Συστάσεις για “εμπεριστατωμένη επισκόπηση” το 2020 της κατάστασης στην Ελλάδα και άλλες 12 κράτη – μέλη της ΕΕ, με σκοπό τον εντοπισμό και την αξιολόγηση της σοβαρότητας πιθανών μακροοικονομικών ανισορροπιών, έκανε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της φθινοπωρινής δέσμης του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Συγκεκριμένα, στην παράγραφο της έκθεσης του λεγόμενου «μηχανισμού επαγρύπνησης» για την Ελλάδα, η Επιτροπή σημειώνει ότι «τον Φεβρουάριο του 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα αντιμετώπιζε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως λόγω υψηλού δημόσιου χρέους, αρνητικής εξωτερικής θέσης και υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνθήκες υψηλής, αν και μειούμενης ανεργίας και χαμηλής προοπτικής ανάπτυξης. Στον ενημερωμένο πίνακα αποτελεσμάτων, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο, όπως η διεθνής θέση στον τομέα των καθαρών επενδύσεων (NIIP), το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης, καθώς και το ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι «η βαθιά αρνητική εξωτερική θέση των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στις καθαρές οφειλές του χρέους, ιδίως το εξωτερικό δημόσιο χρέος, το οποίο κατέχεται κυρίως από τους πιστωτές του δημόσιου τομέα με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους».

Η έκθεση καταλήγει ότι η Επιτροπή κρίνει «χρήσιμο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον εντοπισμό των υπερβολικών ανισορροπιών τον περασμένο Φεβρουάριο, να εξετάσει περαιτέρω τη διατήρηση των μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθήσει την πρόοδο στην εξάλειψη των υπερβολικών ανισορροπιών».

Εκτός από την Ελλάδα, η Επιτροπή συνιστά να υποβληθούν ακόμα 12 κράτη μέλη σε «εμπεριστατωμένη εξέταση» το 2020: η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ισπανία και η Σουηδία.

Πιο αναλυτικά, η έκθεση αναφέρεται σε αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν ξεπεραστεί, όπως η «μέτρια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που διευρύνθηκε το 2018» τα οποία «εμποδίζουν την ταχύτερη προσαρμογή» του χρέους. Επιπλέον, σημειώνεται πως «το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα παρουσίασε θετική αύξηση το 2018, στο πλαίσιο της σταθερής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» και ότι «οι αυξήσεις των μισθών οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ υπήρξαν κέρδη των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών το 2018 για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά».

«Το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλό, αν και αναμένεται σταδιακά να μειωθεί τα επόμενα χρόνια, ενώ η βιωσιμότητά του υποστηρίζεται από τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους που συμφωνήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2018» συνεχίζει η έκθεση και επισημαίνει ότι «οι πραγματικές τιμές των κατοικιών άρχισαν να αυξάνονται το 2018 μετά από μια δεκαετία πτώσης των τιμών».

Επίσης, υπογραμμίζεται το «υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων» το οποίο «μειώνεται αργά», αλλά και η ανεργία, η οποία ναι μεν μειώνεται, «αλλά παραμένει πολύ υψηλή, ιδίως η μακροχρόνια ανεργία και η ανεργία των νέων».

Συνολικά, η οικονομική αξιολόγηση υπογραμμίζει τα ζητήματα που συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική διεθνή επενδυτική θέση και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, όλα σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας.