«Το ξέρω, τώρα θα σε πάω εγώ προς τα κάτω, αλλά μετά το βραδάκι θα με φέρεις εσύ πάλι επάνω». Ήταν η παροιμιώδης φράση του μπάρμπα – Χαρλάμη. Την είπε στη γεμάτη με κρασί μπουκάλα που την κρατούσε στην αγκαλιά σα μικρό παιδί.

Του 

Ήταν εκείνες τις εποχές που οι άντρες ξενοδούλευαν στα κτήματα του κάμπου και ξεκινούσαν τη νύχτα άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα άλογα για να φτάσουν αχάραγο ακόμα στη δουλειά˙ δουλειά σκληρή, σκάψιμο με την αξίνα όλη την ημέρα και το κρασί έδινε δύναμη στα χέρια και έδιωχνε τη δίψα του νερού που δεν το έπιναν για να μη φουσκώνουν και τους εμποδίζει στο να πηγαίνουν γρήγορα στην αράδα τους.

 

Πάντα έλεγε εκφράσεις χαρακτηριστικές, σκέψεις σοφές. Ήταν σε μια κατάσταση μόνιμης καλοσύνης και πρόσχαρης συμπεριφοράς. Τον ερώτησα μια φορά το πώς του γεννήθηκε αυτή η ιδέα για τη μπουκάλα με το κρασί. Ταλαντεύτηκε αρκετή ώρα. Δεν μιλούσε κανένας μας. Μετάνιωσα για μια στιγμή που τον ρώτησα. Αλλά ήξερα ότι ήταν ένα περιστατικό που το έλεγαν και το ξαναέλεγαν οι χωριανοί σε κάθε ευκαιρία˙ τότε τα χωριά ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια και οι άνθρωποι ζούσαν με τα περιστατικά όλων.

“Θα σου πω… Εμείς οι παλιοί μιλούσαμε και μιλάμε σε κάθε πράγμα σαν να είναι κάποιος άνθρωπος. Είναι τα πράγματα που παίζουν ρόλο στη ζωή μας. Είναι κι αυτά ζωή μας. Στα άλογα, στις προβατίνες, στις γίδες, στα σκυλιά παντού μιλάμε˙ άλλοτε με το καλό και άλλοτε αγριεμένα. Και ξέρεις περιμένουμε και κάποια απάντησή τους που την καταλαβαίνουμε με το πώς αντιδρούν και με το πώς συμπεριφέρονται.

Αλλά μη νομίζεις δεν μιλάμε μόνο στα ζωντανά. Μιλάμε και στις ελιές μας και στο αμπέλι μας ακόμα και στα ίδια τα χωράφια μας. Ρωτάμε τι καρπό θα κάνουν, αν είναι διψασμένα, αν θέλουν ράντισμα… Ξέρεις ότι κάθε φορά που «ανοίγουν» τα κλήματα και βγαίνουν οι χειμωνιάτικοι χυμοί τους και γεμίζουν με «μάτια» και βλαστάρια εγώ όχι μόνο τα καλωσορίζω αλλά και ξανανιώνω μαζί τους και με τον ερχομό της άνοιξης. Όταν βλέπεις την περιουσία σου να βγαίνει ορμητικά και γεμάτο θέληση για ζωή, ξέρεις ότι εσύ θα πάρεις τα γεννήματά τους και θα ζήσεις την οικογένειά σου και κάθε χρόνο ξανά από την αρχή.

Και τι να κάνω; Θερίζω τις καλές στιγμές της ζωής. Βλέπω στους ανθρώπους την καλή τους πλευρά. Βλέπω την άνοιξή τους, όχι το χειμώνα τους. Και να με στεναχωρήσει κάποιος εγώ το ξεχνώ αμέσως. Άλλωστε άμα σε δει κι ο άλλος που συμπεριφέρεσαι έτσι, γίνεται κι αυτός καλύτερος. Αυτό μου λέει η εμπειρία μου. Το καλό το μαθαίνεις να το κάνεις και μετά πάει μόνο του και κάπως έτσι έρχεται η όποια καλοσύνη και στον εαυτό σου.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο στη

ζωή μου. Ίσως είναι και μια ευκαιρία… Να μην πάρω στον τάφο μου το μυστικό μου. Κανένας δεν ξέρει την ψυχή του άλλου. Με βλέπουν όλοι ευδιάθετο και χαρούμενο, αλλά δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα. Συμπεριφέρομαι έτσι για να ξεχνάω το μεγάλο βάσανο της ζωής μου. Δυο – τρεις στενοί φίλοι μου το ξέρουν αλλά θα στο πω κι εσένα˙ εσύ με τα γράμματα που ξέρεις ίσως να δώσεις καλύτερη από εμένα εξήγηση. Γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα πως έκανα τέτοιο λάθος στη ζωή μου. Μην κοιτάς που μου αρέσουν οι παρέες και τα γλέντια, η ψυχούλα μου είναι μαυρισμένη…

Ντρέπομαι που θα στο πω. Είσαι τόσο μικρότερός μου, αλλά εμείς οι παλιοί σας σεβόμαστε εσάς τους γραμματιζούμενους. Τα γράμματα δεν ακονίζουν μόνο το μυαλό αλλά γλυκαίνουν και την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό αγαπάω εσάς τους δασκάλους. Ζω πάνω στο λάθος της ζωής μου! Είναι το λάθος που με βασανίζει χρόνια και χρόνια τώρα. Δεν παντρεύτηκα την κοπέλα που αγάπησα και ακόμα αγαπώ.

Και ξέρεις γιατί… Γιατί μου είπε ότι είχε πάει και με άλλον άντρα. Την αγαπούσα τόσο πολύ που δεν ήθελα να την έχει αγγίξει άλλος. Εκείνα τα χρόνια να είμαστε κουτοί, θεοπάλαβοι. Τα πιστεύαμε κάτι τέτοια. Τώρα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Ντρέπομαι που έκανα τέτοιο λάθος. Και αυτή δεν έζησε καλά κι εγώ το ίδιο. Ίσως όμως να είναι κι αυτή η αγάπη της που μου χαρίζει την καλοσύνη που λένε. Δεν ξέρω… Όταν αγαπάς, όλα τα πράγματα γύρω σου είναι φωτεινά. Νιώθω ότι παντού βασιλεύει το καλό…”