Λοιπόν, μαμά, ξανά Χριστούγεννα κι εγώ κρυώνω μακριά σου και θέλω να κλάψω στην αγκαλιά σου, πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια. Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες έλεγα πως μου λείπουν οι μυρωδιές και οι γεύσεις σου, μαμά. Έλεγα πως μου έλειπε η λαχτάρα της προσμονής, το όνειρο για ένα δώρο, ένα βιβλίο, μια πένα αργότερα…

Φέτος μαμά, όμως, δεν μου λείπουν οι μυρωδιές. Όχι πως τις έχω∙ το αντίθετο. Αλλά δεν μου λείπουν. Όπως και στέκομαι αδιάφορος μπροστά στο γιορτινό τραπέζι. Και δεν θέλω δώρα, μαμά, όσο και αν μαγνητίζουν τη ματιά μου τα καινούργια μοντέλα από πένες…

Νιώθω ανήμπορος και αναξιοπρεπής μαμά. Νιώθω ταπεινωμένος. Από μια ομάδα ανθρώπων που μισούν τη χώρα μαμά, μισούν τους ανθρώπους.

Πριν δυο χρόνια, μαμά, ένας καλοζωισμένος πολιτικός έλεγε πως συμπάσχει με τη φτωχολογιά κι έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα. Δυο χρόνια μετά, ο ουρανός με τ’ άστρα αποδείχθηκε χώμα άγονο, καμένο, νεκρό. Ο πολιτικός αυτός αποδείχθηκε δημαγωγός και η παρέα του ένας συρφετός ανάξιων δουλοπρεπών, που μόνο μέλημά τους ήταν να χορτάσουν την πείνα τους και ως αρπακτικά να λεηλατήσουν ό,τι είχε μείνει στα ταμεία της χώρας (;;;). Ό,τι πιο φρικτό, μαμά, για μια αξιοπρέπεια που πάσχιζα να χτίσω από την πρώτη μέρα που έφυγα από κοντά σου, δουλεύοντας έντιμα και πληρώνοντας στο ακέραιο τις υποχρεώσεις μου…

Φέτος, μαμά, μ’ αφήνουν αδιάφορο τα λαμπάκια στα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Πρώτη φορά που με πονά τόσο η πολιτική αλητεία. Έδωσε ο σαλτιμπάγκος «δώρο» λέει στους φτωχούς. Αυτά που πήρε δυο χρόνια τώρα από τους ίδιους φτωχούς, τα ξέχασε.«Ξέχασε» πολλά, το κυριότερο όμως ήταν το θρασύ του ψέμα. Δεν το είχα ζήσει αυτό∙ παλιότερα οι άλλοι έπαιρναν δανεικά κι έδιναν δώρα. Τώρα αυτός βρήκε άλλο μονοπάτι. Ληστεύει πρώτα, και μετά πετά σαν ξεροκόμματο το «δώρο» του. Όχι απ’ την τσέπη του μαμά, όχι απ’ το περίσσευμα, απ’ τα κλεμμένα…

Είμαι αρκετά ηλικιωμένος, μαμά, για να βγω στον δρόμο∙ άλλωστε ποτέ δεν το έκανα πειθόμενος στον θεσμό του νομοταγούς. Όμως πονάω, μαμά, που δεν μπορώ να προσφέρω τις μέρες αυτές στα εγγόνια μου, ό,τι προσέφερες εσύ στα δικά σου, παρά την φτώχια σου…

Ήθελα πάντα, μαμά, να νιώθω τα Χριστούγεννα ως αναγέννηση του Ανθρώπου. Εσύ το ήξερες πως είχα αμφισβητήσει το γεγονός, είχα από νωρίς αμφισβητήσει όλο αυτό το οικοδόμημα περί πίστης. Όμως ένιωθα τρομακτική συντριβή απέναντι στην Άκρα Ταπείνωση και υπέροχη ανάταση ψυχής μπροστά στο «Ωσαννά εν τοις υψίστοις…» Πια, μόνο λυπάμαι, γιατί μέσα στη λάσπη που κυλιέται η χώρα, δεν έχουν καμιά λογική οι γιορτές και οι συμβολισμοί.

Κάποτε, μαμά, θυμάμαι πως τα Χριστούγεννα ξυπνούσα αχάραγα και ξυπόλητος πλησίαζα το παράθυρο, κολλούσα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι και με τα μάτια μου έψαχνα τον σκοτεινό ουρανό μήπως και δω το αστέρι. Τώρα, στον ουρανό, όσο και να κοιτώ, βλέπω αίμα, μαμά, στην Τουρκία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, σε χώρες όχι και τόσο μακρινές και λέω πως καμιά από τις ευχές «για επί γης ειρήνη» δεν έπιασε τόπο. Τότε διαβάζαμε για άλλους πολέμους, μαμά, σ’ εφημερίδες που έφταναν στα χέρια μας δυο μέρες μετά, για το Βιετνάμ, διαβάζαμε και λέγαμε είναι μακριά, πολύ μακριά απ’ τη μικρή μας χώρα. Τώρα, μαμά, οι πόλεμοι έρχονται κοντά, πολύ κοντά, στο καθιστικό και στην κουζίνα μας∙ τρώμε τον κουραμπιέ και βλέπουμε πτώματα στο Χαλέπι, στην Παλμύρα, στο Βερολίνο… Κι έχει μια γεύση απαίσια ο κουραμπιές, όχι τόσο γιατί χάσαμε εκείνη την παλιά συνταγή σου, αλλά γιατί δεν γίνεται να είναι γλυκό το στόμα μέσα στον τόσο θάνατο…

Απάτη και δημαγωγία εδώ, αίμα πιο πέρα. Για ποια Χριστούγεννα θα ήθελες να μιλήσουμε, αν ζούσες και ερχόμουν να μου κάνεις καφέ στην κουζίνα σου; Τώρα, εκείνη την κουζίνα, μαμά, την έκαμα γραφείο, τη γέμισα με βιβλία, που όλα τους γράφουν για τον Άνθρωπο, για την αγωνία του να συναντήσει την ουσία τής ζωής. Εκεί που είχες τον νεροχύτη σου, είναι πια η βιβλιοθήκη με τα βιβλία που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία, βιβλία σοφών ανθρώπων που λίγο πολύ όλοι τους αγρυπνούν πάνω στο «τι είναι ο άνθρωπος;», ποια ήταν η πορεία του μέσα στους αιώνες, ποια είναι η συνάφειά του με τον Χρόνο.

Όσο και να διαβάζω, μαμά, απαντήσεις δεν βρίσκω. Όλα γύρω μου ρημαδιό, μια Ελλάδα που ζει το μαύρο ψέμα, μια Ελλάδα κατακερματισμένη από ιδεοληψίες, μια χώρα παιγνίδι στα χέρια τυχοδιωκτών. Γι’ αυτό το σπιτάκι που έχτισες με αίμα πριν πενήντα χρόνια, με οικονομίες αβάσταχτες και που το πλήρωσες τίμια, τώρα, μαμά, πληρώνω ενοίκιο. ΕΝΦΙΑ το ονομάζουν∙ πολλές φορές το κατήργησαν στα λόγια, μα μένει εδώ, χαράτσι ισόβιο, με το πολιτικό αληταριό να χαμογελά ξεδιάντροπα στην τηλεόραση και να προσπαθεί να με πείσει πως περνάω καλά.

Αυτά τα Χριστούγεννα κρυώνω πολύ, μαμά…