Τον κώδωνα του κινδύνου για το επίπεδο στο οποίο κατατάσσονται οι Ελληνες , στο πλαίσιο διεθνών κατατάξεων, όπως αυτές που προκύπτουν από τον διεθνή μαθητικό διαγωνισμό PISA, έκρουσε σε δηλώσεις του σε δημοσιογράφους ο δεύτερος αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος, Αργύρης Μυστακίδης, ενώ παράλληλα υπογράμμισε την ανάγκη το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα να τύχει άμεσων και γενναίων παρεμβάσεων από τη νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.

«Είναι πράγματι μεγάλη η πρόκληση για τη νέα ηγεσία του », υπογραμμίζει ο κ.Μυστακίδης, «που δείχνει να έχει κατανοήσει τον επείγοντα χαρακτήρα των απαιτούμενων αλλαγών, να εστιάσει στην ουσία και να κινηθεί με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα σε παρεμβάσεις-τομές που α) να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική διέξοδο στην επαγγελματική εκπαίδευση με πιστοποιημένους τίτλους σπουδών, που θα αντανακλούν ουσιαστικά και πραγματικά προσόντα των κατόχων τους, β) να συμπεριλάβουν μηχανισμούς συνεχούς και αξιόπιστης αξιολόγησης του συντελούμενου έργου, γ) να έχουν στο επίκεντρό τους εκπαιδευτικούς και να “επενδύουν” στη συνεχή και ουσιαστική τους εξέλιξη, δίνοντας κίνητρα και ανταμείβοντας τους άξιους και εργατικούς, δ) να χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και επικοινωνία με τη διεθνή πραγματικότητα, αντλώντας εμπειρία και καλές πρακτικές από αυτήν και δ) να δίνουν περισσότερη αυτονομία και ευελιξία σε όλους τους εμπλεκόμενους».

Αναλυτικότερα, με αφορμή τα πρόσφατα αποτελέσματα του διεθνούς μαθητικού διαγωνισμού PISA (Programme for International Student Assessment), στον οποίο κάθε τρία χρόνια παραπάνω από μισό εκατομμύριο μαθητές από 72 χώρες αξιολογούνται σε κοινά θέματα μαθηματικών, κατανόησης κειμένου και φυσικές επιστήμες, ο κ. Μυστακίδης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι οι Έλληνες μαθητές κατατάσσονται στο επίπεδο της Χιλής, της Σλοβακίας και της Βουλγαρίας, σε αντίθεση με τους μαθητές όλων των άλλων χωρών της Ε.Ε. όπως και των περισσοτέρων πλούσιων χωρών της Αμερικής, της Ωκεάνιας και της Ασίας, που τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα. Από τις ευρωπαϊκές χώρες τις καλύτερες επιδόσεις κατέγραψαν, οι Εσθονοί μαθητές.

«Κοινή συνισταμένη πολλών μελετών που έχουν εκπονηθεί τα τελευταία χρόνια», σημειώνει ο κ. Μυστακίδης, «αποτελεί το συμπέρασμα ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα στερείται ευελιξίας, χαρακτηρίζεται από μεγάλη αδράνεια και το χειρότερο απ’ όλα έχει καταστεί απωθητικό για τους μαθητές». Αναφέρθηκε μάλιστα και σε μια παλαιότερη συνέντευξη του καθηγητή Γεώργιου Μπαμπινιώτη, ο οποίος είχε επισημάνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας «χαρακτηρίζεται από έναν ξηρό φορμαλισμό και μια τυποκρατία. Δεν μορφώνουμε υπεύθυνους, σκεπτόμενους, καλλιεργημένους κι ευαίσθητους πολίτες. Φορτώσαμε το σχολείο με όγκους αμάσητων κι αχώνευτων πληροφοριών».

Ο β’ αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος υποστηρίζει ότι ένα μέρος του προβλήματος του εκπαιδευτικού μας συστήματος «οφείλεται στην υποχρηματοδότησή του, την κακή κατανομή των οικονομικών του πόρων και τον ασφυκτικό κεντρικό του έλεγχο. Μελέτη του ΙΟΒΕ που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο καταδεικνύει μεταξύ άλλων ότι η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα α) υστερεί διαχρονικά έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης, β) κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, γ) είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., δ) κατευθύνεται περισσότερο στις αποζημιώσεις εργαζομένων και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε βάρος άλλων δαπανών, όπως οι υποδομές, οι λειτουργικές δαπάνες και οι παροχές».

«Ένα άλλο παθογενές χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού μας συστήματος», υπογραμμίζει ο κ. Μυστακίδης, «είναι ότι, επί δεκαετίες και σε όλες του τις βαθμίδες παρέμεινε προσανατολισμένο στην κατάκτηση των τυπικών και όχι των ουσιαστικών προσόντων, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων η αποφοίτηση από το λύκειο ή το πανεπιστήμιο εξασφάλιζε απλά το “χαρτί” για τον διορισμό στο Δημόσιο. Όταν η ικανότητα του Δημοσίου τομέα να απορροφήσει πτυχιούχους μειώθηκε δραματικά, έγινε εμφανές ότι το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας στερούταν των προσόντων εκείνων, που θα το καθιστούσαν ευέλικτο και ανταγωνιστικό στην εγχώρια, αλλά και στην παγκόσμια αγορά εργασίας».