Δυστυχώς δεν έχουμε μελετήσει ένα μείζον εκπαιδευτικό πρόβλημα, το μεγάλο ποσοστό των αδιόριστων στην εκπαίδευση.

Του

Δεν έχουμε αναλύσει ούτε τις σοβαρές επιπτώσεις του προβλήματος αυτού στη μορφωτική και παιδαγωγική αποστολή του σχολείου ούτε την περιπέτεια που βιώνουν οι εν λόγω εκπαιδευτικοί.

Ας θέσουμε κάποια ερωτήματα. Τι σημαίνει να έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αναπληρωτών στην εκπαίδευση; Ποιες είναι οι επιδράσεις στους μαθητές με το να αλλάζουν κάθε χρόνο εκπαιδευτικούς σε ένα σημαντικό ποσοστό; Τι σημαίνει η συνεχής προσωρινότητα μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών στην άσκηση της παιδαγωγικής – που εκτός των άλλων απαιτεί βαθιά γνώση εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου;

Τι επιπτώσεις προκαλούνται στην πολιτιστική κινητικότητα του σχολείου και στις πολλαπλές και αναγκαίες πρωτοβουλίες, που απαιτούν μια μονιμότητα πέραν του ενός χρόνου – με το να έχουμε περιοδεύοντες εκπαιδευτικούς; Ποιο είναι το εκπαιδευτικό περιεχόμενο με το να έχουμε σχολείο με έναν μόνιμο εκπαιδευτικό, τον Διευθυντή, και όλοι οι άλλοι να είναι αναπληρωτές. Για όλα αυτά τα ερωτήματα θα επανέλθω.

Θέτω, στη συνέχεια, μια άλλη όψη, την επαγγελματική. Προφανώς τίθεται μείζον μεθοδολογικό ζήτημα. Από πού να πρωτοαρχίσει κανείς για να προσεγγίσει τις κατάφωρες αδικίες στον κόσμο της εργασίας μέσα σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης, ακρίβειας και ανεργίας; Ποιος επαγγελματικός κλάδος δεν θέλει να γίνει η αφετηρία για «άρση των αδικιών» από τη δική του περίπτωση; Και ακόμα, τι γίνεται με αυτούς που είναι εκτός επαγγελματικής αναφοράς και βιώνουν την ανεργίαˑ την ανεργία που τους γονατίζει και τους πλήττει την αξιοπρέπειά τους;

Παρόλα αυτά, θα οριοθετήσω έναν κλάδο με δύο όψεις του, που για τον δημόσιο τομέα μπορεί να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχει άλλη ανάλογη περίπτωση με τόση βαριά σκιά αβεβαιότητας και απαξίωσης. Αναφέρομαι στον εκπαιδευτικό κλάδο και συγκεκριμένα στους αδιόριστους αναπληρωτές. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της γκρίζας ιδιαιτερότητας;

α) Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αντιστοιχούν σε πολύ μεγάλο ποσοστό στο σύνολο των εκπαιδευτικών. Από περίπου 10% που ήταν πριν από τα μνημόνια – ποσοστό που είχε κάποια σχέση με την πραγματικότητα – σήμερα έχει φτάσει περίπου στο 30%. Το ένα τρίτο των εκπαιδευτικών, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι αναπληρωτές και οι περισσότεροι είναι μόνιμοι αναπληρωτές. «Αναπληρώνουμε τους εαυτούς μας», λένε πολύ χαρακτηριστικά οι ίδιοι οι αναπληρωτές.

β) Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί δεν έχουν έναν προσωρινό χαρακτήρα, όπως ήταν παραδοσιακά. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται σε αυτή την εργασιακή σχέση για πολλά χρόνια, για το μεγαλύτερο μέρος της όποιας εκπαιδευτικής και επαγγελματικής τους πορείας. Ήδη έχουμε περιπτώσεις αναπληρωτών, που βγαίνουν στη σύνταξη, χωρίς να έχουν ποτέ διοριστεί ως μόνιμοι!

γ) Η μέγιστη πλειοψηφία των αναπληρωτών υπηρετεί σε σχολεία, που είναι μακριά από τις οικογένειές τους και, όπως προαναφέρθηκε, αυτό ισχύει για πολλά χρόνια. Τι σημαίνει αυτό για εργαζόμενους με 750 ευρώ τον μήνα είναι εύκολο να κατανοηθεί. Μπορούν να συντηρούν δύο οικογένειες; Γονείς δεν «βλέπουν» τα παιδιά τους να μεγαλώνουν. Δεν γεύονται ουσιαστικά την ομορφιά της οικογένειας.

δ) Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς, δεν έχουν εκείνα τα δικαιώματα που δεν «σκοντάφτουν» σε ανυπέρβλητα εμπόδια.

Είναι κοινή πεποίθηση ότι σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικοί συνθέτουν τον πυρήνα της παιδαγωγικής, μορφωτικής και πολιτισμικής λειτουργίας της κοινωνίας μας. Η βαθιά ενότητά τους είναι αυτή, που μπορεί να ανοίγει διαρκώς όλο και πιο προοδευτικούς ορίζοντες στην πρωταρχική αποστολή της χώρας μας για να διαμορφώσει μια κοινωνία γνώσης και μάθησης, μια κοινωνία ορθολογισμού και διαφωτισμού. Ως εκ τούτου, εδώ τίθεται προτεραιότητα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής.

Υ.Γ.

Θα υπάρξει μια σειρά άρθρων – καταθέτοντας προτάσεις – με σχετικά θέματα: την ανάπτυξη του σημερινού συρρικνωμένου σχολείου, τους διορισμούς, τα δικαιώματα των αναπληρωτών, τους νεοδιόριστούς, τους νέους πτυχιούχους κλπ κλπ

Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής