Η από κοινού νομοθέτηση της με την Κατάρτιση και όχι με τη Γενική εκπαίδευση δεν έχει μόνο κάποιο γενικό και αόριστο συμβολισμό αλλά και μια συγκεκριμένη πολιτική σημειολογία.

Του

Φυσικά η Επαγγελματική εκπαίδευση “συνορεύει” και έχει σχέση με την κατάρτιση, αφού έχουν κοινό πεδίο αναφοράς τον χώρο εργασίας. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Η μη συνεξέταση των ΕΠΑ.Λ. με τα ΓΕ.Λ. – που από κοινού συνιστούν την λυκειακή βαθμίδα – δείχνει ότι δεν υπάρχει “ισοτιμία” των δύο λυκειακών θεσμών.

Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο στην από κοινού νομοθέτηση επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Δίνεται προβάδισμα στην κατάρτιση. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι το μεγάλο μέρος του Νομοσχεδίου του ΥΠΑΙΘ αφορά την κατάρτιση και όχι την επαγγελματική εκπαίδευση αλλά και από το γεγονός ότι  στην κατάρτιση υπάρχουν εν τοις πράγμασι στοιχεία συγκριτικού πλεονεκτήματος έναντι της επαγγελματικής εκπαίδευσης: η ευκολότερη τεχνολογική ανάπτυξη, οι ελαστικότερες δομές σε σχέση με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, η καλύτερη πρόσβαση στην χρηματοδότηση στα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Έτσι, η επαγγελματική εκπαίδευση βρίσκεται ανάμεσα στις “μυλόπετρες” της μεν γενικής εκπαίδευσης που έχει συγκριτική υπεροχή στη συνέχιση των σπουδών και στην διαμόρφωση καλύτερων μορφωτικών εφοδίων στους νέους αφενός και της κατάρτισης που έχει υπεροχή σε ευκολότερους δρόμους στην αγορά εργασίας αφετέρου – στοιχείο που αποτελεί ένα επιπλέον κίνητρο στους νέους και στους γονείς που βλέπουν την ανεργία να γίνεται όλο και πιο απειλητική.

Ας δούμε όμως μερικά στοιχεία προβληματισμού για το σχετικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Διαμορφώνεται ένα εκτεταμένο πεδίο μεταγυμνασικής κατάρτισης, των Επαγγελματικών Σχολών Κατάρτισης (Ε.Σ.Κ.), το οποίο αποτελεί και την αιχμή του δόρατος του Ν.Σ. Φυσικά, προϋπάρχει μορφή μεταγυμνασιακής κατάρτισης με βαθιές ιστορικές ρίζες, η μαθητεία του ΟΑΕΔ, και επομένως το επίπεδο 3 των επαγγελματικών προσόντων ήδη υπάρχει και δεν το διαμορφώνεται τώρα, όπως ψευδώς ισχυρίζεται η Υπουργός Παιδείας.

Το νέο στοιχείο είναι ότι αυτή η πολιτική επιλογή για γενική επέκταση αυτής της μορφής κατάρτισης δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.

Οι μαθητές στην ηλικία των 15 – 16 ετών στο τέλος του γυμνασίου δεν βρίσκονται σε μια τέτοια ωριμότητα για να σταθμίσουν τις δεξιότητές τους, να αξιολογήσουν τις φιλοδοξίες τους και να κάνουν μάλλον οριστικά τις επαγγελματικές επιλογές τους. Φυσικά, υπάρχει η “διαπερατότητα”, η δυνατότητα να επιλέξουν στη συνέχεια σπουδές στα ΕΠΑΛ και από εκεί να κάνουν μια άλλη πιο ώριμη διαδρομή αλλά εν τω μεταξύ θα έχουν χάσει δύο χρόνια αναξιοποίητα σε μια τέτοια διαδρομή.

Οι μαθητές αυτής της κατηγορίας θα έχουν κόψει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση τους με την εκπαίδευση και τη μόρφωση, αφού εγγραφόμενοι πλέον στη Β΄ τάξη των ΕΠΑ.Λ. και συνεχίζοντας ακόμα και σε σχετικά τεχνολογικά τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα συναντήσουν ολοκληρωμένη τη θεσμική γενική παιδεία, αφού θα έχει “αφαιρεθεί” η Α΄ τάξη του ΕΠΑ.Λ. που έχει και το μεγάλο μέρος της γενικής εκπαίδευσης στο ΕΠΑ.Λ.

Αλλά πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένας πολίτης των σύγχρονων κοινωνιών με ελλειμματική εκπαίδευση; Μπορεί να γίνει το άγχος της εργασίας – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι επιλύεται η ανεργία – βρόχος για την γενικότερη και απείρως σημαντικότερη πνευματική καλλιέργεια των νέων;

Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό από πολιτική και ιδεολογική άποψη. Όταν στην ελληνική κοινωνία έχει αναπτυχθεί μια ισχυρή τάση για ολοκλήρωση της λυκειακής βαθμίδας από τη δεκαετία του 1970 (αλλά και για συνέχιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από τη δεκαετία του 1980) είναι δυνατόν να επιστρέψουμε στις τάσεις για διακοπή της εκπαίδευσης πριν το λύκειο – τάσεις που είχαμε στη δεκαετία του 1960 και παλαιότερα; Υπάρχει εδώ μια σχετική απάντηση, ότι δεν μπορούν να σπουδάζουν όλοι οι νέοι, ότι η ανεργία πλήττει τα πτυχία και επομένως γιατί οι νέοι να παίρνουν πτυχία επί πτυχίων και να κάνουν μεταπτυχιακά και ένα μέρος απ’ αυτούς τους νέους να αναζητά στη συνέχεια μια μορφή κατάρτισης έχοντας κάνει υπόγειες αδιέξοδες διαδρομές;

Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί η μόρφωση και η παιδεία δεν κρίνονται μονομερώς στην αγορά εργασίας αλλά ευρύτερα στην κοινωνία και στις γενικότερες ανάγκες του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση. Παράλληλα, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η κατάρτιση έχει πολλές δυνατότητες, ότι η ελληνική οικονομία – αν και βρίσκεται σε φάση ύφεσης – περιμένει πως και πως την κατάρτιση για να ζωντανέψει, ότι κατάρτιση είναι ο δρόμος της σωτηρίας και της λύτρωσης στο άγχος και στην αβεβαιότητα των νέων για το μέλλον. Η ανεργία είναι γενικό φαινόμενο και αφορά όλους τους νέους και τους εργαζόμενους πλέον. (συνεχίζεται)