Συνέντευξη του Νίκου Φίλη, τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, στην Εφημερίδα των Συντακτών – Μετά από τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να υπερασπιστεί το δημόσιο σχολείο όχι μόνο με βάση τις αρχές και διακηρύξεις του, αλλά μέσα και από το παράδειγμα της πολιτικής που άσκησε στο συγκεκριμένο τομέα.

Το 2015-2019 παραλάβαμε ένα εξαθλιωμένο από τη διαρκή μνημονιακή λιτότητα. Διαχρονικά, οι δαπάνες για την Παιδεία στη χώρα μας υπολείπονταν των αναγκών. Ιδιαιτέρως όμως τα μνημονιακά χρόνια συρρικνώθηκαν χωρίς προηγούμενο: μέσα σε μια εξαετία κατά 22,7% για τη δευτεροβάθμια και 14,1% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μόνο η πρωτοβάθμια γνώρισε μονοψήφιο ποσοστό μείωσης. Δεν μιλάμε για συμβατικές μειώσεις, αλλά για χρηματοδοτική συντριβή. Κτίρια σε εγκατάλειψη (αφού και οι δήμοι στους οποίους ανήκουν υποχρηματοδοτούνταν), κενές οργανικές θέσεις, εκπαιδευτικοί αποθαρρυμένοι, εργαστήρια χωρίς εξοπλισμό, γυμναστήρια δίχως όργανα.

Οι βαρύτερες επιπτώσεις ήταν πάνω στο έμψυχο δυναμικό. Προσλήψεις, είχαν γίνει τελευταία φορά το 2009-2010. Το μνημόνιο ουσιαστικά τις απαγόρευε, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εμβολιασμός με νέους εκπαιδευτικούς, κάτι που είναι απαραίτητο στο σύλλογο διδασκόντων. Οι ελλείψεις άσκησαν μεγάλη πίεση στους παλαιότερους και πιο έμπειρους και ώθησαν πολλούς από αυτούς στη συνταξιοδότηση, επιδεινώνοντας το πρόβλημα. Οι με το σταγονόμετρο, δεν επαρκούσαν, σε πολλές περιπτώσεις αναλάμβαναν υπηρεσία μετά το Δεκέμβριο και ως γνωστό, άλλαζαν κάθε χρόνο με τις γνωστές συνέπειες.

Πώς έμεινε όρθιο το δημόσιο σε τέτοιες συνθήκες είναι θαύμα, που πρέπει 100% να αποδοθεί στον Έλληνα εκπαιδευτικό. Αυτόν που έδωσε τα πέτρινα μνημονιακά χρόνια ό,τι μπορούσε -και ακόμα παραπάνω.

Σε ένα τέτοιο φόντο ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια η συσσωρευμένη λιτότητα, από την άλλη η πρόσθετη αβεβαιότητα, όσο κρατούσαν οι διαπραγματεύσεις των πρώτων μηνών. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω.

Πρώτο μας μέλημα ήταν το Σεπτέμβριο 2015 να ανοίξουν τα στην ώρα τους, με απόλυτη πληρότητα εκπαιδευτικών, βιβλίων και κάθε απαραίτητου εφοδίου. Θα πει κανείς, «στοιχειώδες»! Το αντίθετο όμως ήταν ο κανόνας κάθε χρόνο, ενώ είχαμε ζήσει και το απόλυτο ναδίρ της «χρονιάς των φωτοτυπιών».

Δεύτερον, ήταν πολιτική μας επιλογή να στηρίξουμε την Ειδική Αγωγή. Σε συνθήκες μνημονίων, οι οικογένειες με παιδιά στα ειδικά σχολεία είχαν αφεθεί να παλεύουν μόνες τους. Για μια αριστερή κυβέρνηση η ανατροπή αυτής της ντροπιαστικής κατάστασης ήταν προτεραιότητα. Ενισχύσαμε τα ειδικά σχολεία με ένα αριθμητικά πρωτόγνωρο δυναμικό ειδικών και παιδαγωγών, ώστε να στηριχθεί και να προχωρήσει κάθε παιδί που είχε ανάγκη. Τέθηκε τότε ένα στάνταρντ («πρώτα καλύπτουμε όλες τις ανάγκες της ειδικής αγωγής και κατόπιν και όλα τ’ άλλα») που κράτησε ως την τελευταία μέρα της διακυβέρνησής μας.

Και όταν βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, εύλογα, φροντίσαμε στην Ειδική Αγωγή να κατευθυνθούν οι πρώτες 4.500 προσλήψεις μονίμων επιστημόνων. Άλλες 10.500 προσλήψεις προβλέψαμε για την Γενική Εκπαίδευση, οι πρώτοι μόνιμοι εκπαιδευτικοί μετά από μια ολόκληρη δεκαετία. Παρεμπιπτόντως, η σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου απλώς καθυστέρησε τις δύο προκηρύξεις σε μια προσπάθεια να πείσει ότι ήταν δικές της. Φυσικά οι ίδιοι οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν καλύτερα.

