Η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης (ΚΙΠΑΝ) καταγγέλλει την κυβέρνηση για θεσμικά ολισθηρές επιλογές αναφορικά με το δημόσιο πανεπιστήμιο, με αφορμή την κατάθεση και συζήτηση, εν μέσω θέρους, του νομοσχεδίου για την «ενίσχυση της ασφάλειας στα ΑΕΙ».
Όπως επισημαίνει η ΚΙΠΑΝ, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, προωθώντας διατάξεις που απομακρύνονται από τις πραγματικές ανάγκες της ανώτατης εκπαίδευσης και αγνοούν πλήρως τον αναγκαίο διάλογο με την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Σύμφωνα με την ΚΙΠΑΝ, οι νέες ρυθμίσεις όχι μόνο επιβεβαιώνουν την αποτυχία της έως τώρα κυβερνητικής πολιτικής για τα ΑΕΙ, αλλά και εισάγουν επικίνδυνες ποινικές προβλέψεις που αγγίζουν τα όρια της ποινικοποίησης του λόγου. Με ασάφειες ως προς την έννοια της «διατάραξης λειτουργίας» και χωρίς σεβασμό στη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο κινδυνεύει να μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε χώρους επιτήρησης και αυθαιρεσίας, περιορίζοντας τη δυνατότητα έκφρασης, διαμαρτυρίας και συμμετοχής στον δημόσιο διάλογο.
Ανακοίνωση της ΚΙΠΑΝ για το Νομοσχέδιο σχετικά με την «Ασφάλεια στα ΑΕΙ» :
Ανακοίνωση για το Νομοσχέδιο σχετικά με την «Ασφάλεια στα ΑΕΙ»
Σε θεσμικά ολισθηρή κατεύθυνση η κυβερνητική πολιτική για τα δημόσια πανεπιστήμια
Συζητείται στη Βουλή, εν μέσω θέρους, νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, που περιλαμβάνει στο Μέρος Γ («για την ενίσχυση της ασφάλειας στα ΑΕΙ») τροποποιήσεις – προσθήκες στα άρθρα 168 και 184 του Ποινικού Κώδικα, τροποποιήσεις των σχετικών άρθρων του ν.4957/2022, καθώς και τροποποίηση, στο άρθρο 122 του νομοσχεδίου, της διάταξης για την ανώτατη διάρκεια φοίτησης και τις διαγραφές φοιτητών και φοιτητριών.
Με το νομοσχέδιο αυτό η κυβέρνηση ομολογεί την αποτυχία της δικής της πολυδιαφημισμένης πολιτικής στο υπερδιογκωμένο θέμα της «ανομίας στα δημόσια πανεπιστήμια». Επιπλέον, όμως, κινείται αυθαίρετα και με θεσμικά ολισθηρές ρυθμίσεις σε κατευθύνσεις διαφορετικές και πολιτικές αντίθετες από τις πραγματικές ανάγκες των δημόσιων πανεπιστημίων και κυρίως την ολοένα εντεινόμενη αγωνία σύσσωμης της ακαδημαϊκής κοινότητας για ουσιαστική αναβάθμιση τους.
Αρχικά, όπως διαρκώς επισημαίνουμε, ενώ οι πολιτικές για την εκπαίδευση απαιτούν ώριμο σχεδιασμό, πραγματικό διάλογο, επαρκή χρόνο ειλικρινών διαβουλεύσεων και ουσιαστικές συγκλίσεις για αναζήτηση σταθερών λύσεων, η κυβέρνηση δεν ακολούθησε ούτε αυτή τη φορά ουσιαστική διαδικασία διαβούλευσης κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Κινήθηκε ακόμη μια φορά στη λογική, «πλειοψηφία έχουμε, ότι θέλουμε κάνουμε».
Όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά και η Οικονομική & Κοινωνική Επιτροπή της – ΟΚΕ (oke.gr), της οποίας η γνώμη ζητήθηκε επί του δημοσιευμένου στο opengov νομοσχεδίου χωρίς να υπάρχει καν αιτιολογική έκθεση, ο χρόνος που δόθηκε ήταν ανεπαρκής ενώ απαιτούνταν τουλάχιστον 15 εργάσιμες ημέρες. Η δε γνώμη της ΟΚΕ κατατέθηκε στη Βουλή, αλλά ειδικά για τις επίμαχες διατάξεις του Μέρους Γ δεν λήφθηκε υπόψη καμία απολύτως από τις παρατηρήσεις της.
Επιπλέον, η κυβέρνηση τροποποιεί ξανά και συμπληρώνει τους δικούς της νόμους για την ασφάλεια στα ΑΕΙ (ν. 4777/2021, ν. 4957/2022), νόμοι που αποδείχθηκαν εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστα γονατογραφήματα. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν έχει δημοσίως προβεί σε αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των νόμων αυτών, ούτε έχει τεκμηριώσει την αναγκαιότητα των νέων αλλαγών. Συνεπής με την απουσία ουσιαστικού διαλόγου, επιμένει στην ίδια ακριβώς λογική, ξανά με ασκήσεις επί χάρτου, αυτή τη φορά αντικαθιστώντας την περίφημη «πανεπιστημιακή αστυνομία» με «πανεπιστημιακή εισαγγελία».
Το πλέγμα των πειθαρχικών και ποινικών διατάξεων που εισάγονται με το νομοσχέδιο ορίζει ένα δυστοπικό θεσμικό πλαίσιο με ιδιώνυμα αδικήματα, με δυσανάλογες ποινές που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, με αναστολή φοίτησης που παραβιάζει προδήλως το τεκμήριο της αθωότητας, με υποχρεωτική αναφορά αδικημάτων και με ποινικοποίηση της ελευθερίας του λόγου. Όλα αυτά τα στοιχεία θέτουν εύλογα ερωτήματα για τη συμβατότητα των εισαγόμενων ρυθμίσεων με το Σύνταγμα, αλλά και για τη νομική επάρκεια των συντακτών του. Ιδίως όταν με την προτεινόμενη προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 184 Π.Κ. θα τιμωρείται η “παρότρυνση, υποκίνηση, ενθάρρυνση ή διευκόλυνση” πράξεων διατάραξης της ακαδημαϊκής λειτουργίας, ακόμη κι αν δεν επακολουθεί καμία τέτοια πράξη, ενώ το α.184 του Π.Κ. αρχικά τιμωρεί την πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη αδικήματος. Αφηρημένη διακινδύνευση της ελευθερίας του λόγου εντός των πανεπιστημιακών χώρων δεν νοείται. Με τις διατάξεις αυτές εισάγονται πολύ επικίνδυνα δαιμόνια που έρχονται από μακρινά δύσκολα χρόνια.
Αυτές οι νέες διατάξεις για την ασφάλεια που ποινικοποιούν ακόμη και τον λόγο, συνιστούν μια επικίνδυνη θεσμική υποβάθμιση και δεν συμβάλλουν στην προστασία του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, καθώς ανάλογα με την ερμηνευτική ελαστικότητα ή αυθαιρεσία της διοίκησης σε σχέση με νομικά ασαφείς όρους, όπως η «διατάραξη λειτουργίας» ή η «ανάρμοστη συμπεριφορά», θα επαπειλούνται πειθαρχικές και ποινικές διώξεις που θα περιορίζουν τη θεμιτή έκφραση διαμαρτυριών και εκδήλωση αντιδράσεων, ή ακόμη χειρότερα θα οδηγούν σε καθεστώς προληπτικής αυτολογοκρισίας.
Οι πραγματικά σοβαρές περιπτώσεις βίας και επιβολής στα δημόσια πανεπιστήμια, όπως και εκτός αυτών, δεν αντιμετωπίζονται με αυστηρότερες ποινές αλλά με αποτελεσματικότερη λειτουργία των διαδικασιών τάξης και απονομής δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση επικαλείται την ασφάλεια, αλλά εστιάζει μόνο σε θέματα παραβατικότητας, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ζητήματα πολιτικής προστασίας. Επιλέγει την ποινική υπεραντίδραση, όχι λόγω της (ανύπαρκτης) έξαρσης φαινομένων βίας, αλλά για την καταστολή αντιδράσεων και για επικοινωνιακούς σκοπούς προβάλλοντας μια εικόνα αυστηρότητας, ενώ παράλληλα προωθεί εσπευσμένα την πανεπιστημιοποίηση των κολλεγίων χωρίς ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας ή ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Στο θέμα της λιμνάζουσας φοίτησης, αντί η κυβέρνηση να προχωρήσει χωρίς τυμπανοκρουσίες στην εκκαθάριση των μητρώων από ανενεργούς φοιτητές και φοιτήτριες και να επιτρέψει στα δημόσια πανεπιστήμια να ασκήσουν τον ρόλο που τους ανήκει για την αντιμετώπιση της φοιτητικής αποτυχίας, αρκείται, παγιδευμένη στις εντυπωσιοθηρικές αρχικές εξαγγελίες και αυτοδεσμεύσεις της περί διαγραφών, να τροποποιήσει μόνο αριθμητικά τον προηγούμενο νόμο της.
Όλες αυτές οι επιλογές, στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας, όπως και οι προγενέστερες, είναι ασύμβατες με τον χαρακτήρα και τον ρόλο του δημόσιου πανεπιστημίου. Δυναμιτίζουν την πανεπιστημιακή ειρήνη, θα προκαλέσουν για άλλη μια φορά αχρείαστες εντάσεις και τελικά θα βλάψουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Η κατεύθυνση στην οποία κινείται η κυβερνητική πολιτική για τα δημόσια πανεπιστήμια είναι σταθερά λανθασμένη και πρέπει να αντιστραφεί όσο ακόμη είναι καιρός..