Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας διαμορφώνει ένα απόλυτα νεοφιλελεύθερο και συντηρητικό Σχολείο και σε αυτή την επιλογή της εντάσσει και το “σχήμα” ενός προσαρμοσμένου σε αυτό εκπαιδευτικού.

Του

Δημιουργεί ένα πανίσχυρο Διοικητικό μόρφωμα πολλαπλών ιεραρχικών επιπέδων, που αποσκοπεί στον απόλυτο προσδιορισμό των σχολικών λειτουργιών και στον αλλεπάλληλο έλεγχο του εκπαιδευτικού. Όλο το Νομοσχέδιο – ενώ τιτλοφορείται «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» -, κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Με προκλητικά τρόπο επιδιώκει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για το Σχολείο με μια πανίσχυρη και ιδεολογικά ελεγχόμενη Διοικητική Μηχανή.

Η προτεινόμενη αλλά και η σημερινή απόλυτα κομματική δομή της διοίκησης της εκπαίδευσης με δοτά από την κυβέρνηση της Ν.Δ. στελέχη στα συμβούλια επιλογής καθιστά το όλο εγχείρημα πολιτικά ελεγχόμενο. Οι κομματικοί ημέτεροι δεν είναι η κοινότητα των εκπαιδευτικών ούτε φυσικά μπορεί να είναι οι καθοδηγητές της.

Αντί να δοθεί παιδαγωγική αυτονομία στο σχολείο, διαμορφώνεται ένας έντονος διοικητισμός και μια υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα πολλαπλά στρώματα των στελεχών της εκπαίδευσης, που καθιστούν το εκπαιδευτικό έργο μια ιεραρχική και πυραμιδική λειτουργία. Και έτσι, ενώ κατηγορείται το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για συγκεντρωτικό σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, γίνεται ακόμα πιο συγκεντρωτικό!

Γίνεται μια εκτεταμένη αποσυλλογικοποίηση της λειτουργίας του σχολείου. Αφαιρείται η συλλογική πρακτική, απαραίτητη για τη δημιουργία Παιδαγωγικού Διαλόγου, συνεκτικής λειτουργίας και δυνατότητας ουσιαστικών αποφάσεων του Συλλόγου Διδασκόντων. Αίρεται ο συλλογικός ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων, που ήταν βασικό στοιχείο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων του ΠΑΣΟΚ στον Ν.1566/1985.

Ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζεται ως ένας απλός εφαρμοστής των διοικητικών εντολών. Παράλληλα σχεδιάζεται ένα πυκνό πλέγμα ελέγχου του για κάθε δράση του. Του μειώνεται εν τοις πράγμασι η δημιουργικότητα, η αυτενέργεια και ο διαπαιδαγωγικός του ρόλος.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. επαναφέρει το μοντέλο του σχολείου των δεκαετιών του 1970 και του Ν. 309 με φτηνά επιχρίσματα εκσυγχρονισμού. Αυτό που ουσιαστικά αλλάζει στο παλιό δικό της μοντέλο είναι μια αγοραία εκδοχή, που αναιρεί βασικά στοιχεία της δημόσιας εκπαίδευσης.

Από την απαράδεκτη αντιεκπαιδευτική και αντιεπιστημονική ρύθμιση των Κολεγίων και την θεσμική (!) αποδόμηση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μέχρι την κομματική χειραγώγηση της Διοίκησης της εκπαίδευσης εκτυλίσσεται η ίδια δεξιά πολιτική.

Το δημοκρατικό και εκσυγχρονιστικό σχολείο του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, το σχολείο του πολιτισμού και της παιδείας αποκαθηλώνεται από μια βαθιά συντηρητική πολιτική. Η χρησιμοποίηση κάποιων δικών μας τίτλων / θεσμών δεν σημαίνει ότι έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και το ίδιο περιεχόμενο. Είναι μια λαϊκίστικη πρακτική προορισμένη για αφελείς.

“Πρόοδος” για τη δεξιά παράταξη, για παράδειγμα, σημαίνει ακόμα περισσότερη ελευθερία στην αγορά και ότι η αγορά είναι το κύριο ή και το μοναδικό υποκείμενο της γραφής της Ιστορίας. Για εμάς σημαίνει κοινωνική εξέλιξη και δικαιοσύνη και ότι η πολιτική και η κοινωνία έχουν τον πρώτο λόγο στη γραφή της Ιστορίας.

Η δική μας πρόταση, η Σοσιαλδημοκρατική Πολιτική και Εκπαιδευτική Πρόταση, είναι σε πλήρη αντίθεση με αυτό τον σχεδιασμό. Έχουμε πολιτική και ιδεολογική αντίθεση με τη Ν.Δ. για τον κοινωνικό ρόλο του Σχολείου, για τον Εκπαιδευτικό – Παιδαγωγό, για τη Διοίκηση της εκπαίδευσης.

Για το Κίνημά μας, “η εκπαίδευση διαδραματίζει έναν κομβικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συστηματικών και τεκμηριωμένων δημοσίων πολιτικών. Η βάση αυτών των πολιτικών, οφείλει να αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό προσβάσιμο για όλους τους πολίτες της χώρας”.

Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής