: Τι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο – Θέση μάχης για το νομοσχέδιο που εισάγει θεσμικό πλαίσιο για την λαμβάνουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα καθώς σήμερα  ξεκινά η συζήτηση των σχετικών ρυθμίσεων του Υπουργείου Παιδείας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.

Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, το σχέδιο νόμου “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων” περιλαμβάνει συνολικά 205 άρθρα, ένα μέρος των οποίων αφορούν την λειτουργία μη κρατικών παραρτημάτων ξένων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.

Σύμφωνα με τον προγραμματισμό το νομοσχέδιο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής για συζήτηση και ψήφιση το διήμερο 7 και 8 Μαρτίου.

Ειδικά για το κεφάλαιο Δ’ η συνοδευτική αιτιολογική έκθεση σημειώνει πως με τις διατάξεις “αντιμετωπίζονται για πρώτη φορά κατά τρόπο συνεκτικό επί τη βάσει των σχετικών συνταγματικών επιταγών, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το ενωσιακό δίκαιο, τα ζητήματα που άπτονται της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης στο σύγχρονο και διασυνοριακό πλαίσιο αυξημένης κινητικότητας. Ειδικότερα, θεσπίζεται το νομοθετικό πλαίσιο για την αδειοδότηση της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής υπό τη μορφή Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.), με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης και την απονομή τίτλων σπουδών κατά τρόπο σύμφωνο με τον συνταγματικό προορισμό της ανώτατης εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 16 Συντάγματος «5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους…».

Οι επίμαχες συνταγματικές διατάξεις εισήχθησαν για πρώτη φορά το 1975 στο Σύνταγμα από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, η δε νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ. θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1968 με το δικτατορικό Σύνταγμα. Από τα πρακτικά των συζητήσεων του δικτατορικού Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι το στρατιωτικό καθεστώς, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα θα τελούν υπό τον έλεγχό του, ανήγαγε σε συνταγματικό κανόνα τη νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ., παρότι ορισμένα από αυτά προήλθαν από μη κρατικές/ιδιωτικές πρωτοβουλίες (όπως η Πάντειος Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, οι Ανώτατες Βιομηχανικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Πειραιώς).

Οι διατάξεις του Συντάγματος παρουσιάζουν εξελικτική πορεία, δεν είναι σε καμία περίπτωση στατικές, και επιβάλλεται να ερμηνεύονται δυναμικά, ώστε το Σύνταγμα να προσαρμόζεται στις σύγχρονες μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις, δηλαδή να προσαρμόζεται το νόημα των συνταγματικών διατάξεων στις μεταβαλλόμενες σύγχρονες πραγματικές και νομικές συνθήκες. Η δυναμική, άλλωστε, ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων πραγματοποιείται μέσω της ιστορικό-εξελικτικής και τελολογικής ερμηνείας τους, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες συνθήκες στην εθνική, αλλά και στην ενωσιακή έννομη τάξη. Η δυναμική, μάλιστα, ερμηνεία επιφέρει μία «άτυπη» αλλαγή του Συντάγματος, η οποία αντιδιαστέλλεται από την «τυπική» αλλαγή του, η οποία επέρχεται μέσω της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, με τους όρους που το ίδιο προβλέπει.

Σε αυτό το εξελισσόμενο πλαίσιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, και πυλώνας της ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων υπό το πρίσμα των ενωσιακών αρχών και ελευθεριών, ήδη με σειρά αποφάσεών του, παρά τη γραμματική διατύπωση του συνταγματικού κειμένου, ερμήνευε τελολογικά ενόψει των σύγχρονων δεδομένων την παρ. 4 του άρθρου 16 του Συντάγματος, όταν ετέθη ζήτημα συνταγματικότητας της επιβολής διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων (ΣτΕ Ολ. 2411/2012). Ειδικότερα, κρίθηκε ότι όταν ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε με το Σύνταγμα του 1975 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση είχε υπόψη το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των προπτυχιακών σπουδών ενώ απουσίαζαν από τα ελληνικά πανεπιστήμια οι μεταπτυχιακές σπουδές και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Ενόψει αυτού, ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Περαιτέρω, τα τελευταία, ιδίως, είκοσι πέντε χρόνια το ΣτΕ καλλιεργεί την εξωστρέφειά του, έχοντας αναπτύξει διάλογο με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) μέσω διατύπωσης προδικαστικών ερωτημάτων και της απάντησης σε αυτά ή μετά από προσφυγές κατά της Ελλάδας.

Ειδικά ως προς την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, το ΣτΕ, με πιο πρόσφατες τις υπ’ αρ. 178-179/2023 αποφάσεις του, έχει αναγνωρίσει την επαγγελματική ισοδυναμία τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρχές κρατών-μελών, ορισθείσες ως αρμόδιες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους-μέλους, που πιστοποιούν πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών. Η δυνατότητα δε αυτή αναγνώρισης της «επαγγελματικής ισοδυναμίας» των τίτλων παρέχεται ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Με τα δεδομένα αυτά το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί ότι, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, η ως άνω αναγνώριση δεν αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την παλαιότερη απόλυτη ερμηνεία των άνω συνταγματικών διατάξεων. Ως εκ τούτου, το Σύνταγμα, αναντίρρητα, αποτελεί ένα ζωντανό εργαλείο («living instrument»), το οποίο εξελίσσεται διαρκώς και πρέπει να ερμηνεύεται δυναμικά, ιδίως εντός του πλαισίου του δικαίου της Ε.Ε., με αποτέλεσμα κανόνες του δικαίου της Ε.Ε. να επανακαθορίζουν το νόημα και το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί επίσης η παρ. 4 του άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικό νόμο, το οποίο ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, με συνέπεια να επιτρέπεται σε πολίτες των άλλων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να διορίζονται σε θέσεις δημοσίων υπηρεσιών, ν.π.δ.δ. ή οργανισμών και επιχειρήσεων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και διαδικασίες που προβλέπονται για τους Έλληνες πολίτες, με εξαίρεση την προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγένειας (ΣτΕ ΠΕ 522/2001 κ.ά.).

Τέλος, η απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Οκτωβρίου 2020 στην υπόθεση C-66/18, Eυρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, αποτελεί από τις πλέον πρόσφατες χαρακτηριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ. Στην εν λόγω υπόθεση, το ΔΕΕ έκρινε ότι η επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ασκείται από υπήκοο ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους, αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, που εμπίπτει στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης, η οποία δεν επιδέχεται περιορισμών (άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. – ΣΛΕΕ). Επιπροσθέτως, με την επίκληση αφενός μεν του άρθρου 13 («η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή»), της παρ. 3 του άρθρου 14 (περί ελευθερίας ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές), αφετέρου δε του άρθρου 16 (επιχειρηματική ελευθερία) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το ΔΕΕ κατέδειξε το εξής: ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του εθνικού Συντάγματος, όταν καλείται να εφαρμόσει συνταγματικές διατάξεις, στην περίπτωση της ίδρυσης πανεπιστημιακών σχολών ή της εγκατάστασης παραρτημάτων πανεπιστημίων άλλων χωρών, οφείλει να τις ερμηνεύει σε αρμονία με το νόημα που έχουν και αποκτούν κατά τη συνδυαστική εφαρμογή τους με τις θεμελιώδεις ελευθερίες του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω, προκύπτει ότι η εξέλιξη των συνταγματικών διατάξεων μετουσιώνεται αφενός μεν μέσω της διαδικασίας της παρ. 1 του άρθρου 110 του Συντάγματος, αφετέρου δε μέσω της δυναμικής ερμηνείας, που προσδίδει ο δικαστής κατά την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων υπό την επιρροή των σύγχρονων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, καθώς και υπό το φως του ενωσιακού δικαίου και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε επίπεδο, μάλιστα, νομοθετικής εξουσίας, ο κοινός νομοθέτης καλείται να προβεί στη συγκεκριμενοποίηση και επικαιροποίηση του Συντάγματος, ώστε το Σύνταγμα, υπό το πρίσμα των νομολογιακών εξελίξεων σε εθνικό και ενωσιακό πλαίσιο, καθώς και με βάση τις μεταβαλλόμενες πραγματικές και νομικές συνθήκες, μετουσιώνεται μέσω του κοινού νόμου.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος προβλέπεται ότι ««4. Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. … 8. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.».

Η απαγόρευση της παρ. 8 περιορίζεται στην εξ υπαρχής ίδρυση πανεπιστημίων από ιδιώτες και δεν αφορά αλλοδαπά ΑΕΙ, τα οποία επιδιώκουν να λειτουργήσουν παράρτημα στην Ελλάδα. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι ο συντακτικός νομοθέτης χρησιμοποιεί το ουσιαστικό «σύσταση» και όχι «λειτουργία». Χαρακτηριστική αποτελεί η υπ’ αριθμ. 3457/1998 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία είχε διατυπωθεί η κάτωθι άποψη της μειοψηφίας: «5. … οι μνημονευμένες διατάξεις του Συντάγματος ρυθμίζουν τα της παροχής στην Ελλάδα ανωτάτης εκπαιδεύσεως και καθορίζουν τη νομική μορφή και το καθεστώς λειτουργίας των Ελληνικών Ιδρυμάτων, τα οποία την παρέχουν και ότι συνεπώς το μόνο το οποίο αποκλείεται, ρητώς, από το Σύνταγμα, είναι η σύσταση στην Ελλάδα από ιδιώτες ανωτάτων Σχολών, όχι όμως και η λειτουργία στην Ελλάδα Τμημάτων ή Παραρτημάτων ομοταγών Ανωτάτων Σχολών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή και ειδικότερα σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως…».

Mε τη θέσπιση του ρυθμιστικού πλαισίου περί εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων μητρικών ιδρυμάτων υπό τη μορφή Ν.Π.Π.Ε. εξασφαλίζονται τα εξής: α) τα παραρτήματα – Ν.Π.Π.Ε. αποτελούν νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας τους, δε, ελέγχεται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), β) αποκλειστικός σκοπός των Ν.Π.Π.Ε. αποτελεί η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, γ) τα παραρτήματα – Ν.Π.Π.Ε. έχουν διφυή χαρακτήρα, δεδομένου ότι απονέμεται σ’ αυτά η ρυθμιστική αρμοδιότητα να προβαίνουν στην έκδοση ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων διά της χορήγησης τίτλων σπουδών στους οποίους ενσωματώνεται η κρατική αναγνώριση, χωρίς πλέον να υποβάλλεται ο απονεμηθείς τίτλος σπουδών στη διαδικασία της κρατικής αναγνώρισης, δ) τα παραρτήματα – Ν.Π.Π.Ε. υπόκεινται στην αδιάλειπτη αυστηρή κρατική εποπτεία του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, από την εξέταση πλήρωσης κριτηρίων για την εγκατάστασή τους, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας τους, ο δε Υπουργός αποτελεί το μόνο αρμόδιο όργανο αφενός για την έκδοση άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας τους, αφετέρου για την ανάκληση της εν λόγω άδειας και τη λύση του παραρτήματος – Ν.Π.Π.Ε., καθώς και αρμόδιο όργανο προς επιβολή των προβλεπόμενων από τον νόμο κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των όρων εγκατάστασης και λειτουργίας τους, ε) τα παραρτήματα – Ν.Π.Π.Ε. βρίσκονται υπό τον συνεχή και αδιάλειπτο έλεγχο της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), η οποία εγκρίνει τους ακαδημαϊκούς όρους και τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία των παραρτήματων – Ν.Π.Π.Ε., πιστοποιεί τα προσφερόμενα προγράμματα σπουδών τους, προβαίνει σε περιοδική αξιολόγηση και πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, αξιολογεί και πιστοποιεί την Επιτροπή Έρευνας, ενώ τέλος ελέγχει και αξιολογεί τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητάς τους. H ΕΘ.Α.Α.Ε. εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του Ν.Π.Π.Ε. ελέγχοντας τη νομιμότητα των διατάξεών του, η εγκριτική δε πράξη κανονισμού ν.π.ι.δ. εντάσσεται, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 1303/2008, 4101/1995, 3301/1989 Ολομ. κ.α.) και ως εκ τούτου δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Συνάγεται, λοιπόν, ότι για την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων Ν.Π.Π.Ε. ακολουθείται ειδική διοικητική διαδικασία αναγκαία για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας του εκπαιδευτικού προσωπικού τους, καθώς και των παρεχόμενων υπηρεσιών του, που λόγω της φύσης της εν λόγω διαδικασίας θα είναι συγχρόνως ικανή και αρκετή να περιαγάγει αυτά, για τον λόγο αυτό, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ως διφυή νομικά πρόσωπα, δηλαδή και ως, εν μέρει, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ικανοποιώντας την απαίτηση του ισχύοντος Συντάγματος να είναι τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Με το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο παρέχεται η δυνατότητα σε ένα κρατικό ή ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο λειτουργεί σε χώρα άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας, να αιτηθεί μόνο του ή από νομίμως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο από το μητρικό ίδρυμα την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτήματος υπό τη μορφή Ν.Π.Π.Ε., και να παρέχει προγράμματα σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου ανώτατης εκπαίδευσης, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει κατ’ ελάχιστον ένα πρόγραμμα πρώτου κύκλου σπουδών, καθώς και να απονέμει αντίστοιχους τίτλους σπουδών, το δε μητρικό ίδρυμα είναι αναγνωρισμένο στη χώρα του, παρέχει προγράμματα σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης και χορηγεί τίτλους σπουδών. Το δε παράρτημα βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης προς το μητρικό ίδρυμα, δεδομένου ότι το τελευταίο καθορίζει τον αριθμό των Σχολών, τα προσφερόμενα πιστοποιημένα από το ίδιο προγράμματα σπουδών, καθώς και τη σχέση, με την οποία συνδέονται μεταξύ τους.

