:  Το πρώτο επακόλουθο που μπορεί να έχει η αύξηση του αριθμού των είναι η αύξηση των πιθανοτήτων των υποψηφίων να εισαχθούν σε κάποιο τμήμα ή σε κάποια σχολή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Όπως επεσήμαναν αναλυτές στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η αύξηση είναι λελογισμένη, αλλά σίγουρα όχι αμελητέα και αναμένεται να κάνει ευκολότερη την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι όλες αυξήσεις έγιναν σε τμήματα που ανταποκρίνονται σε ανάγκες της αγοράς.

«Η αύξηση του αριθμού δεν είναι αμελητέα, αφού ξεπερνά το 5%, κάτι που σημαίνει ότι θα είναι ηπιότερος φέτος ο ανταγωνισμός μεταξύ των υποψηφίων για την εισαγωγή τους σε κάποια τμήματα και γενικότερα, θα είναι ευκολότερη η », σχολίασε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Χατζητέγας, εκπαιδευτικός αναλυτής.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον κ. Χατζητέγα, οι των περιφερειακών τμημάτων θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα και θεωρείται πιθανότερη η πτώση των βάσεων των τμημάτων του 2ου και του 4ου , δηλαδή των Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών και των Επιστημών Οικονομίας και Πληροφορικής.

Όσον αφορά στα παιδαγωγικά τμήματα, πάντως, λόγω της κατάργησης του πεδίου των Παιδαγωγικών Επιστημών, αναμένεται αύξηση της ζήτησης και άρα, άνοδος και των βάσεων.

Αναφορικά με τις περιζήτητες , ο κ. Χατζητέγας ανέφερε ότι «δεν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις για μείωση του αριθμού εισακτέων στα κεντρικά ΑΕΙ και έτσι, δεν μεταβάλλεται το τοπίο».

Εξάλλου, η αύξηση των θέσεων σε ορισμένες σχολές εγείρει το ερώτημα του κατά πόσον αυτή είναι χρήσιμη. «Αν και λελογισμένη η αύξηση του αριθμού εισακτέων, σε ορισμένα τμήματα η προσθήκη δέκα ή δεκαπέντε θέσεων δεν ικανοποιεί ουσιαστικά ούτε τους μαθητές, ούτε την αγορά εργασίας», σχολίασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τη μεριά του ο Στράτος Στρατηγάκης, επίσης εκπαιδευτικός αναλυτής. «Για παράδειγμα, όταν έχουμε λίγους νοσηλευτές και πάρα πολλούς γιατρούς, θα έπρεπε να αυξηθούν δραστικά οι θέσεις στους νοσηλευτές και να μειωθούν εκείνες των γιατρών», συμπληρώνει.

Για τον κ. Στρατηγάκη, οι θέσεις στις Γεωπονικές σχολές είναι «πλασματικές» και «δεν θα λειτουργήσουν», αφού πολύ λίγοι είναι εκείνοι που επιλέγουν και εν τέλει παρακολουθούν τις σχολές αυτές, ενώ για τις σχολές ΦΠΨ, τονίζει ότι «οι αυξήσεις γίνονται γιατί είναι θεωρητικές και άρα φτηνές οι σπουδές». «Στις σχολές των Ηλεκτρολόγων, έπρεπε να γίνουν αυξήσεις, για να μη μένουμε ουραγοί στα θέματα της Τεχνολογίας και των εξελίξεων και φαίνεται λογική η αύξηση των θέσεων», συμπλήρωσε.

Το σημαντικό, ωστόσο, για τον κ. Στρατηγάκη είναι να απαντηθεί το ερώτημα «πού θα βάλουν τους τα ;», αφού ήδη υπάρχουν διαμαρτυρίες από πλευράς πρυτάνεων, ότι ο αριθμός των φοιτητών σε αρκετά τμήματα είναι μεγαλύτερος από όσο μπορούν να αντέξουν τα αμφιθέατρα.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το τοπίο δεν αναμένεται να αλλάξει πολύ σε σχέση με πέρυσι για τις υψηλής ζήτησης σχολές, παρά τη μικρή αύξηση εισακτέων στις νομικές (+73 συνολικά) και πολυτεχνικές σχολές.

Οπως όλα δείχνουν , η πολιτική ηγεσία του , αφού δεν κατάφερε να κάνει πράξη το προεκλογικό πρόγραμμα της ελεύθερης πρόσβασης, αποφάσισε να αυξήσει τις θέσεις εισακτέων, προκαλώντας τελικά «πονοκεφάλους» στις διοικήσεις των ανώτατων ιδρυμάτων. Σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία βέβαια, όπως π.χ. το 2ο Επιστημονικό των Θετικών Επιστημών ήδη τα τελευταία χρόνια είναι μεγαλύτερος από εκείνον των υποψηφίων.  Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός, που είναι ένα από τα κριτήρια που διαμορφώνουν τις βάσεις εισαγωγής σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, παραμένει φέτος ο ίδιος σε σχέση με πέρυσι.

 

Από την άλλη πλευρά αναμένονται φέτος εξαιρετικά χαμηλές στις οικονομικές σχολές του 4ου Επιστημονικού Πεδίου, καθώς τα του 2ου και του 4ου Επιστημονικού Πεδίου έχουν την «τιμητική» τους στην αύξηση των εισακτέων. Σε πολλά από αυτά τα τμήματα οι επιτυχόντες εγγράφονται, αλλά τελικά δεν παρακολουθούν και δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους.

Κορεσμός όμως θα υπάρχει και φέτος στο 1ο Επιστημονικό Πεδίο των Ανθρωπιστικών Σπουδών, οπότε αντίστοιχα και μεγάλος ανταγωνισμός.

Ωστόσο στο πεδίο αυτό, η επιστροφή των που έχει 3.800 θέσεις εισακτέων, εξισορροπεί την εικόνα. Υπενθυμίζεται ότι οι σχολές αυτές είναι πλέον κοινή ομάδα και των τεσσάρων Επιστημονικών Πεδίων, η πρότερη όμως εμπειρία δείχνει ότι οι περισσότεροι από τους επιτυχόντες τους προέρχεται από τους υποψηφίους του 1ου Επιστημονικού Πεδίου. Στην πραγματικότητα, αυτό μεταφράζεται και σε σημαντική αύξηση στις εισαγωγής σε όλα τα παιδαγωγικά τμήματα της προσχολικής και δημοτικής εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα και ανά περίπτωση:

n Ιατρικές και νομικές. Η Ιατρική Αθήνας θα πάρει φέτος 135 εισακτέους, όπως και πέρυσι και η Νομική Σχολή 435 θέσεις (410 πέρυσι). Η Ιατρική Θεσσαλονίκης θα δεχτεί φέτος όπως και πέρυσι 155 άτομα και η Νομική 371 άτομα (πέρυσι 350). Στην Ιατρική Θράκης θα μπουν 135 άτομα (477 στην Νομική), στα Ιωάννινα 130 και στη Θεσσαλία 90, στην Κρήτη 110, στην Πάτρα 160.

n Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο οι Μηχανολόγοι Μηχανικοί φέτος θα είναι 133 (πέρυσι 125), οι Πολιτικοί Μηχανικοί 133 (πέρυσι 125) και οι Αρχιτέκτονες 101 (πέρυσι 95).

n Στα οικονομικά, το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου θα πάρει φέτος 212 εισακτέους (πέρυσι 200), το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης 217 (πέρυσι 205), το Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων 260 (πέρυσι 245).

Με το πρόγραμμα των να μην έχει ανακοινωθεί ακόμη (όπως αναφέρουν οι πληροφορίες των «ΝΕΩΝ» οι εξετάσεις θα αρχίσουν στις 6 Ιουνίου), ο υπουργός Παιδείας για άλλη μια φορά αναφέρθηκε χθες σε ένα νέο εξεταστικό σύστημα. Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις που έχει παρουσιάσει ο Κώστας Γαβρόγλου για το θέμα έχουν αλλάξει δύο φορές και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γεράσιμος Κουζέλης είχε στο παρελθόν δηλώσει εμφατικά ότι εάν ένα νέο σύστημα εφαρμοστεί το 2020, θα πρέπει να έχει γίνει γνωστό ώς το τέλος του περασμένου Ιανουαρίου.

O σε συνέντευξή του δήλωσε: «Εχει ανακοινωθεί ο πυρήνας του συστήματος αυτού, που είναι ότι το απολυτήριο πρέπει να παίζει έναν καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, και αναμένεται να εφαρμοστεί για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2020. Θα πρέπει να δούμε και πολλές λεπτομέρειες και κυρίως να κάνουμε τις απαραίτητες συζητήσεις». «Νομίζουμε ότι αν το απολυτήριο παίξει τον σημαντικό ρόλο που πρέπει να παίζει ένα απολυτήριο, τότε σιγά σιγά το σχολείο θα ξαναπάρει τον ρόλο που πρέπει να έχει σε μια κοινωνία» κατέληξε.