Τα χαμηλά επίπεδα φολικού οξέος (βιταμίνης Β9) στο αίμα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο και θανάτου από οποιαδήποτε αιτία στους ηλικιωμένους, σύμφωνα με μια νέα ισραηλινο-αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Η μελέτη συμπέρανε ότι η εν λόγω βιταμίνη θα πρέπει να παρακολουθείται με περιοδικές εξετάσεις αίματος και η ανεπάρκειά της να διορθώνεται στα άτομα τρίτης ηλικίας. Εκτιμάται ότι ο ένας στους πέντε ηλικιωμένους έχει ανεπαρκή επίπεδα φολικού οξέος. Η έλλειψη αυτή επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία και τη μετάδοση σημάτων μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο, κάτι που αυξάνει σταδιακά τον κίνδυνο άνοιας.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους δρ Άνατ Ροτστάιν του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Όρους Σινά της Νέας Υόρκης και Στέφεν Λιβάιν, καθηγητή του Τμήματος Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου της Χάιφα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Evidence Based Mental Health», ανέλυσαν στοιχεία για 27.188 Ισραηλινούς 60 έως 75 ετών χωρίς προϋπάρχουσα άνοια, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν σε βάθος χρόνου.

Το 13% από αυτούς είχαν ανεπάρκεια φολικού οξέος στο αίμα τους (επίπεδα κάτω των 4,4 ng/ml). Στην ομάδα αυτή η διάγνωση άνοιας εκτιμήθηκε σε 7,96 ανά 10.000 ανθρωποέτη, ενώ ο θάνατος από οποιαδήποτε αιτία σε 19,20 ανά 10.000 ανθρωποέτη. Συγκριτικά, όσοι δεν είχαν ανεπάρκεια της εν λόγω βιταμίνης, είχαν πιθανότητα άνοιας 4,24 και θανάτου 5,36, δηλαδή πολύ μικρότερες.

Σε ποσοστιαίους όρους, σε όσους είχαν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης Β9 η συχνότητα της άνοιας ήταν σχεδόν 3,5% και του θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σχεδόν 8%, ενώ σε όσους είχαν επαρκή επίπεδα τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν περίπου 3% και 4%. Λαμβάνοντας υπόψη διάφορους άλλους παράγοντες, όπως την συνύπαρξη διαβήτη, κατάθλιψης, γνωστικής εξασθένησης, έλλειψης βιταμίνης Β12, καπνίσματος και χρήσης συμπληρωμάτων φολικού οξέος, εκτιμήθηκε ότι οι άνθρωποι με ανεπαρκή φολικό οξύ είχαν 68% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωστούν με άνοια και σχεδόν τριπλάσια να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι είναι πιθανό η ανεπάρκεια φολικού οξέος να επηρεάζει τα επίπεδα της ομοκυστεΐνης και συνεπώς τον κίνδυνο αγγειακής άνοιας ή/και να διαταράσσει την ικανότητα του DNA του οργανισμού να αποκαθιστά τις βλάβες των νευρώνων, καθιστώντας τους έτσι πιο ευάλωτους στην οξειδωτική ζημιά, κάτι που με τη σειρά του επιταχύνει τη γήρανση και καταστροφή των εγκεφαλικών κυττάρων. Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι «οι συγκεντρώσεις του φολικού οξέος στο αίμα μπορούν να λειτουργήσουν ως βιοδείκτης για να μειωθούν οι κίνδυνοι άνοιας και θνησιμότητας σε προχωρημένη ηλικία».