Το μητρικό ίδρυμα με το Ν.Π.Π.Ε. συνδέονται είτε μέσω συμμετοχής του μητρικού ιδρύματος με απόλυτη πλειοψηφία στο κεφάλαιο και στα όργανα διοίκησης του παραρτήματος – Ν.Π.Π.Ε. είτε μέσω εκπαιδευτικής συμφωνίας, η οποία είναι δεσμευτική και εξασφαλίζει τον έλεγχο, την εποπτεία και την ορθή τήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων του παραρτήματος.

Εξάλλου, ο ν. 4957/2022 (Α’ 141), ήδη, έχει αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστήμιων, ιδίως μέσω του άρθρου 6, σύμφωνα με το οποίο δίνεται η δυνατότητα ίδρυσης στην αλλοδαπή παραρτήματος ελληνικού πανεπιστήμιου, εφόσον το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο της χώρας όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το παράρτημα. Επομένως, εφόσον καθίσταται επιτρεπτό το ως άνω για τα πανεπιστήμια της χώρας μας, εύλογα με το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο δίνεται η δυνατότητα εγκατάστασης και λειτουργίας αλλοδαπών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης για την Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.

Με το θεσπιζόμενο νομοθετικό πλαίσιο η ελληνική έννομη τάξη ενισχύει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, με την ενεργοποίηση της ελευθερίας εγκατάστασης και λειτουργίας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, της επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής ελευθερίας, ενώ ρυθμίζεται μία κατάσταση με αμιγώς διασυνοριακό σύνδεσμο, τη σύνδεση, δηλαδή, του μητρικού ιδρύματος με το παράρτημα υπό τη μορφή Ν.Π.Π.Ε.. Σε κάθε δε περίπτωση με τις συγκεκριμένες διατάξεις δεν θίγεται η απαγόρευση το πρώτον ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, την οποία επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλά αντιμετωπίζεται μόνο η εγκατάσταση και η λειτουργία στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών ανώτατων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η οποία δεν οδηγεί σε κατάλυση του δικαιώματος της εκπαίδευσης του άρθρου 16 του Συντάγματος, ως προς τις πτυχές της δωρεάν εκπαίδευσης, της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από Ν.Π.Δ.Δ. και ως προς την απαγόρευση σύστασης ανώτατων σχολών από ιδιώτες, δεδομένου ότι συνεχίζεται η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης από τα δημόσια Α.Ε.Ι. της χώρας μας σε όλους ανεξαιρέτως. Περαιτέρω, το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο βρίσκεται σε αρμονία προς τις θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες αποτυπώνει το άρθρο 16 του Συντάγματος για την παιδεία και ιδίως για την ανώτατη εκπαίδευση: αξιοκρατία, διαφάνεια, προσβασιμότητα, ακαδημαϊκή ελευθερία, υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης, σεβασμός της ιδιαιτερότητας, του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και των κοινωνικών χαρακτηριστικών της ανώτατης παιδείας.

Παράλληλα, με το θεσπιζόμενο νομοθετικό πλαίσιο γίνεται εφαρμογή ενωσιακού δικαίου, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 51 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η εγκατάσταση και λειτουργία των Ν.Π.Π.Ε. εναρμονίζεται πλήρως με τις αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 επ. της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. (ΣΛΕΕ), την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (παρ. 3 άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16 ΧΘΔ) και την ακαδημαϊκή ελευθερία (εδάφιο δεύτερο άρθρου 13 του ΧΘΔ)”.