε χαρακτηριστικά.

Το κρίσιμο ζήτημα της ενδεχόμενης υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των υγειονομικών απασχόλησε και τους επιστήμονες του Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, οι οποίοι γνωμοδότησαν πως το ιταλικό μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί και στη χώρα μας. «Κατά τον παρόντα χρόνο και όσο διαρκεί η πανδημία του Covid-19, το υπουργείο Υγείας μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό όλων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις, ή ατόμων με ειδικές ανάγκες), ορίζοντας ταυτόχρονα ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού τους την απομάκρυνσή τους από τον χώρο εργασίας τους χωρίς καμία οικονομική απαίτηση», αναφέρεται στη σχετική γνωμοδότηση.

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός (και) για τη λοίμωξη covid-19 στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ) του με προχθεσινή απόφαση του αρχηγού του Σώματος αναζωπύρωσε και πάλι τη συζήτηση. Σύμφωνα με την απόφαση, όσοι υπηρετούν στις ΕΜΑΚ θα πρέπει να είναι εμβολιασμένοι, ενώ όσοι αρνηθούν τον εμβολιασμό τους για τον κορωνοϊό θα αντικατασταθούν και θα μεταφερθούν σε άλλες υπηρεσίες της πυροσβεστικής, μη επιχειρησιακές.

Στην απόφαση αναφέρθηκε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, κ. Μανιτάκης, λέγοντας σε ραδιοφωνική του συνέντευξη χθες ότι η «υποχρεωτικότητα» του εμβολιασμού, έχει συνταγματικά ερείσματα για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. «Είναι απολύτως σύμφωνη η απόφαση με τη νομοθετική πρόβλεψη που υπάρχει ήδη από τον Απρίλιο του 2020, η οποία επιτρέπει σε διάφορες υπηρεσίες, να επιβάλουν ορισμένες υποχρεώσεις -μεταξύ των οποίων και ο εμβολιασμός- προκειμένου να προστατεύσουν τη ζωή των ανθρώπων και την υγεία τους από την επιδημία» εξήγησε.

«Μια γενική, νομοθετική ή υπουργική απόφαση που θα υποχρέωνε όλο τον πληθυσμό χωρίς εξαίρεση να εμβολιαστεί, θα ήταν αντισυνταγματική. Άλλωστε δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, ούτε το διανοούνται οι κυβερνήσεις της Ευρώπης» υπογράμμισε.

Πρόσθεσε, όμως, ότι «για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όπως είναι το υγειονομικό προσωπικό ή οι δάσκαλοι, είναι δυνατόν να προβλεφθεί ο εξαναγκαστικός ή ο πειθαναγκαστικός εμβολιασμός, για προφανείς λόγους, δηλαδή όταν πρόκειται για πανδημία». Ωστόσο, διευκρίνισε ότι οι όποιες κυρώσεις για τους αρνητές, δεν μπορούν να φτάσουν έως την απόλυση. «Δεν μπορεί να έχει τέτοια δυσμενή συνέπεια ο πολίτης. Δεν μπορούν οι κυρώσεις να είναι δυσανάλογες σε σχέση με αυτό που θες να πετύχεις, αλλά μπορείς να πεις σε έναν δάσκαλο, για παράδειγμα, ότι από τη στιγμή που δεν έχεις εμβολιαστεί, για ένα διάστημα δεν θα διδάσκεις», είπε χαρακτηριστικά.