Έγιναν κι άλλα βήματα, σοβαρά και σημαντικά, αλλά αν τα απαριθμούσα όλα θα ξέφευγα από το στόχο αυτού του μικρού άρθρου. Συνοπτικά, πάντως: Εξαπλώθηκε η λειτουργία του Ολοήμερου Δημοτικού σε όλη την Ελλάδα. Κατέστη διετής η υποχρεωτική προσχολική αγωγή. Αναζωογονήθηκε και τέθηκε σε νέες βάσεις (βραβεύτηκε μάλιστα από την ΕΕ) η επαγγελματική εκπαίδευση, κάτι που και πάλι ενόχλησε ορισμένα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Στην ίδια κατεύθυνση, ιδρύθηκαν (και… «ανεστάλησαν» αμέσως από τη ΝΔ) διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης στα ΑΕΙ.

Αναδιαρθρώθηκε το πρόγραμμα σπουδών στη Γ’ Λυκείου με έμφαση στα μαθήματα εισαγωγής για να μειωθεί η ανάγκη για φροντιστήρια, όπως για τον ίδιο λόγο μειώθηκαν οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Καθιερώθηκε η εισαγωγή χωρίς εξετάσεις σε τμήματα των ΑΕΙ, ξεκινώντας από τα χαμηλής ζήτησης, για πρώτη φορά. Δημιουργήθηκαν (και καταργήθηκαν από τη ΝΔ πριν λειτουργήσουν) νέα τμήματα ΑΕΙ, που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Συκοφαντία τεράστια στο θέμα αυτό από την κυβέρνηση ΝΔ, ότι εξυπηρετούσαν μικροπολιτικούς σκοπούς, συκοφαντίες και για τη «βάση του 10», που καταργήθηκε θυμίζω όχι από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την κα Διαμαντοπούλου. Γιατί είχε καταργηθεί; Γιατί δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, 24.000 μόνο φέτος, θα έμεναν έξω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και 180 τμήματα, κυρίως στην περιφέρεια, θα είχαν κλείσει. Αυτό λοιπόν θέλουν;

Την ίδια στιγμή, υποκριτικά μιλούν για «αμόρφωτους φοιτητές» και λοιδορούν ολόκληρα τμήματα χωρίς να ντρέπονται, όταν είναι γνωστό ότι στόχος τους είναι να προωθήσουν πελάτες στα κολλέγια χωρίς εκεί… να θέτουν όριο για βάση του δέκα. Εκεί, το όριο είναι το πορτοφόλι της οικογένειας. Τα πτυχία τους όμως, φρόντισαν να τα εξισώσουν.

Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, ήταν απαραίτητο να ενισχυθούν οι πόροι για την Παιδεία, ακόμα και μες τη δύσκολη συγκυρία, όταν μας πίεζε πλήθος μνημονιακών κανόνων. Από το 2016 ως το 2019 σταδιακά και κάθε χρόνο ενισχύσαμε τους πόρους του προϋπολογισμού για την Παιδεία από το 4,2%, που ήταν ιστορικό χαμηλό, στο 4,8% του ΑΕΠ. Σημαντικό επίσης ότι για πρώτη φορά την ίδια περίοδο οι δαπάνες για την έρευνα έφτασαν στο 1% του ΑΕΠ βοηθώντας να μείνουν στη χώρα χιλιάδες νέοι ερευνητές.

Σήμερα πλέον, με την πιο αντιδραστική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης και μια πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Παιδείας που ολοφάνερα έχει πρωταρχικό μέλημά της την ενίσχυση ιδιωτικών σχολείων και κολλεγίων, εκείνο που προέχει επειγόντως είναι η υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει πλέον το παράδειγμα και την εμπειρία. Οφείλει να συζητήσει με τους εκπαιδευτικούς, με κάθε προοδευτική φωνή στην εκπαίδευση, και για αυτά που δεν πέτυχε ή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αλλά και για τις ανάγκες της επόμενης 20ετίας, για ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο: Πιο ευνοϊκό στη κριτική σκέψη, πιο συμπεριληπτικό στη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα κάθε μαθητή, πιο ανοιχτό στην τέχνη και στην καλλιτεχνική δημιουργία. Πρωτίστως, πιο ανθρωποκεντρικό, ώστε να παραδίδει πολίτες που νοιάζονται για τον διπλανό τους, που στέκονται αλληλέγγυοι στις δύσκολες στιγμές του.

Βασική προϋπόθεση για ένα τέτοιο δημόσιο σχολείο είναι η χρηματοδότηση. Τα κενά που έχουν αφήσει τα μνημονιακά χρόνια, παρά τη σαφή βελτίωση του 2016-2019, έχουν συσσωρευτεί. Αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ και σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας, γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών, πρέπει να είναι η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης υπέρ της δημόσιας Παιδείας και Υγείας, κατά απόλυτη προτεραιότητα. Από την υιοθέτηση και επιτυχία του στόχου αυτού, θα κριθούν πολλά στο μέλλον.