Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, είχε μια απορία. Τι είναι πέρα από αυτό που βλέπει, πίσω από τη στροφή του δημόσιου δρόμου, τι είναι πίσω από εκεί στο λόφο του μακρινού χωριού, που πέφτει η ήλιος, τι είναι πίσω από τον Ερύμανθο, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος; Και αυτοί που είναι πίσω απ’ αυτά, τι σκέπτονται για εμάς, τι φαντάζονται;
Του Νίκου Τσούλια
Και σιγά-σιγά άρχισε να πλάθει τους κόσμους, που δεν έβλεπε. Σκεπτόταν ξανά και ξανά και πίστευε ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό μετά τη στροφή του δρόμου, κάτι παράξενο, ότι έχει αλλιώτικους ανθρώπους, άλλα δέντρα, άλλα σπίτια που δεν έμοιαζαν με τα δικά του.
Και κάθε παιδί, στο μικρό χωριό του, έλεγε και από μια δική του ιστορία για το τι ήταν εκεί πίσω, ό,τι φανταζόταν, ό,τι είχε κρυφακούσει από τους μεγάλους, ό,τι είχε καταλάβει – γιατί το ανακάτευε με τη φαντασία του. Αλλά εκεί που τα πράγματα φούντωναν και σκοτείνιαζαν ήταν για το τι ήξεραν για τη μικρή πόλη, που πήγαιναν παλιότερα οι παππούδες τους με τα άλογα, και στις ημέρες του οι γονείς του με το λεωφορείο για κάποια ψώνια και κυρίως για γιατρό και για φάρμακα.
Είχε, λέει, πολλά σπίτια, μεγάλα σπίτια περιποιημένα και πολλοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν στο δρόμο και πολλά αυτοκίνητα – όχι ένα κάθε τόσο όπως περνάει στο δικό τους δημόσιο δρόμο. Και, σκεπτόταν ακόμα πιο έντονα για το πως ήταν η Αθήνα, εκεί που έφευγαν τότε οι νέοι να μάθουν κάποια τέχνη…
Αλλά δεν νοιαζόταν για το τι θα κάνουν οι άλλοι. Αυτό ήθελε να πάει στο γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας, να δει πως είναι – είναι, λέει, πολύ μεγάλο,- να δει τους παίκτες της ομάδας του. Ποθούσε να παίζει μπάλα συνέχεια. Δεν ήταν καλός στη μπάλα. Δεν τον άφηναν οι γονείς του και πιο πολύ η μάνα του και δεν είχε την ίδια εμπειρία με τα άλλα παιδιά του χωριού που έπαιζαν κάθε ημέρα – αυτό έμενε έξω από το χωριό.
Και προσπαθούσε να κλέψει λίγο χρόνο, για να παίξει για λίγο εκεί κάτω στο λιοστάσι που ήταν το γηπεδάκι τους, όταν πήγαινε για ψώνια στο χωριό ή για διάφορα θελήματα. Όχι δεν του αρκούσε που ήταν καλός μαθητής στο σχολείο – λάτρευε τη μπάλα και θα ήθελε να ξεχωρίζει.
Δεν τα κατάφερε. Του έμεινε μαράζι. Το ποδόσφαιρο – και όχι πλέον μπάλα όπως λέγανε στο χωριό του – σαν πήγε στην Αθήνα παρέμεινε ο μεγάλος του καημός. Τώρα σαν θεατής πλέον. Και συνάντησε τα παλιά του όνειρα από άλλη πλευρά. Άρχισε να βλέπει στο γήπεδο τους αγαπημένους του παίκτες, όχι πολύ συχνά όμως, γιατί χρήματα δεν υπήρχαν για πολυτέλειες. Κάθε φορά που πήγαινε, όμως με οικονομίες από άλλες επιλογές, ζούσε τους παιδικούς του πόθους.
Σαν ήλθαν οι καιροί της νοσταλγίας, γύρευε όλο και πιο πολύ τις παιδικές του απορίες και φοβίες, τα αλλοτινά όνειρά του και τους πρώτους κρυφούς πόθους του. Προσπαθούσε να πάει στο μικρό τους γηπεδάκι. Ήταν αδύνατο. Οι άνθρωποι του χωριού ή είχαν φύγει ή είχαν πεθάνει. Στο νεκροταφείο ήταν σχεδόν όλο το παλιό χωριό. Η φύση, τα βάτα, οι πυκνοί θάμνοι και τα δέντρα είχαν εισβάλλει στο χώρο που κάποτε ήταν γεμάτο παιδιά. Δεν μπορούσε να πλησιάσει ούτε καν να δει κάτι από μακριά. Εξαφανίστηκε καθετί που να θύμιζε τα παλιά.
Είχε όμως αποκούμπι, για να καταλαγιάσει τον πόνο της νοσταλγίας. Αυτό δεν το άγγιζε ο χρόνος. Δεν άλλαζε. Πήγε εκεί που κάποτε υπήρχε η πατρική χαμοκέλα του και άλλοτε είναι μέσα στο βυθό της λίμνης και άλλοτε «πνιγμένη» στις λασπωμένες λυγαριές. Παρατηρούσε ξανά και ξανά τον ορίζοντα. Συναντούσε τις παλιές του απορίες: τι είναι πίσω από εκείνους τους λόφους, τι είναι εκεί μακριά πίσω από τον Ερύμανθο; Καθόταν και άφηνε τη σκέψη του να στοχάζεται, να χαζεύει, να αναλογίζεται, να θυμάται, να καταλαγιάζει…