Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1273).
(Ἐπίλοιπα Ἁγίων Πατέρων καὶ Συνόδων)
1. Ἀποδοχὴ ἢ ἀπόρριψη τῆς Συνόδου;
Ἐπειδὴ κάποιοι ὑποστηρικτὲς τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης ἐνδύονται τὸν μανδύα τῶν ἐμβριθῶν ἱστορικῶν καὶ ἐκκλησιολόγων καὶ μὲ ἀνέρειστες ἀερολογίες, συκοφαντίες, ὕβρεις καὶ ἀπειλὲς περὶ καθαιρέσεων καὶ ἀφορισμῶν ἐπιβεβαιώνουν
ὅσα περὶ ληστρικότητος τῆς «Συνόδου» κατήγγειλαν ἐπίσκοποι ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν «Σύνοδο», ἐμεῖς θὰ συνεχίσουμε μὲ νηφάλιο ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ λόγο νὰ συμβάλλουμε στὴν μὴ ἀποδοχὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς «Συνόδου», ἡ ὁποία, ὅπως διὰ πολλῶν ἐδείξαμε, δὲν ἔχει κανένα γνώρισμα συνοδικότητος καὶ Ὀρθοδοξίας. Τὴν ἀπαραίτητη αὐτὴ διεργασία τῆς ἀποδοχῆς ἢ τῆς ἀπορρίψεως ὁποιασδήποτε συνόδου, ὁλοφάνερη καὶ αὐτονόητη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ τοὺς γνῶστες τῆς πατερικῆς καὶ συνοδικῆς γραμματείας, μόνον ὀπαδοὶ τοῦ παπικοῦ ἀντισυνοδικοῦ ἀλαθήτου, τοῦ φασιστικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, ἀπαίδευτοι δὲ καὶ ἀγράμματοι στὴν γνώση τῶν Ὀρθοδόξων κειμένων καὶ πηγῶν, μόνον αὐτοί, παπίζοντες, φασίζοντες καὶ ἀγνοοῦντες μποροῦν νὰ ἀπορρίπτουν.


2. Ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγος πιέζει καὶ ἀπειλεῖ τὴ σύνοδο τοῦ 1273. Πολιτικὰ τὰ κριτήρια.

Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν συνόδων ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ παρόμοια θέματα πρὸς αὐτὰ τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης, ἰδιαίτερα δὲ πρὸς τὸ κεντρικὸ καὶ ἐπίμαχο θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», θὰ ἐπιλέξουμε τὴν πατριαρχικὴ σύνοδο ποὺ συνῆλθε τὸ 1273 στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ὁμολογητοῦ καὶ ἁγίου πατριάρχου Ἰωσὴφ τοῦ Α´ (1267-1275, 1282-1283), τὴν μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 30 Ὀκτωβρίου. Ἡ σύνοδος ἐκαλεῖτο νὰ ἐξετάσει τὸν φιλοπαπικό «Τόμο», ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος (1259-1282), γιὰ νὰ πείσει τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς νὰ συμφωνήσουν στὴν ἕνωση μὲ τὸν πάπα, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Φράγκους μὲ μία νέα σταυροφορία ποὺ ἑτοίμαζε ὁ πάπας ὑπὸ τὸν Κάρολο Ἀνδεγαβικό. Ἂς σημειώσουμε ὅτι μόλις εἶχαν περάσει δώδεκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρω­ση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1261), ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγου, καὶ πάλι ἐπισειόταν ὁ ἴδιος σοβαρὸς κίνδυνος ἀπὸ τοὺς «ἀδελφούς» μας τῆς Δύσεως. Στὸν ἀναγκαστικὸ διπλωματικὸ διάλογο ποὺ ἄνοιξε ὁ αὐτοκράτωρ μὲ τὸν πάπα, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀδύνατον νὰ συναινέσει σὲ ἕνωση, χωρὶς ἡ Δύση νὰ ἀποκη­ρύξει τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες της, κατέληξε σὲ μία συμφωνία ἡ ὁποία θὰ ἄφηνε ἄθικτες καὶ ἀσυζήτητες τὶς θεολογικὲς διαφορές, τὰ ὀρθόδοξα ἤθη καὶ ἔθιμα, καὶ θὰ προσέφερε στὸν πάπα τρία δῶρα: τὸ πρωτεῖο, τὸ ἔκκλητο καὶ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στὶς ἀκολουθίες. Πρόκειται οὐσιαστικῶς γιὰ τὸ ἐπαίσχυντο μοντέλο τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο ἐπέβαλαν σὲ κατακτημένους καὶ πτωχοὺς λαοὺς διὰ τῆς βίας, ἑτοιμάζουν δὲ συνεσκιασμένα καὶ τώρα νὰ προωθήσουν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τῇ συνεργίᾳ «Ὀρθοδόξων» κληρικῶν καὶ θεολόγων.
Δὲν ἐγνώριζαν ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ καὶ οἱ συνοδικοὶ ἀρχιερεῖς τὸν ἐπικρεμάμενο κίνδυνο γιὰ τὴν αὐτοκρατορία καὶ τὸν λαό της; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀσκήσουν τὴν περιβόητη καὶ παρεξηγημένη «οἰκονομία» ποὺ τοὺς ζητοῦσε ὁ αὐτοκράτωρ, γνώστης πολιτικὰ καὶ στρατιωτικὰ τοῦ μεγάλου κινδύνου, καὶ ἀποφασισμένος γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ νὰ ἀσκήσει πιέσεις, νὰ ἐξορίσει, νὰ φυλακίσει, νὰ βασανίσει, νὰ καθαιρέσει ὅσους ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἀντιδροῦσαν στὰ ἑνωτικά του σχέδια; Ἤδη εἶχε ἀποφασισθῆ ἡ σύγκληση τῆς παπικῆς συνόδου τῆς Λυών (1274)[1], ὅπου ἀναμενόταν ἡ ὑπογραφὴ τῆς ἑνώσεως ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπία. Ἔπρεπε ὅμως ἐνωρίτερα νὰ γνωρίζει ὁ αὐτοκράτωρ ἂν ὁ πατριάρχης καὶ ἡ σύνοδος θὰ ἔκαναν ἕνα βῆμα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔστειλε τὸν χρυσόβουλο «Τόμο» μὲ τὶς θέσεις του, ἀναμένοντας τὴν ἀπάντηση τῆς συνόδου.


3. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιὰ πρώτη φορὰ ἀντιτίθεται στὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση.

Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ καὶ ἡ σύνοδος ἔστειλαν ὡς ἀπάντηση τὸν δικό τους συνοδικό «Τόμο», ἕνα ἐξαιρετικὸ θεολογικὸ κείμενο, ὅπου ἀκραιφνέ­στατα ἐκφράζεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, χωρὶς τὴν παραμικρὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν προηγούμενη συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ἡ ὁποία συνεχίσθηκε ἀλώβητη καὶ στὴν συνέχεια καὶ ἔφθασε μέσῳ τῆς ἀπορρίψεως τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας στὶς συνόδους τῆς Τουρκοκρα­τίας μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος.
Ἡ συνολικὴ αὐτὴ πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοση αἰώνων χαρακτηρίζει ἀνενδοίαστα καὶ ἀπερίφραστα τοὺς Λατίνους – Παπικοὺς ὡς αἱρετικούς, ὅπως καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προελθόντας Προτεστάντες, ποὺ κληρονόμησαν πολλὲς παπικὲς αἱρέσεις καὶ προσέθεσαν πολὺ περισσότε­ρες δικές τους. Κατὰ συνέπειαν ὡς πρὸς τὶς σχέσεις πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ποὺ τώρα ὀνομάζονται «λοιπὸς χριστιανικὸς κόσμος», ἡ συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση εἶναι ἀναντίρρητη καὶ ὑποχρεωτική· ἀπαγορεύει τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία (συμπροσευχὲς κ.ἄ.) καὶ σὲ ὅσους τὴν παραβαίνουν ἐπιβάλλει τὶς ποινὲς τῆς καθαιρέσεως γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ γιὰ τοὺς λαϊκούς.
Ὅσοι ὀνειρεύονται αὐτὸν τὸν καιρὸ καὶ προτείνουν καθαιρέσεις καὶ ἀφορισμοὺς ἂς ψάξουν νὰ τὰ ἐφαρμόσουν στοὺς ἐκθεμελιωτὰς τῆς σταθερῆς συνοδικῆς καὶ κανονικῆς αὐτῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καταρρακώθηκε καὶ ἐπίσημα στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Εἶναι ἡ πρώτη σύνοδος καθ᾽ ὅλην τὴν δεύτερη χιλιετία καὶ μετ᾽ αὐτήν, ποὺ ὄχι μόνον ἀποφεύγει νὰ ὀνομάσει καὶ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ τὶς ὀνομάζει καὶ ἐκκλησίες. Ἐπὶ πλέον ἀντὶ νὰ ἀπαγορεύει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐπαινεῖ τὴν συμμετοχὴ καὶ συμπερίληψή μας στὸ προτεσταντικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ σὲ ἕνα «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Ἐπαινεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους παρήγαγαν κείμενα ποὺ δικαιολογοῦν καὶ ἀθωώνουν τὶς αἱρέσεις. Μνημονεύουμε μόνον τὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους – Μονοφυσίτες, ποὺ τοὺς ἀναγνωρίσαμε ὡς Ὀρθοδόξους[2], καὶ τὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς (Balamand 1993) στὸν ὁποῖο ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀθωώσαμε καὶ δικαιολογήσαμε τὴν Οὐνία, δεχθήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι τοῦ Παπισμοῦ ἀποτελοῦν μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχή, Χάρη καὶ Μυστήρια, ἔγκυρο Βάπτισμα, ὥστε νὰ ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμός, καὶ εἶναι συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου[3]. Ποιοί; Οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι ποὺ ὁδήγησαν καὶ ὁδηγοῦν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ὁλόκληρους λαούς, ὁλόκληρες χῶρες καὶ ἠπείρους στὸν ἀποχριστιανισμὸ καὶ στὴν πνευματικὴ καταστροφή;


4. Γιατὶ πήραμε ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν γραμμὴ τοῦ Φαναρίου.

