: Τις άγνωστες και πιο προσωπικές πτυχές του φέρνουν στο φως οι επιστολές του Ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού Δημήτρη Κασσαπάκη ο οποίος από την πρώτη γραμμή, δεν παρέλειπε σχεδόν κάθε εβδομάδα, να στέλνει γράμματα στην οικογένειά του.

Με καταγωγή από τη Ροδιά, ο 33χρονος τότε ανθυπολοχαγός επιστρατεύτηκε το καλοκαίρι του ’40 και όταν την ειπώθηκε το «ΟΧΙ» ο ίδιος και οι συμπολεμιστές του, ήταν ήδη στο μέτωπο.

Όπως εξιστόρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γιος του Γιάννης Κασσαπάκης, ο Δημήτρης Κασσαπάκης ήταν ο άνθρωπος που έκανε την επιστράτευση στο νομό Λασιθίου, των ζώων που ταξίδεψαν για τα αλβανικά βουνά για να συνδράμουν στις ανάγκες του πολέμου.

«Ο πατέρας μου επιστρατεύτηκε το καλοκαίρι του 1940 και έφυγε πριν από την για την Αλβανία και ενώ η μητέρα μου ήταν έγκυος σε εμένα. Θυμάμαι από τις περιγραφές του, ότι ήταν περήφανος που θα πήγαινε στην Αλβανία για να υπερασπιστεί τη χώρα και παρά το λογικό φόβο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος που πάει στον πόλεμο, ο ίδιος έλεγε ότι εκείνες τις ημέρες μέχρι πριν έλθει η 28η Οκτωβρίου είχαν αγωνία και περίμεναν με γενναιότητα τις εξελίξεις».

Εκτός από τις επιστολές του πατέρα του, που κρατάει ως κειμήλια, ο Γιάννης Κασσαπάκης έχει και έγγραφα της εποχής, σχετιζόμενα με τον πόλεμο, όπως τη διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με ημερομηνία 11-12-1939 που αναφέρεται για πρώτη φορά, το ενδεχόμενο της επιστράτευσης.

Σε αυτή αναφέρεται:

«Ματαιωθείσης της προμηθείας κιβωτίων εστιάσεως αξ/κών διά Λόχους οικονομίας να γνωστοποιηθή εις άπαντας τους αξ/κούς μόνιμους και εφέδρους ότι εις ενδεχόμενην επιστράτευσιν δέον να ώσιν εφοδιασμένοι εξ ιδίων διά των πλέον απαραιτήτων ατομικών ειδών εστιάσεως».

Αθήναι τη 11 Δ/βρίου 1939

Εντολή Υπουργού

Ο Υπαρχηγός

Κ.ΠΛΑΤΗΣ

Οι επιστολές που έγραφε από το μέτωπο ο Δημήτρης Κασσαπάκης μέσω της στρατιωτικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, έφταναν με την ένδειξη «Ελογοκρίθη» ενώ σε κάποιες από αυτές που ο νεαρός ανθυπολοχαγός αναφερόταν στην τοποθεσία που βρισκόταν, αυτή σβήνονταν κατά τη διαδικασία ελέγχου των επιστολών. Σε μία από αυτές που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κασσαπάκης, αποτυπώνεται η λαχτάρα των στρατιωτών να στεφθεί με επιτυχία ο πόλεμος, αλλά ταυτόχρονα και η επιθυμία τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Δημήτρης Κασσαπάκης γράφει στις 15-11-1940 προς την σύζυγό του Ελένη:

«Εν… (σ.σ.: Η τοποθεσία έχει σβηστεί από τη στρατιωτική λογοκρισία) τη 15/11/40.

