Θα αναρωτηθείτε. Τι νόημα έχει να διαβάσουμε ένα βιβλίο γραμμένο τον 19ο αιώνα, που αναφέρεται σε συνθήκες εξωπραγματικές για τις σημερινές σύγχρονες εποχές;

Του

Κι όμως. Η φτώχεια, η ανεργία και η εξαθλίωση των εργαζομένων και η ταξική πάλη είναι στοιχεία και της σημερινής πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε φάση της ιστορίας εμπεριέχει διδαχές και μηνύματα, που είναι πάντα επίκαιρα. Τέλος, η γραφίδα του Ζολά διαμορφώνει ένα κείμενο λογοτεχνικής αξίας με πλούσια μυθιστορηματική υφή, περιγράφει με διεισδυτική ματιά έναν κόσμο που ζει μέσα στα έγκατα της Γης για ένα λειψό κομμάτι ψωμιού!

Πρόκειται για μια κόλαση των φτωχών, για μια επανάσταση μέσω της απόλυτης πείνας. «Οι φλέβες είχαν γεμίσει από μιναδόρους. Τα μέτωπα εξόρυξης είχαν δραστηριοποιηθεί σε κάθε πάτωμα, στην άκρη κάθε περάσματος. Το αδηφάγο πηγάδι είχε καταπιεί την καθημερινή του μερίδα από ανθρώπουςˑ εφτακόσιοι περίπου εργάτες μοχθούσαν την ώρα αυτή μέσα σ’ ετούτη την απέραντη μυρμηγκοφωλιά, τρυπώντας τη γη απ’ όλες τις μεριές, ανοίγοντάς της πληγές και κάνοντάς τη να μοιάζει με σαρακοφαγωμένο από σκουλήκια παλιόξυλο… Έπρεπε, για να χτυπήσουν το πετροκάρβουνο, να στέκονται πλαγιασμένοι στο πλευρό, στραβολαιμιάζοντας, μ’ ανασηκωμένα μπράτσα, και να χειρίζονται λοξά τη σκαπάνη, το ξινάρι με την κοντή λαβή».

Ο κεντρικός ήρωας του έργου ο Ετιέν Λαντιέ φτάνει στο Μοντσού της Γαλλίας, για να κερδίσει το ψωμί του ως ανθρακωρύχος και γίνεται φίλος με τον βετεράνο ανθρακωρύχο Maheu, που του βρίσκει μέρος να μείνει και μια δουλειά μεταφορέα στο ορυχείο. Ερωτεύεται την Κατρίν, ωστόσο οι σχέσεις της με έναν κτηνώδη συνάδελφό της θα κάνουν τον έρωτά τους μαρτύριο. Παρακολουθούμε την πορεία του από τη σταδιακή ανέλιξή του μέχρι και την ανάδειξή του ως κεντρικό πρόσωπο του αγώνα των ανθρακωρύχων και την τελική αμφισβήτησή του.

Νοσταλγούσε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, τη ζωή στο φως του ήλιου. «Έφτασε η άνοιξη. Κάποια ημέρα, καθώς ο Ετιέν έβγαινε από το πηγάδι, δέχτηκε στο πρόσωπο εκείνη τη χλιαρή απριλιάτικη πνοή, μια ευχάριστη μυρωδιά από φρέσκια γη, από τρυφερό χορτάρι, από καθαρό αέρα – και τώρα σε κάθε έξοδό του, η άνοιξη μύριζε πιο όμορφα και τον ζέσταινε περισσότερο, έπειτα απ’ τη δεκάωρη δουλειά του μέσα στον μόνιμο χειμώνα, που επικρατεί στο βυθό, μέσα στο υγρό σκοτάδι, που κανένα καλοκαίρι δε διέλυε ποτέ… Νοσταλγούσε την επιφάνεια της γης»

Η εξέγερση, που κάνουν οι ανθρακωρύχοι, είναι εξέγερση απελπισμένων. Δεν έχουν εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για μια απεργία διαρκείας. Αλλά δεν αντέχουν άλλο την πείνα. Τα παιδιά τους είναι και αυτά μέσα στις στοές. Δεν γνωρίζουν καμιά παιδική ηλικία. Νεροζούμι το φαγητό τους. Ζητάνε μόνο ψωμί. Κι όμως οι εργοδότες προχωρούν σε μείωση του ελάχιστου εισοδήματος που παρέχουν.

Αδιέξοδο. Απελπισία. «Η πείνα να τους αναφτέρωνε, ποτέ ο κλειστός ορίζοντας δεν είχε ανοίξει ένα πλατύτερο μέλλον σ’ αυτούς τους ονειροπόλους της δυστυχίας… Καλύτερα να ψοφούσε μια και έξω ο συνοικισμός, αν έπρεπε να αργοπεθαίνει από πείνα κι αδικία».

Η δημιουργία της Διεθνούς των εργαζομένων στο Λονδίνο είναι η νέα τους ελπίδα. Όμως δεν θα καταφέρει να τους υπερασπιστεί. Αντίθετα, οι απεργοί έχουν να αντιμετωπίσουν απεργοσπάστες και σαμποτέρ του αγώνα τους. Μετά από δυόμιση μήνες θα γυρίσουν στις στοές. Αλλά και εκεί θα ζήσουν ακόμα πιο δραματικές στιγμές. Η κατάρρευση των υποστυλωμάτων θα θάψει αρκετούς.

Ο αγώνας όμως δεν θα πάει χαμένος. Η παρακαταθήκη του με τη διαμόρφωση ισχυρής ταξικής συνείδησης και αγωνιστικού πνεύματος τους εμπνέει να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν «την μελλοντική, την αληθινή επανάσταση των εργαζομένων, που η φωτιά της θα φλόγιζε το τέλος του αιώνα μ’ αυτό το πορφυρό χρώμα του ήλιου που ανέτελλε, κι που την έβλεπε να ματώνει τον ουρανό».