Ἂς κάνουν τὸν κόπο νὰ διαβάσουν οἱ προκατειλημμένοι ἐπικριτές μας τὴν αὐστηρὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκήσαμε στὶς ἀποφάσεις αὐτὲς[4] καὶ θὰ ἀρχίσουν, ἂν εἶναι καλοπροαίρετοι, νὰ καταλαβαίνουν γιὰ ποιούς λόγους ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ οἰκουμενιστικὸ περιβάλλον τοῦ Φαναρίου, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τὴν πατερικὴ καὶ συνοδικὴ γραμμὴ τῆς ὁποίας μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, μὲ πιστότητα ἀκολουθοῦμε. Σὲ ποιόν νὰ κάνουμε ὑπακοή; Στὸν σημερινὸ λατινόφρονα καὶ οἰκουμενιστὴ πατριάρχη ἢ στοὺς προηγουμένους ἀντιπαπικοὺς πατριάρχες καὶ μεγάλους Ἁγίους; Στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀμνηστεύει καὶ ἀθωώνει τὶς αἱρέσεις, ἢ στὸ σύνολο τῶν προηγουμένων, ἀληθινὰ ὀρθοδόξων, συνόδων, ποὺ καταδικά­ζουν ἀπερίφραστα τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ; Ποῦ ὑπάρχει φατρία καὶ παρασυναγωγή; Σὲ ἐκείνους ποὺ συμφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ὀρθόδοξες συνόδους ἢ σὲ ἐκείνους ποὺ δικαιολογοῦν τὶς αἱρέσεις καὶ ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση;


5. Καμμία ὀρθόδοξη σύνοδος δὲν ἔκανε φιλοπαπικὰ βήματα πρὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.

Ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἰωσὴφ καὶ ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος τοῦ 1273 δὲν ἔκαναν τὸ φιλοπαπικὸ βῆμα, ποὺ περίμεναν ἐναγωνίως ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ὁ πάπας, καὶ τοὺς στενοχώρησαν. Μετὰ ἀπὸ δύο αἰῶνες ἄλλος αὐτοκρά­τωρ καὶ ἄλλος πάπας περίμεναν τὸ ἴδιο βῆμα, μετὰ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), ἀλλὰ καὶ πάλι ἀπογοητεύθηκαν. Ἀπογοητεύθηκαν οἱ παπικοὶ καὶ οἱ φιλοπαπικοὶ καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, διότι οἱ παπικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἱεραποστολὲς ὡς καὶ ἡ περιβόητη Οὐνία δὲν εἶχαν τὰ προσδοκώμενα ἀποτελέσματα. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἀγρυπνοῦσε τότε καὶ ἐφύλαττε· εἶχαν τότε ὄντως γνῶσιν οἱ φύλακες. Μὲ ἐπανειλημμένες συνοδικὲς ἀποφάσεις, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες παρουσιάσαμε πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης[5], ἐλπίζοντας νὰ ἀφυπνίσουμε κάποιους ἐπισκόπους καὶ τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, κατεδίκασε μὲ αὐστηρὲς ἐκφράσεις ὡς αἱρέσεις τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό. Ἦταν ἀδύνατο ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή, νὰ ἀμνηστεύσει καὶ νὰ ἀθωώσει τὶς αἱρέσεις, νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, πρὶν ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση. Τὸ ἐξέφρασε αὐτὸ ἀξιωματικὰ μεταξὺ τῶν δύο ψευδοσυνόδων, τῆς Λυὼν καὶ τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Λατίνους. Τοὺς εἶπε ὅτι εἶναι ἀδύνατο, δὲν θὰ σᾶς δεχθοῦμε ποτὲ σὲ κοινωνία, μέχρις ὅτου ἐξακολουθεῖτε νὰ ὑποστηρίζετε τὴν αἵρεση τοῦ Filioque, τὴν ἐκπόρευση δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ»: «Οὐδέποτ᾽ ἂν ὑμᾶς κοινωνοὺς δεξαίμεθα, μέχρις ἂν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε»[6].


6. Ἡ χαρὰ τοῦ πάπα γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης

Τὸ φιλοπαπικὸ αὐτὸ βῆμα ποὺ δὲν ἔγινε ποτὲ στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση τὸ ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, σύμφωνα καὶ μὲ ἐκτιμήσεις τοῦ σημερινοῦ πάπα Φραγκίσκου, ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴ χαρά του γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, λέγοντας ὅτι «τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε» καὶ ἐννοώντας ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ὀρθόδοξη σύνοδο δὲν χαρακτηρίζονται οἱ Λατῖνοι ὡς αἵρεση, ἀλλὰ ὡς ἐκκλησία. Εἶχε συστήσει μάλιστα ἐνωρίτερα στοὺς πιστοὺς τοῦ Παπισμοῦ νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση ἀλλὰ ἐκκλησία μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση, εἶναι εὔκολο στὴν συνέχεια νὰ ἀποκατασταθεῖ πλήρως ἡ κοινωνία στὸ κοινὸ Ποτήριο μὲ παραμένουσες τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὶς δύο πλευρές, ὅπως ἐπανειλημμένως ἔχει ἐπισημάνει ὁ καρδινάλιος KurtKoch, συμπρόεδρος στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Ἂς χαίρονται λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν πάπα οἱ σημερινοὶ λατινόφρονες ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἐμεῖς λυπούμαστε γιὰ τὴν νέα αὐτὴ ἀποστασία, ἀκολουθοῦμε τὴν σταθερὴ καὶ ἀδιάκοπη συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικοὺς καὶ θὰ νοιώσουμε μεγάλη χαρά, ἂν ἀξιωθοῦμε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ὑποστοῦμε διώξεις, ὕβρεις καὶ συκοφαντίες, ὅπως ὑπέστη καὶ ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ, καθαιρεθεὶς καὶ ἀντικατασταθεὶς ἀπὸ τὸν περιβόητο Ἰωάννη Βέκκο, ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια σὲ συνεργασία μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαήλ, ἤγειρε τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ ἔγινε αἰτία νὰ ὑποστοῦν φρικτὰ μαρτύρια οἱ ὁσιομάρτυρες Ἁγιορεῖτες καὶ ὁ πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἱερομάρτυς Κοσμᾶς, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών (1274). Τὶς δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἔστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες πρὸς τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ τὸν Παλαιολόγο καὶ στὴν νέα λατινόφρονα σύνοδο μετὰ τὴν καθαίρεση τοῦ πατριάρχη Ἰωσήφ, λίγο πρὶν τὴν ἀνάδειξη σὲ πατριάρχη τοῦ Ἰωάννη Βέκκου, θὰ τὶς παρουσιάσουμε σὲ ἑπόμενο ἄρθρο μας γιὰ ἀναζωπύρωση τῆς μνήμης καὶ ἐνίσχυση τῆς ἁγιορειτικῆς ἐπαγρύπνησης στοὺς σημερινοὺς δύσκολους καιρούς.


7. Στὸ ἴδιο θέμα διαφορετικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης

Ὁ συνοδικὸς «Τόμος» ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωσὴφ ὡς ἀπάντηση στὸν «Τόμο» τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ ἐκτενὲς κείμενο ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιασθεῖ ἐδῶ ἀναλυτικά. Στὸ πρῶτο μέρος ἀναπτύσσει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ τὴν μεγάλη αἵρεση τῶν Λατίνων σχετικὰ μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γιὰ τὴν παρεξηγημένη ἔννοια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Στὸ δεύτερο μέρος παρατίθενται οἱ λατινόφρονες θέσεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ «Τόμου» καὶ ἀναιροῦνται, ἰδιαίτερα αὐτὲς γιὰ τὴν παραχώρηση στὸν πάπα τοῦ πρωτείου, τοῦ ἐκκλήτου, τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματός του· ἐκτενῶς ἀναλύονται τὰ περὶ ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Στὸ τρίτο μέρος, πρὸς κατοχύρωση τῶν ὀρθοδόξων θέσεων, παρατίθενται κείμενα συνοδικὰ καὶ πατερικά[7].
Ἐμεῖς ἐνδεικτικὰ καὶ πολὺ σύντομα θὰ παραθέσουμε κάποιες θέσεις γιὰ νὰ φανεῖ μὲ πόση τόλμη, παρρησία, ὀρθόδοξη σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια, χωρὶς διπλωματικὲς ἀσάφειες, ἀντιφάσεις καὶ ἀποκρύψεις, ἐκφράζονται οἱ ὀρθόδοξες σύνοδοι, πρὸς τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει καμμία σχέση ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἐκλήθη νὰ ἀπαντήσει ἡ σύνοδος τοῦ 1273 τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ ἐρώτημα τοῦ αὐτοκράτορος, εἶναι τὸ ἴδιο θέμα, τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, δηλαδὴ τὸ ἂν οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοὶ ἢ ὄχι, καὶ ποιές πρέπει νὰ εἶναι οἱ σχέσεις μας μὲ αὐτούς, ὅπως τώρα στὴν Κρήτη τὸ ποιές εἶναι οἱ σχέσεις μας «πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἀκόμη καὶ στὸν τίτλο ἀποφεύγεται τώρα ἡ λέξη αἵρεση, ἐνῶ μία ὀρθόδοξη διατύπωση, ὅπως γράψαμε καὶ παλαιότερα, θὰ ἀπαιτοῦσε νὰ γραφεῖ: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὰς παλαιὰς καὶ συγχρόνους αἱρέσεις». Δὲν ἦταν ἀρκετὸ πάντως γιὰ τοὺς αἱρετίζοντας Οἰκουμενιστὰς τὸ ὅτι ἀποφευγόταν ἡ λέξη «αἵρεση» καὶ στὸ κείμενο ὀνομάζονταν «χριστιανικὲς κοινότητες», ὅπως ἐπρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· ἤθελαν καὶ πέτυχαν νὰ χαρακτηρίζονται οἱ αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, πρᾶγμα ποὺ χαροποίησε τοὺς κακοδόξους καὶ κατήσχυνε τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅπως εἴδαμε ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς χαρᾶς τοῦ πάπα Φραγκίσκου. Ἂς μάθουν λοιπὸν ὅλοι ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲν ἐκφράζουν διαχρονικὰ οὔτε τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως οὔτε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Συνόδων καὶ Ἁγίων Πατέρων.
Ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἰωσὴφ μὲ τὴν σύνοδό του τοῦ 1273 ἀπαντᾶ εὐθέως καὶ μὲ ἀπολυτότητα στὸ ἐρώτημα τοῦ αὐτοκράτορος σὲ ποιά ἀπὸ τὶς τρεῖς τάξεις ποὺ διακρίνει ὁ Μ. Βασίλειος τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας κατατάσσει ἡ σύνοδος τοὺς Λατίνους: στοὺς αἱρετικούς, στοὺς σχισματικοὺς ἢ στοὺς παρασυναγώγους. Ἡ ἀπάντηση ποὺ στηρίζεται ὄχι σὲ προσωπικὲς ἐμπαθεῖς γνῶμες ἀλλὰ στοὺς θεοφόρους Πατέρες καὶ στοὺς θείους κανόνες εἶναι ὁλοφάνερη. Οἱ Λατῖνοι ἀνήκουν στὴν πρώτη τάξη, τῶν αἱρετικῶν, ἄξιοι παντελοῦς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐπεὶ γὰρ ἐρώτησις προέβη ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς εἰπεῖν ἐν ποίᾳ τάξει ἔχομεν τοὺς Ἰταλοὺς τῶν παρὰ τῷ μεγάλῳ Βασιλείῳ διαιρουμένων τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐν τῇ τῶν αἱρετικῶν, ἐν τῇ τῶν σχισματικῶν, ἢ ἐν τῇ τῶν παρασυναγωγὰς ποιούντων -ταύτας γὰρ τὰς διαφορὰς ἐν τούτοις ὁ μέγας ἐκεῖνος εἶναί φησι-, μηδὲν δὲ “ἀπὸ κοιλίας” φωνεῖν προετράπημεν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν θεοφόρων πατέρων καὶ τῶν θείων κανόνων καὶ νόμων, τοῦτο δὴ καὶ ποιησόμεθα πάντως· καὶ ὅσα οἱ νόμοι καὶ οἱ κανόνες καὶ οἱ θεῖοι πατέρες εἰς τὸ προκείμενον συμβαλλόμενα ἐξεφώνησαν, ταῦτα δὴ καὶ προθήσομεν καὶ δειχθήσεται. Οἴδαμεν γὰρ τοῦτο καὶ προδιαγγέλλομεν ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ τάξει τῶν ἄνωθεν ἀπηριθμημένων, τῶν ἀποβάλλεσθαι δὴ παντάπασιν ἀξίων καὶ οἱ Ἰταλοὶ τάττεσθαι καθεστήκασιν ἄξιοι»[8].