Αγαπητή μου Ελένη,

Έλαβα προχθές το γράμμα σου. Με ευχαρίστηση διαβάζω πως και συ τέλος πάντων ήρχισες να προσοικειώνεσαι με τον πόλεμον και να έχεις το σχετικό κουράγιο που πρέπει να έχει κάθε γυναίκα αξιωματικού. Δεν σου αποκρύπτω πως κι εγώ βέβαια στεναχωρούμαι λίγο που είμαι μόνος, αλλά εφόσον μας εκάλεσε η πατρίς μας να εκτελέσομεν ένα καθήκον πρέπει όλοι μαζί, χωρίς να γογγύζουμεν να προσφέρωμεν τα πάντα για να φέρωμεν εις πέρας το έργον που έχομεν αναλάβει. Πίστεψέ με πως θα είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου όταν ακούσω πως ρίξαμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Εσύ φρόντισε να γεννήσεις καλά, μην πάθεις τίποτα. Γράψε μου εάν θέλεις λεπτά. Υποθέτω ότι κατ’ άδειας μπορεί να κατέβω στο Ηράκλειον και εάν μπορέσω θα έλθω στο χωριό να σας δω. Εάν όμως έχω πολλή δουλειά θα σε πάρω στο τηλέφωνο. Επειδή δεν μπορώ να σου στείλω λεπτά ταχυδρομικώς, θα φροντίσω τότε να σου τα στείλω με κανένα χωριανό. Επαναλαμβάνω, να φροντίσεις να περνάς καλά, να μην γκρεμισθής πουθενά, να βρεις φαγητά που να μην σε βλάπτουν, κυρίως φρούτα, και να φροντίζης να τρως. Έτερον ουδέν. Σήμερον μετατέθην εις (σ.σ.: Επίσης σβησμένο από τη στρατιωτική λογοκρισία), αλλά συ θα μου γράφεις στην (σ.σ.: Σβησμένη τοποθεσία). Χαιρετισμούς εις όλους. Της μητέρας φιλώ το χέρι. Γράψε μου αν ο Γιώργης έφερε το ποδήλατο. Στον πατέρα τα σέβη μου. Σε φιλώ, Μήτσος».

Σε μια άλλη επιστολή προς την μητέρα του στις 14-3-1941 αναφέρει:

«Τ.Τ. 866, 14/3/41

Αγαπητή μου Μητέρα,

Με μεγάλη χαρά πήρα σήμερα πάλι γράμμα σου, που είχα να λάβω τόσο καιρό τώρα. Επίσης με ανακούφισι έμαθα πως εγέννησε η γυναίκα μου. Φαντάζομαι τα βάσανά σου και τις φασαρίες σου. Τέλος πάντων. Όλα αυτά θα τα ξεχάσεις αφού τέλος πάντων τώρα έχομεν μαζί με τα τόσα άλλα παιδιά και το δικό μου. Γνήσιο απόγονό σας. Θα ήθελα, μητέρα, να ήμουν αυτού για να δω την χαρά της Κωσταντίας, του πεθερού μου, κ.λπ. Ελπίζω στο Θεό πως κάποτε θα τελειώσωμεν απ’ εδώ και θα βρεθώ μαζί σας να συνεωρτάσωμεν το ευχάριστον γεγονός. Ο Μανώλης είναι καλά. Χαιρετισμούς εις όλους.

Σε φιλώ (σ.σ. ακολουθεί υπογραφή)».

Ο Δημήτρης Κασσαπάκης και η μονάδα του, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γιος του, ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην Κορυτσά και στους Αγίους Σαράντα, ενώ οι περιπέτειες συνεχίστηκαν και με την κατάρρευση του μετώπου μετά τη γερμανική εισβολή καθώς ο ίδιος και οι στρατιώτες του έπρεπε να γυρίσουν συντεταγμένα στον τόπο τους.

«Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει ότι κατέβασε στο Ναύπλιο το λόχο του. Μάζεψε τους Κρητικούς, νοίκιασαν ένα καΐκι και ταξιδεύοντας νύχτα, έφτασαν στα Χανιά. Εκεί ήταν αναγκασμένοι να κρύβονται από τους Γερμανούς, ενώ βοήθεια έλαβαν από την αντίσταση. Αντάρτες τούς εφοδίασαν με πολιτικά ρούχα και ψεύτικες ταυτότητες και έτσι κατάφερε και ο ίδιος μετά από μέρες που περπατούσε, να φτάσει στο χωριό μας τη Ροδιά, τον Οκτώβριο του 1941».