8. Αἱρέσεις ἢ ἐκκλησίες;

Ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀπήντησε ὄχι μὲ βάση τοὺς θεοφόρους Πατέρες καὶ τοὺς θείους κανόνες καὶ νόμους, ἀλλά «ἀπὸ κοιλίας». Ἐπειδὴ οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ὑποχρεωτικὰ ἐντάσσονται στὶς τρεῖς τάξεις κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τῶν αἱρετικῶν, τῶν σχισματικῶν καὶ τῶν παρασυναγώγων, ἐφευρίσκει τέταρτη, ἀνύπαρκτη τάξη, στὴν φαντασία μόνον τῶν συνοδικῶν τῆς Κρήτης ὑπάρχουσα, τὴν τάξη τῶν «ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν». Δὲν βρέθηκε κάποιος νὰ τοὺς πεῖ ὅτι μὲ αὐτὸ κοροϊδεύουν καὶ τοὺς ἑτεροδόξους (=αἱρετικούς) καὶ τὴν ἐκκλησία, διότι τὸ «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες» εἶναι «ἀντίφασις ἐν τοῖς ὅροις»· οἱ ἐκκλησίες εἶναι πάντοτε ὁμόδοξες καὶ ὁμογνώμονες, καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, δηλ. οἱ αἱρετικοί, δὲν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκκλησίες. Ἀνατρέπει λοιπὸν ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ὅλη τὴν προηγούμενη συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, μετονομάζει τοὺς αἱρετικοὺς σὲ ἑτεροδόξους καὶ τοὺς καθιστᾶ ἐκκλησίες.
Εἶναι ἐπισφαλὲς τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸν ὅρο «ἐκκλησίες» ὡς τεχνικὸ ὅρο τὸν χρησιμοποιοῦν πολλοί, καὶ ἑπομένως ἔχουν ἄδικο ὅσοι διαμαρτύρονται. Εἶναι ἐπισφαλὲς ἐπιχείρημα γιὰ δύο λόγους. Ἐν πρώτοις, διότι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου ἀπὸ μεμονωμένα πρόσωπα (π.χ. Ἀνδροῦτσος, Τρεμπέλας κ.ἄ.) δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν χρήση του ἀπὸ ἐπίσημη σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας· ἂς μᾶς δείξουν καὶ ἂς παραπέμψουν σὲ κάποιο συνοδικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζει τοὺς αἱρετικοὺς ἐκκλησία. Ὑπάρχει πουθενὰ στὰ συνοδικὰ κείμενα τέτοια θεολογικὴ παραδοξολογία; Ὁμιλοῦν ποτὲ γιὰ ἐκκλησία τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Πνευματομάχων, τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Εἰκονομάχων; Δὲν τοὺς ὀνομάζουν ὅλους αὐτοὺς αἱρέσεις μὲ βαρεῖς χαρακτηρισμούς, δὲν τοὺς καταδικάζουν καὶ τοὺς ἀναθεματίζουν; Ἤδη εἴπαμε ὅτι τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες. Ἂν κάποιοι, μὲ διαβρωμένη τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ μὲ ἐλλιπῆ ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ γνώση, θεωροῦν τὸν Παπισμὸ ὡς ἐκκλησία, ἂς μᾶς ἐξηγήσουν γιατὶ ἐπὶ αἰῶνες τώρα δὲν ἔχουμε «κοινωνίαν ἐν τοῖς μυστηρίοις» (intercommunio), καὶ γιατί τουλάχιστον δύο φορὲς συνοδικὰ καὶ ἐπίσημα, στὴν Λυὼν καὶ στὴν Φερράρα, δὲν ἔγινε ἡ ἕνωση; Ἔκαναν λάθος ὅσοι ἀντέδρασαν, ἔκαναν λάθος ὅσοι ἐμαρτύρησαν γιὰ νὰ μὴ κοινωνήσουν μὲ τοὺς Λατίνους, οἱ Κύπριοι Ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες; Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, ὡς καὶ οἱ ἀρχαῖοι Μονοφυσίτες, εἶναι ἐκκλησίες, γιατί δὲν τολμοῦν ὅσοι τὸ ἰσχυρίζονται νὰ συλλειτουργήσουν μαζί τους καὶ νὰ κοινωνήσουν δημόσια καὶ φανερὰ ἀπὸ κοινὸ Πατήριο;
Ὁ δεύτερος λόγος ποὺ καθιστᾶ ἐπισφαλὲς τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τό «ἐκκλησίες» χρησιμοποιεῖται εὐρέως ὡς τεχνικὸς ὅρος στὴν θεολογικὴ βιβλιογραφία, συνάγεται ἐκ τοῦ ὅτι κάποιοι ὅροι ἐπιβάλλονται καὶ χρησιμοποιοῦνται, χωρὶς νὰ εἶναι ὀρθοί, λόγῳ τῆς ἐπικρατούσης καὶ κυριαρχούσης δυνάμεως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τοὺς ὅρους. Εἶναι γνωστὸν καὶ ἔχει ἀποδειχθῆ διὰ πολλῶν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔχει ὑποστῆ τοῦ κόσμου τὶς ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, καὶ ὡς πρὸς τὴν χρήση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας. Ὁ ὅρος π.χ. «καθολικός» ἢ «καθολική» σημαίνει ὀρθόδοξος, ὀρθόδοξη, καὶ προσιδιάζει κατ᾽ ἐξοχὴν στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ὅμως χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρίζονται οἱ Λατῖνοι, οἱ Παπικοὶ ὡς «Καθολικὴ Ἐκκλησία». Οἱ ὅροι ἐπίσης «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», «ἑνωτικοί» καὶ «ἀνθενωτικοί» εἶναι ἐσφαλμένοι, χρησιμοποιούμενοι εὔλογα μόνον ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους καὶ ἱστορικούς, ἄκριτα ὅμως καὶ παράλογα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους. Γιὰ μᾶς ἀντὶ τοῦ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» τὸ σωστὸ εἶναι «ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία», ἀντὶ τοῦ «ἑνωτικοί» τὸ λατινίζοντες, λατινόφρονες, φιλοπαπικοὶ καὶ ἀντὶ τοῦ «ἀνθενωτικοί» τὸ ὀρθόδοξοι. Καὶ αὐτὸ διότι ὑπὸ τὴν ἀληθῆ ἔννοια τῆς ἑνώσεως στὴν πίστη καὶ στὰ δόγματα κατ᾽ ἐξοχὴν ἑνωτικὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἐνῶ ὁ Βησσαρίων ποὺ ἐπρόδιδε τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη καὶ ἤθελε τὴν ψευδῆ ἕνωση, μὲ τὸν πάπα ἦταν ἀνθενωτικός. Μὲ τὴν λογικὴ τῆς συνηθισμένης ὁρολογίας θὰ ἔπρεπε καὶ στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας, ἂν ἐπικρατοῦσε ἡ ἄποψη τῆς Ρεπούση, ἡ σφαγὴ τῆς Σμύρνης νὰ ὀνομάζεται «συνωστισμός» καὶ ἡ «γενοκτονία» τῶν Ποντίων καὶ τῶν ἄλλων κατὰ τὸν ὑπουργὸ Παιδείας Ν. Φίλη νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς διωγμὸς ἢ ἐκδίωξη. Ἄλλο λοιπὸν ἡ ἐπιβολὴ καὶ ἡ χρήση κάποιας ὁρολογίας καὶ ἄλλο τὸ ἂν ἡ ὁρολογία αὐτὴ εἶναι ὀρθή. Καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες, γιὰ τὶς αἱρέσεις εἶναι θεολογικά, ἱστορικὰ καὶ λογικὰ ἀπαράδεκτη.


9. Μὲ τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ ἢ μὲ τὸ μέρος τῶν Λατίνων;

Πρὸς ἐνίσχυση τῶν λεχθέντων μερικὲς ἀκόμη θέσεις, ὅπου οἱ Παπικοὶ ὀνομάζονται αἱρετικοί, ἀπὸ τὸν συνοδικό «Τόμο» τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 1273. Λέγουν οἱ ἀληθινὰ Ὀρθόδοξοι συνοδικοὶ ὅτι ἀποδεικνύεται μὲ ὅσα ἐκθέσαμε ὅτι οἱ Ἰταλοί (=Λατῖνοι, Παπικοί), σφάλλουν στὰ ὑγιῆ δόγματα, εἶναι ἀρνηταὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνήκουν στὴν τάξη τῶν αἱρετικῶν μὲ μαθηματικὴ ἰσχυρότατη ἀναγκαιότητα. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ ἐβεβαίωσε αὐτὸ μὲ ἀναντίρρητη ἐπιχειρηματολογία καὶ τοὺς ἔθεσε πολλὲς φορὲς σὲ ἀναθεματισμό. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ζητήσει ὁποιαδήποτε κοινωνία μαζί τους ἢ νὰ συναριθμεῖ τὸν δικό του χῶρο μὲ τὸν χῶρο τῶν Λατίνων; Νομίζουμε ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πράξει αὐτό, ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι μὲ τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπὶ λέξει τὸ κείμενο: «Ὃν τοίνυν ἀρνητὴν τῆς Τριάδος, ὡς τῶν ὑγιῶν δογμάτων ἀποσφαλλόμενον, ὁ λόγος ἀπέδειξεν, ὃν τῇ τῶν αἱρετικῶν συστοιχίᾳ καὶ γραμμικῶν, ὅ φασιν, ἰσχυρότερον ἀναγκῶν, ὃν καὶ ὑπὸ ἀναθεματισμὸν τίθεσθαι ἐν πολλοῖς καὶ πολλάκις παρὰ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ἀναντιρρήτοις ταῖς ὑφηγήσεσιν, ἐπιστώσατο, πῶς ἄν τις τῆς οἱασοῦν ἀξιώσειε κοινωνίας ἢ τὴν ἑαυτοῦ μερίδα μετ᾽ ἐκείνου συναριθμήσειεν; Οὐκ ἔγωγε, οἶμαι οὐδείς· οὔκουν εἰ τὴν μετὰ Χριστοῦ μερίδα ποθεῖν»[9].
Διαβεβαιώνει ὁ «Τόμος» ὅτι οἱ πρὸ αὐτῶν Ἅγιοι Πατέρες ἔκριναν ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι ἄξιοι ἀποβολῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὰ θεοσύνθετα συγγράμματα τοῦ πατριάρχου Γερμανοῦ (1223-1240) καὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ θείων ἀρχιερέων, τὰ ὁποῖα ἐπικυρώθηκαν κατὰ καιροὺς μὲ συνοδικὲς συναντήσεις καὶ ψήφους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναγίνουν δεκτοὶ σὲ κοινωνία, χωρὶς νὰ μεταβληθοῦν καθόλου πρὸς τὸ καλύτερο. Ἂν συνταχθοῦμε μαζί τους, δικαιολογημένα θὰ συναποβληθοῦμε μαζί τους, καὶ ἐπειδὴ ὡς καλὴ ἐλιὰ θὰ μπολιασθοῦμε μὲ ἀγριελιά, θὰ μᾶς περιμένει, τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον: Καὶ ἐπὶ λέξει τὸ κείμενο: «Εἰ γοῦν οἱ Ἰταλοί, ἐπαναληπτέον γὰρ αὖθις τὸν λόγον πρὸς τὸ ἐξ ἀρχῆς προτεθέν, παρὰ τῶν πρὸ ἐμοῦ ἁγίων πατέρων ἀποβολῆς ἐκρίνοντο ἄξιοι -οἶδε πᾶς ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοῦ ἐν πατριάρχαις μακαριστοῦ Γερμανοῦ θεοσυνθέτοις συγγράμμασιν, ὃν ἡμεῖς τε οἴδαμεν καὶ οὗ ἀκηκόαμεν, ἔτι δὲ τῶν πρὸ αὐτοῦ θείων ἀρχιερέων καὶ μακαρίων ἀνδρῶν, ἃ συνοδικαῖς ἀκροάσεσι καὶ ψήφοις κατὰ καιροὺς τὸ κῦρος εἰλήφασιν-, εἶτα ἐγὼ παραδέξομαι τούτους μὴ μεταβαλλομένους πρὸς τὸ κρεῖττον κατὰ μηδέν; καὶ συντετάξομαί γε δήπουθεν τούτοις καὶ συναποβληθείην ἐνδίκως, καὶ ὡς εἰς ἀγριέλαιον ἐκ καλιελαίου ἐγκεκρισθεὶς τὸ πῦρ ἀνταλλάξομαι τὸ αἰώνιον»[10].
Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ παραθέσουμε πλῆθος θέσεων τοῦ ὀρθοδόξου συνοδικοῦ «Τόμου» τοῦ 1273 κατὰ τῶν Λατίνων ὡς αἱρετικῶν καὶ ἀποβλήτων. Θεωροῦμε ὅτι ἀξίζει νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ ἀκατήχητος καὶ ἀποίμαντος λαός, ὁ ὁποῖος ἔχει χάσει τὸν πνευματικό του προσανατολισμὸ μέσα στὴ σύγχυση καὶ στὴν πολυγνωμία. Θὰ παραθέσουμε μία ἀκόμη, γιὰ νὰ ταρακουνηθοῦν λίγο οἱ ἐφησυχάζοντες καὶ κοιμώμενοι ποιμένες. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς οἱ κακοπροαίρετοι θὰ ἀντιδράσουν σὲ ὅλα αὐτά, θὰ στραφοῦν καὶ ἐναντίον τῆς σταθερῆς καὶ ἀδιάκοπης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως, θὰ ἰσχυρισθοῦν μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὅτι «οἱ πατέρες ἡμῶν οἱ προκαλέσαντες τὸ σχίσμα ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Ὅλοι πάντως οἱ προηγούμενοι πατριάρχες μέχρι καὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, μεταξὺ αὐτῶν πολλοὶ Ἅγιοι, ἐκτιμοῦν σταθερὰ καὶ ἀδιάκοπα ὅτι θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως ὑπῆρξαν ὄχι οἱ «οἱ πατέρες ἡμῶν», ἀλλὰ οἱ Παπικοί, οἱ Λατῖνοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Στὸν καθρέπτη τῆς ὀρθοδόξου συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως ἂς καθρεπτισθοῦν οἱ συντελεστὲς καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, γιὰ νὰ ἀντικρύσουν τὸ κακοποιημένο τους πρόσωπο, καὶ ἂς ἀφήσουν τὶς ἀερολογίες, τὶς καυχήσεις γιὰ ἱστορικὸ ἐπίτευγμα καὶ τὶς κολακεῖες πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Λέγει ὁ ὀρθόδοξος συνοδικός «Τόμος» τοῦ 1273, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅτι σεῖς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἐμνηστεύθη ὡς νύφη ἄμωμη καὶ ἀμίαντη, πρέπει νὰ προφυλαχθῆτε ἀπὸ τὸ μίασμα αὐτὸ τῶν Λατίνων· νὰ μὴ κολλήσετε στοὺς ἑαυτούς σας τὸν μολυσμό τους, γιατὶ θὰ σᾶς ἀποστραφεῖ ὁ νυμφίος τῶν ψυχῶν καὶ θὰ καταισχυνθῆτε αἰώνια. Δὲν πρέπει νὰ δώσετε τόπο στὸν Διάβολο. Καὶ ἐπί λέξει: «Διὰ τοῦτο, ὑμεῖς, ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ἣν ἑαυτῷ νύμφην “ἄμωμον” καὶ ἀμίαντον ἐμνηστεύσατο, φυλάξασθε ἀπὸ τοῦ μιάσματος τούτου, παρακαλῶ, τοῦ τῶν Ἰταλῶν· μὴ προσάψωμεν ἑαυτοῖς τὸν ἐκ τούτων μιασμόν, καὶ ἀποστραφῇ ἡμᾶς ὁ τῶν ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνώμεθα. Μὴ δῶμεν τόπων τῷ διαβόλῳ»[11].


Ἐπίλογος

Μᾶς ἀφήνει καθόλου περιθώρια ἡ συνοδικὴ καὶ πατερικὴ Παράδοση νὰ ὀνομάζουμε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελοῦμε μαζί τους τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»; Θὰ εἴμαστε μὲ τοὺς λατινόφρονες πατριάρχες Ἰωάννη Βέκκο (1275-1282), Ἰωάννη Καλέκα (1334-1347) καὶ τὸν ἀποστάτη καρδινάλιο Βησσαρίωνα ἢ μὲ τοὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες Μ. Φώτιο (858-867, 877-886), Μιχαὴλ Κηρουλάριο (1043-1058), Γερμανὸ Β´ (1222-1240), Ἀρσένιο (1255-1259, 1261-1265), Ἰωσὴφ Α´ (1267-1275, 1282-1283), Γρηγόριο Β´ Κύπριο (1283-1289), Ἀθανάσιο Α´ (1289-1293, 1303-1310), Γεννάδιο Σχολάριο (1354-;), οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τιμῶνται ὡς Ἅγιοι; Μὲ τοὺς Ἁγίους Γρηγόριο Παλαμᾶ, Μᾶρκο Εὐγενικό, Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, Νικόδημο Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιο Πάριο καὶ τοὺς ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη καὶ προφανής. Λυπούμαστε γιὰ ὅσους ἀποδέχονται καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ ὅσους ἐγκωμιάζουν τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.




[1]. Γιὰ τὴν σύνοδο τῆς Λυὼν (1274) βλ. τὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦΧρηστου Αραμπατζη, Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών. Πρόσωπα καὶ Θεολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002. Του Αυτου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Ρώμη κατὰ τὸν 13ο αἰώνα. Θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ προσέγγιση, ἐκδ. Μεταμόρφωσις, Θεσσαλονίκη 2001. Καὶ στὶς δύο μελέτες ὑπάρχει πλούσια σχετικὴ βιβλιογραφία.
[2]. Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ποὺ ἐγράφησαν, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους βλ. καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἡ «Ὀρθοδοξία» τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, Θεσσαλονίκη 1994. Του Αυτου, Εἶναι οἱ Ἀρμένιοι Ὀρθόδοξοι; Οἱ θέσεις τοῦ Μ. Φωτίου, Θεσσαλονίκη 1995. Τὰ ἴδια καὶ στὸ βιβλίο μας Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 104 ἑ.ἑ.
[3]. Βλ. σχετικὰ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση,Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 156 ἑ.
[4]. Στὰ σημειούμενα στὶς προηγούμενες ὑποσημειώσεις βιβλία μας καὶ στὴν συνεχῆ καὶ ἐκτενῆ ἀρθρογραφία μας στὰ τεύχη τοῦ περιοδικοῦ Θεοδρομία ποὺ συμπληρώνει ἐφέτος τὸ 18ο ἔτος τῆς ἐκδόσεώς του, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ 1999.
[5]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Ἀπό τὴν Ὀρθοδοξία στὸν Οἰκουμενισμό. Ἡ μεγάλη ἀνατροπὴ τοῦ 20οῦ αἰώνα», στὸ βιβλίο μας Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε;, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 23 ἑ.ἑ.
[6]. Ὅτι οὐχὶ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἀλλ᾽ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Λόγος πρῶτος, εἰς Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 26.
[7]. Τὸ κείμενο ἐκδίδεται εἰς V. Laurent – J. Darroyzes, Dossier Grec de l’ union de Lyon (1273-1277), Institut Francais d’ Études Byzantines, Paris 1976, σελ. 136-301.
[8]. Αὐτόθι, σελ. 143.
[9]. Αὐτόθι, σελ. 163.
[10]. Αὐτόθι, σελ. 172.
[11]. Αὐτόθι, σελ. 289.